Επίσης τελευταία έχουν αρχίσει πολλές εταιρείες να παρουσιάζουν διάφορες νέες ιδέες ή βελτίωση παλαιών με στόχο τη βελτίωση της απόδοσης των αζωτούχων λιπασμάτων που αποτελούν σημαντικό στοιχείο του κόστους παραγωγής αλλά και κύριο παράγοντα των υψηλών αποδόσεων των καλλιεργειών μας. Για να είμαι βέβαιος ότι δεν θα γράψω κάτι που δεν είναι σωστό, προσέτρεξα στη βοήθεια του φίλου μου Νίκου Χουλιαρά, εδαφολόγο του ΤΕΙ, με τον οποίο δουλέψαμε αρκετά μαζί τον καιρό που υπηρετούσα στο ΤΕΙ. Τον ευχαριστώ για τη βοήθειά του, τις εύστοχες παρατηρήσεις και συμπληρώσεις.
Στα προηγούμενα σημειώματα αναφέρθηκα στην αζωτούχο λίπανση του σκληρού σίτου αλλά και γενικότερα στον τρόπο που δρουν τα λιπάσματα, πώς απορροφούνται από τα φυτά και πώς χάνονται στο περιβάλλον. Για να συνοψίσω, το άζωτο εφαρμόζεται με τα λιπάσματα είτε σε μορφή νιτρικών που διαλύονται και διακινούνται εύκολα στο νερό του εδάφους (αυτά απορροφώνται γρήγορα από τα σιτηρά) είτε σε μορφή αμμωνιακών. Τα αμμωνιακά διακινούνται πιο αργά στο έδαφος και απορροφούνται πιο αργά από τα σιτηρά. Θα πρέπει οι ρίζες να φτάσουν στα σημεία που βρίσκονται για να τα απορροφήσουν αντίθετα με τα νιτρικά που διαλυμένα στο νερό είναι ευκίνητα. Σε μικρό χρονικό διάστημα (από λίγες μέρες μέχρι λίγες εβδομάδες) ανάλογα με τη θερμοκρασία και την οξύτητα (pH) του εδάφους (οι υψηλότερες θερμοκρασίες και υψηλότερο pH αυξάνουν την ταχύτητα μετατροπής), μετατρέπονται από μικροοργανισμούς του εδάφους σε νιτρικά. Επίσης οι μορφές ουρίας, ενώνονται με το νερό και (σε λίγες ημέρες) παράγουν αμμωνία (που ακολουθεί την πορεία των αμμωνιακών λιπασμάτων) και διοξείδιο του άνθρακα. Εξήγησα επίσης ότι η αμμωνία συνδέεται με τα αρνητικά φορτισμένα κολλοειδή του εδάφους (άργιλο και χούμο) και δεν χάνεται εύκολα, ενώ τα νιτρικά ως ευδιάλυτα εκπλένονται είτε στα βαθύτερα στρώματα του εδάφους είτε με την απορροή του νερού. Δεδομένου του υψηλού κόστους των αζωτούχων λιπασμάτων είναι σημαντικό για τον αγρότη να αυξήσει την αποτελεσματικότητα της χρήσης τους τόσο για την τσέπη του όσο και για το περιβάλλον. Πώς μπορούμε να το πετύχουμε αυτό; Δεδομένου ότι οι νιτρικές μορφές εκπλένονται εύκολα ενώ οι αμμωνιακές συγκρατούνται σταθερά από τα σωματίδια του εδάφους, προέκυψε η βασική ιδέα να καθυστερήσουμε τη μετατροπή σε νιτρικά ώστε τα φυτά να προλαβαίνουν να τα απορροφήσουν πριν χαθούν. Η ανάπτυξη ουσιών ή τεχνικών που καθυστερούν τη μετατροπή σε νιτρικά μπορεί να πάρει τρεις μορφές:
Α) Βιολογικοί παρεμποδιστές της υδρόλυσης της ουρίας και μετατροπής των αμμωνιακών σε νιτρικά: Είναι ουσιαστικά ουσίες που παρεμποδίζουν τη δράση των μικροοργανισμών. Είναι ουσίες που εμποδίζουν τη δράση της ουρεάσης (ενός ενζύμου) και καθυστερούν την υδρόλυση της ουρίας για 2-3 εβδομάδες ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες (θερμοκρασίες). Η καθυστέρηση αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη όταν η ουρία εφαρμόζεται στην επιφάνεια του εδάφους χωρίς ενσωμάτωση, οπότε μειώνονται οι απώλειες σε μορφή αέριας αμμωνίας που χάνεται στην ατμόσφαιρα. Μια άλλη κατηγορία ουσιών παρεμποδίζουν τη δράση των βακτηριδίων που μετατρέπουν τα αμμωνιακά σε νιτρικά ιόντα. Και στην περίπτωση αυτή η καθυστέρηση είναι της τάξης των 2-3 εβδομάδων.
Β) Λιπάσματα αργής αποδέσμευσης χωρίς επικάλυψη με κάποιο υλικό: Στο λίπασμα προστίθενται ουσίες που δεν επιτρέπουν την αποδέσμευση των αζωτούχων ουσιών και την επιτρέπουν όταν αποσυντεθούν. Είναι ουσίες που αποσυντίθενται στο έδαφος με χημικές ή βιολογικές διεργασίες και έτσι καθυστερούν την αποδέσμευση των αζωτούχων ενώσεων. Για παράδειγμα, η επένδυση με θείο επιτρέπει την αποδέσμευση του αζώτου όταν οξειδωθεί το θείο.
Γ) Λιπάσματα αργής αποδέσμευσης με επικάλυψη με κάποιο υλικό που ελέγχει και καθυστερεί την αποδέσμευση: Όπως κάποιο πολυμερές (το πολυμερές ελέγχει την είσοδο του νερού που υδρολύει την ουρία και οι αζωτούχες ουσίες κινούνται προς το έδαφος μέσω της επένδυσης). Στην ουσία η είσοδος του νερού είναι ελεγχόμενη όπως και η έξοδος των προϊόντων της υδρόλυσης της ουρίας και ουσιαστικά καθυστερεί τις διεργασίες.
Αλλά θα συνεχίσουμε στο επόμενο.
Γράφει ο Φάνης Γέμτος*
* Ο Φάνης Γέμτος είναι γεωπόνος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας