Η ζήτηση νερού άρδευσης είναι μεγάλη και σήμερα αρδεύεται το 41,2% της καλλιεργούμενης έκτασης στη χώρα. Πριν το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής και της έντονης λειψυδρίας, η εφαρμοζόμενη διαχείριση από την εκάστοτε εξουσία θεωρούσε τη ζήτηση του νερού δεδομένη και επικεντρωνόταν στη διαχείριση της φυσικής προσφοράς του, δίνοντας ελάχιστη σημασία στον έλεγχο των αναγκών και στην προστασία των υδατικών πόρων. Να λοιπόν που αυτή η ανεύθυνη πολιτική των παρελθόντων ετών, μας οδήγησε τα τελευταία χρόνια στην υιοθέτηση μνημονιακών πολιτικών, με τη θέσπιση περιβαλλοντικού τέλους στους αγρότες για τη χρήση του νερού, στην πριμοδότηση -μέσω ευφυούς γεωργίας- προγραμμάτων που θα εκμεταλλεύεται κάθε σταγόνα νερού, κ.λπ. Στη Θεσσαλία, που θεωρείται ο σιτοβολώνας της Ελλάδας, υπάρχει σημαντικό πρόβλημα έλλειψης νερού, καθώς πρέπει να καλυφθούν οι αρδευτικές ανάγκες (1.300.000.000 κυβικά μέτρα), οι οποίες φτάνουν να αντιπροσωπεύουν το 92% των συνολικώς καταναλισκομένων υδατικών πόρων. Στη Θεσσαλία των 4.000.000 στρεμμάτων καλλιεργούμενης γης (45% της συνολικής της έκτασης), εκ των οποίων τα 2,5 εκατ. είναι αρδευόμενα, το πρόβλημα του νερού είναι πολύ μεγάλο. Η μέση ετήσια βροχόπτωση συνεχώς μειώνεται κι όλες οι αναλύσεις οδηγούν σ’ ένα αρνητικό υδατικό ισοζύγιο. Γι’ αυτό συζητάμε χρόνια ολόκληρα για τη μεταφορά νερού από την υδρολογική λεκάνη του Αχελώου στον θεσσαλικό κάμπο.
Στη Θεσσαλία το 75% του νερού άρδευσης προέρχεται από γεωτρήσεις και το 25% από επιφανειακά νερά. Είναι επιτακτική ανάγκη σε ορισμένες γνωστές προβληματικές περιοχές, να σταματήσει άμεσα η υπερεκμετάλλευση των υπόγειων νερών, μέσω γεωτρήσεων και να ξεκινήσει η υποκατάστασή τους με επιφανειακά νερά, έτσι ώστε σταδιακά τα επόμενα 50 χρόνια, και μέσω των Σχεδίων Διαχείρισης να πετύχουμε ανάκαμψη των υπόγειων υδροφορέων και αποκατάσταση των περιβαλλοντικών προβλημάτων.
Επίσης θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι σε ορισμένες περιοχές του ν. Λάρισας, όπως π.χ. στους Δήμους Κιλελέρ και Φάρσαλα, το κόστος άρδευσης έχει φτάσει τα 90-100 ευρώ το στρέμμα για τον αραβόσιτο και το βαμβάκι (υψηλό κόστος άντλησης). Σύμφωνα με έρευνα της «Ε», το αρδευτικό τέλος για έναν Λαρισαίο αγρότη που ποτίζει από κανάλι του ΤΟΕΒ είναι 55 ευρώ/στρ. αυξάνεται σε 75 ευρώ/στρ. στην περίπτωση της πομόνας, ενώ η χρήση της βάνας κοστίζει περίπου 25-30 ευρώ/στρ. Ουσιαστικά το κόστος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη στάθμη του νερού (σε πόσο βάθος βρίσκει κανείς νερό), πόσο εμπλουτισμένος είναι ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας, αν η άντληση υδάτων γίνεται από την υδρολεκάνη της Κάρλας και το επιφανειακό δίκτυο του ΤΟΕΒ, κ.λπ.
