Η καλλιέργεια ροδιού μπορεί να προσφέρει μία εναλλακτική πηγή εσόδων στους παραγωγούς της Θεσσαλίας, αφού αναπτύσσεται τόσο σε άγονα χωράφια, όσο -το κυριότερο- σε παλιά βαμβακοχώραφα, από τα οποία και διαθέτουμε πολλά!
Στη Θεσσαλία, η παραγωγή ροδιού μπορεί να κερδίζει έδαφος, τόσο στις διάσπαρτες ανά περιοχές καλλιέργειες, όσο και στην κατανάλωση, αλλά αυτό γίνεται με αργούς ρυθμούς. Το πρόβλημα είναι η μερική άγνοια ως προς τις γεωπονικές υπηρεσίες και καλλιεργητικές φροντίδες που παρέχονται, με αποτέλεσμα οι αποδόσεις να μην είναι οι αναμενόμενες.
Ο Συνεταιρισμός «Αφροδίτη»
Ο Συνεταιρισμός «Αφροδίτη» με έδρα την Αγιά Λάρισας (ιδρύθηκε πριν από 3 χρόνια και αριθμεί 25 μέλη) είναι ένας συνεχώς αναπτυσσόμενος Συνεταιρισμός, ο οποίος καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες για να ενισχύσει τα μέλη του σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, ενώ ξεκίνησε τις διερευνητικές επαφές με εμπόρους, καθώς η συγκομιδή του ροδιού αυτή την περίοδο βρίσκεται στο αποκορύφωμά της. Η ποικιλία που κυριαρχεί είναι η «wonderfull» και σε λίγα χωράφια η «ako». Τα πρώτα δείγματα είναι θετικά ως προς την ποιότητα, αλλά η παγωνιά του περασμένου Ιανουαρίου έχει πλήξει την ποσότητα (ακαρπία). Έτσι η συγκομιδή θα ολοκληρωθεί αρχές Νοεμβρίου, με 2-3 χέρια μόνο. Το παράπονο των παραγωγών ροδιού της Θεσσαλίας είναι ότι ακόμη ο ΕΛΓΑ δεν έχει στείλει γεωπόνους για να εκτιμήσουν το μέγεθος της ζημιάς από τον χιονιά του Γενάρη. Η μέση στρεμματική απόδοση κυμαίνεται στους 2 τόνους. Η μέτρια ποιοτικά παραγωγή κατευθύνεται προς χυμοποίση με τιμή 20-25 λεπτά/κιλό, ενώ η πολύ καλή ποιοτικά, η οποία ως επί το πλείστον εξάγεται (κυρίως Γερμανία, Αυστρία), πωλείται 45-50 λεπτά/κιλό.
Βιολογικό
Όσον αφορά στο βιολογικό ρόδι, υπάρχουν λίγοι Θεσσαλοί παραγωγοί που ασχολούνται από πεποίθηση και συνείδηση με αυτού του είδους τη γεωργία, αλλά όπως σημειώνουν με έμφαση «η ανταπόδοση της αγοράς δεν είναι αντίστοιχη της προσοχής που επιδεικνύουν στη συγκομιδή, τη λίπανση, την πιστοποίηση κι ό,τι άλλο απαιτεί η βιολογική γεωργία. Το 20-25% που προσφέρει η αγορά, επιπλέον της συμβατικής καλλιέργειας, δεν καλύπτει το συνολικό κόστος παραγωγής».
Τα υπέρ και τα κατά
Τα πλεονεκτήματα της ροδιάς είναι πολλά. Μπορεί να αποθηκευθεί και να συντηρηθεί εύκολα, άρα ο παραγωγός δεν χρειάζεται αμέσως μετά τη συγκομιδή να πουλήσει το προϊόν στους εμπόρους, ενώ ως φρούτο που αγκαλιάζεται από αγκάθια δεν έχει προβλήματα από εχθρούς (έντομα, ασθένειες κλπ). Ακόμη κανένα στοιχείο του ροδιού δεν πάει χαμένο, αφού ο παραγωγός εκμεταλλεύεται από τα σπόρια (στην παραγωγή ελαίου, τσίπουρου) μέχρι τις φλούδες (στη βιομηχανία καλλυντικών). Στα μειονεκτήματα μπορεί κανείς να συμπεριλάβει τη συνεχή απασχόληση που απαιτεί η καλλιέργεια στο χωράφι (κλάδεμα, αραίωμα, χλωροκλάδεμα, συχνά ποτίσματα και μεγάλη προσοχή στη συγκομιδή) η καλλιέργεια αρχίζει να προσφέρει από τον τρίτο χρόνο της σποράς και μετά. Τα έξοδα για τον παραγωγό μειώνονται στο ελάχιστο μετά τον πέμπτο ή έκτο χρόνο ζωής του ροδεώνα, αφού υπολογίζονται σε 500 ευρώ το στρέμμα, όταν η απόδοση κυμαίνεται μεταξύ δύο και τεσσάρων τόνων ανά στρέμμα. Το κόστος εγκατάστασης της φυτείας ανέρχεται περίπου στα 1.330 ευρώ/στρέμμα και περιλαμβάνει τις δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά τα πρώτα τρία χρόνια, όσο δηλαδή θεωρείται ότι διαρκεί η περίοδος εγκατάστασής της».
Γ. Ρούστας