Οι τιμές των βασικών γεωργικών προϊόντων θα είναι πολύ ευμετάβλητες και ενδεχομένως να σημειώσουν μεγάλες αποκλίσεις από τις μακροπρόθεσμες τάσεις τους για εκτεταμένο χρονικό διάστημα».
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της έκθεσης «Προοπτικές του γεωργικού τομέα 2017 2026» που είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ του ΟΟΣΑ και του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) και έχει εκπονηθεί με τη συμβολή των εμπειρογνωμόνων των κυβερνήσεων µελών τους, καθώς και με τη συμβολή ειδικευμένων διεπαγγελματικών οργανώσεων.
Το πλαίσιο για τη φετινή έκθεση χαρακτηρίζεται από την παραγωγή ρεκόρ και την αφθονία των αποθεμάτων για τα περισσότερα βασικά προϊόντα το 2016, εξελίξεις που διατηρούν τις τιμές πολύ χαμηλότερες από τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα της περασμένης δεκαετίας.
Οι μέσες τιμές των σιτηρών, του κρέατος και των γαλακτοκομικών προϊόντων συνέχισαν την καθοδική τους πορεία, ενώ οι τιμές για τους ελαιούχους σπόρους, τα φυτικά έλαια και τη ζάχαρη ανέκαμψαν ελαφρώς το 2016. Κατά την περίοδο πρόβλεψης, ο ρυθμός αύξησης της ζήτησης προβλέπεται ότι θα επιβραδυνθεί σημαντικά. Η αύξηση κατά την περασμένη δεκαετία οφειλόταν, πρώτον, στις εξελίξεις στην Κίνα, όπου η ανοδική τάση της ζήτησης κρέατος και ψαριών είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της κατανάλωσης ζωοτροφών κατά σχεδόν 6% ετησίως, και δεύτερον, στον τομέα των βιοκαυσίμων σε παγκόσμιο επίπεδο όπου η χρήση των πρώτων υλών αυξήθηκε κατά περίπου 8% ετησίως. Η αναπλήρωση των αποθεμάτων σιτηρών κατά 230 εκατομμύρια τόνους κατά την περασμένη δεκαετία επίσης οδήγησε στην αύξηση της ζήτησης.
Αυτοί οι πρόσφατοι παράγοντες δεν αναμένεται να στηρίξουν τις αγορές μεσοπρόθεσμα με τον ίδιο τρόπο, και δεν προβλέπονται άλλοι που θα τους αντικαταστήσουν. Η αύξηση της ζήτησης τροφίμων για όλα σχεδόν τα υπό εξέταση βασικά προϊόντα αναμένεται να είναι χαμηλότερη σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία. Γενικά, η κατά κεφαλή ζήτηση τροφίμων για τα σιτηρά αναμένεται να παραμείνει σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη, με εξαίρεση στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες όπου προβλέπεται αύξηση.
Οι προοπτικές όσον αφορά την κατανάλωση κρέατος θεωρούνται περιορισμένες βάσει των πρόσφατων τάσεων σε πολλές χώρες, όπου οι διατροφικές προτιμήσεις, τα χαμηλά εισοδήματα και οι περιορισμοί από την πλευρά της προσφοράς περιστέλλουν την αύξηση της κατανάλωσης. Επιπρόσθετες θερμίδες και πρωτεΐνες προβλέπεται ότι θα προέρθουν κυρίως από τα φυτικά έλαια, τη ζάχαρη και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Συνολικά, η «σύγκλιση» με τα δυτικά μοντέλα διατροφής φαίνεται περιορισμένη.
ΑΥΞΗΣΗ
ΘΕΡΜΙΔΩΝ
Έως το 2026 η διαθεσιμότητα θερμίδων προβλέπεται ότι θα ανέρθει κατά μέσο όρο στις 2.450 θερμίδες ημερησίως στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, και ότι θα ξεπεράσει τις 3.000 θερμίδες ημερησίως σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες. Παρόλα αυτά, η επισιτιστική ανασφάλεια θα παραμείνει σημαντικό παγκόσμιο πρόβλημα, και ο υποσιτισμός σε όλες του τις μορφές θα δημιουργήσει νέες προκλήσεις σε πολλές χώρες.
Η μελλοντική αύξηση της φυτικής παραγωγής θα επιτευχθεί κυρίως μέσω της μεγαλύτερης απόδοσης των καλλιεργειών. Η αύξηση της απόδοσης προβλέπεται ότι θα μειωθεί ελαφρώς, όμως η παραγωγή μπορεί να αυξηθεί με τον περιορισμό των μεγάλων διαφορών που συνεχίζουν να υφίστανται όσον αφορά την απόδοση, ιδίως στην Υποσαχάρια Αφρική. Η παγκόσμια έκταση των καλλιεργειών σιτηρών θα αυξηθεί μόνο οριακά, ενώ η περαιτέρω επέκταση των καλλιεργειών σόγιας προβλέπεται ότι θα καλύψει τη ζήτηση για ζωοτροφές και φυτικά έλαια.
Η αύξηση της παραγωγής κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων θα επιτευχθεί χάρη στα μεγαλύτερα κοπάδια και στην υψηλότερη παραγωγή ανά ζώο, όμως οι διαφορές στην ένταση της παραγωγής θα παραμείνουν μεγάλες. Η αύξηση της παραγωγής πουλερικών θα αντιπροσωπεύει σχεδόν το ήμισυ της συνολικής επέκτασης της παραγωγής κρέατος στη διάρκεια της δεκαετίας. Ο ρυθμός αύξησης της παραγωγής γάλακτος προβλέπεται ότι θα επιταχυνθεί σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία, κυρίως στην Ινδία και το Πακιστάν.
ΑΘΗΝΑ, Του Ανταποκριτή μας