Από τις εαρινές καλλιέργειες το καλαμπόκι είναι το πιο κοστοβόρο, ακολουθεί το τριφύλλι κι εν συνεχεία το βαμβάκι. Υπενθυμίζεται ότι αυτές οι καλλιέργειες καταλαμβάνουν το 50% των συνολικά καλλιεργήσιμων στρεμμάτων, με βάση και τις δηλώσεις ΟΣΔΕ του 2017. Αναλυτικότερα από τα 777.042 στρέμματα του νομού που δηλώθηκαν στον ΟΣΔΕ, το βαμβάκι αριθμεί 266.123 στρ, το τριφύλλι 80.453 και ο αραβόσιτος 97.410 στρ. Η ΕΙΚΟΝΑ ΣΗΜΕΡΑ
Μετά τους βοσκότοπους, η γεωργική γη (αυτή που χρειάζεται νερό) είναι η μεγαλύτερη σε έκταση στη Θεσσαλία. Στον νομό Λάρισας το νερό για άρδευση προέρχεται από: Γεωτρήσεις κρατικές 720, ιδιωτικές 14.000, από τους 14 ταμιευτήρες (που εκτείνονται σε 7.000 στρέμματα με απόδοση 22 εκατ. κυβικά μέτρα νερού), 50 μικρά φράγματα, επιφαν. αγωγοί 770 χιλ., υπόγειοι αγωγοί 342 χιλ. και 42 αρδευτικά αντλιοστάσια.ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ
Μέσα στο πλαίσιο αυτό έχουν σχεδιαστεί διάφορα έργα που στόχο έχουν να επιτρέψουν την καλύτερη αξιοποίηση των επιφανειακών υδατικών πόρων και τη μερική αναστροφή του αρνητικού ισοζυγίου. Ταυτόχρονα έχει ξεκινήσει και μία ενημερωτική εκστρατεία για να πεισθεί ο παραγωγός για την ορθολογική διαχείριση των νερών, είτε επιβάλλοντας αρδευτικό τέλος (ή περιβαλλοντικό) είτε κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την επάρκεια του νερού.
Το προβλήματα που σχετίζονται με την ποσότητα και με την ποιότητα του υδρευτικού νερού, αλλά και της προστασίας των υδροφορέων, μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνο στο πλαίσιο υλοποίησης ενός μεσοπρόθεσμου προγράμματος ωρίμανσης και κατασκευής περιφερειακών έργων πολλαπλού σκοπού.
Τα έργα που έχουν προταθεί από τους τοπικούς φορείς κυρίως προς το ΥΠΑΑΤ ποικίλουν ως προς τα χαρακτηριστικά τους. Ειδικότερα: Μουζάκι και Πύλη έχουν τη δυνατότητα σημαντικής παραγωγής ενέργειας και επιπλέον την αρδευτική, υδρευτική, τουριστική και αντιπλημμυρική διάσταση. Αντίστοιχα ο Νεοχωρίτης και η Ελασσόνα αναμένεται να επιλύσουν κυρίως θέματα ύδρευσης μεγάλων οικισμών (περιοχές Λάρισας και Τρικάλων) καθώς και κάλυψη αρδευτικών αναγκών. Τέλος στην πιο υποβαθμισμένη περιβαλλοντικά και υδατικά περιοχή της ΝΑ Θεσσαλίας (Φάρσαλα-Αλμυρός) ο ταμιευτήρας επί του Ενιπέα ποταμού θα έχει μέγιστη αντιπλημμυρική, περιβαλλοντική, υδρευτική και αρδευτική σημασία. Τα παραπάνω έργα δεν επιλύουν το τεράστιο υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας, όμως, επειδή καλύπτουν ανάγκες σε συγκεκριμένες περιοχές, τις οποίες ούτως ή άλλως δεν αναμένεται να καλύψει η μεταφορά οποιασδήποτε ποσότητας από τον Αχελώο, θα συμβάλουν αποφασιστικά στην αντιμετώπιση των πιέσεων που δέχεται το υδατικό ισοζύγιο της λεκάνης.
Του Γιώργου Ρούστα