Θα ήθελα να μεταφέρω τη συζήτηση που κάναμε γιατί πιστεύω ότι πολλοί αναγνώστες της στήλης θα έχουν μια ανάλογη ερώτηση. Η ερώτηση θα μπορούσε να ήταν γενικότερη: τα αποτελέσματα της γεωργικής έρευνας της χώρας μας μπορούν να μεταφερθούν άμεσα στη γεωργική πράξη; Θα προσπαθήσω να απαντήσω στα δύο ερωτήματα.
Θα πρέπει κατ’ αρχήν να τονίσω ότι στη χώρα μας γίνεται έρευνα που καλύπτει πολλά αντικείμενα που ενδιαφέρουν άμεσα τους αγρότες μας και θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν να βελτιώσουν τις καλλιεργητικές πρακτικές που ακολουθούν και τις εκτροφές ζώων που έχουν. Το πρόβλημα είναι ότι, ό,τι παράγεται από μια έρευνα δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμο στη καθημερινή γεωργική πρακτική. Αποτελέσματα σε συνθήκες πειραματικών τεμαχίων μικρού μεγέθους όπου πολλές εργασίες γίνονται με τα χέρια ενώ το κόστος έρχεται σε δεύτερη μοίρα όταν μεταφερθούν στις εκμηχανισμένες καλλιέργειες χρειάζονται προσαρμογή. Αυτό σε όλες τις χώρες γίνεται από ένα σύστημα γεωργικών εφαρμογών που σε συνεργασία με τα Πανεπιστήμια και τα Ερευνητικά Κέντρα αλλά και σε πολλές χώρες σε συνεργασία με τους ίδιους τους αγρότες ή τους συνεταιρισμούς της οργανώνει πιλοτικούς/ επιδεικτικούς αγρούς και μεταφέρει τα αποτελέσματα στους αγρότες. Τι γίνεται σε άλλες χώρες και τι στη χώρα μας έχει ενδιαφέρον αλλά θα το αναλύσω σε κάποιο επόμενο σημείωμα.
Ας επιστρέψουμε στο θέμα της Γεωργίας Ακριβείας. Τα τελευταία 15 ίσως και περισσότερα χρόνια πολλά Εργαστήρια των Πανεπιστημίων και των Ερευνητικών Κέντρων της χώρας έχουν αναπτύξει σημαντική έρευνα σε θέματα εφαρμογών της Γεωργίας Ακριβείας. Τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα ελπιδοφόρα σε πολλές περιπτώσεις και ορισμένες εφαρμογές έχουν γίνει σε πραγματικές συνθήκες χωραφιού. Σε κάθε περίπτωση όμως οι συνθήκες θα ήταν δύσκολο να μεταφερθούν άμεσα γιατί δεν υπάρχει τυποποίηση που θα μεταφέρονταν χωρίς προβλήματα. Για να εξηγήσω τι εννοώ. Σε μια εφαρμογή σε ένα χωράφι χρησιμοποιήσαμε αναλύσεις εδάφους σε πολλά μικρά υπο-τεμάχια. Σε ένα οπωρώνα λίγων στρεμμάτων αναλύσαμε 50 δείγματα εδάφους. Αυτό είναι σωστό ερευνητικά αλλά στη πράξη το κόστος είναι πολύ υψηλό για ένα αγρότη. Επομένως σε μια πρακτική εφαρμογή θα έπρεπε να διερευνήσουμε μεθόδους που μειώνουν τα δείγματα και επομένως και το κόστος εφαρμογής. Υπάρχουν μέθοδοι για αυτό αλλά αυτό πρέπει να γίνει σε πιλοτικούς/επιδεικτικούς αγρούς που κάποιος πρέπει να οργανώσει και να πληρώσει το κόστος. Στη συνέχεια θα πρέπει όλη η πληροφορία και η τεχνογνωσία που θα αναπτυχθεί να τυποποιηθεί και να μεταφερθεί στους αγρότες.
Ένα δεύτερο πρόβλημα που υπάρχει είναι η διάρκεια των πειραμάτων. Τα ερευνητικά προγράμματα είναι συνήθως τριών ετών όσο και η διάρκεια των διδακτορικών διατριβών. Πολλές εφαρμογές όμως της γεωργίας ακριβείας ιδιαίτερα σε οπωροφόρα δένδρα χρειάζονται περισσότερα έτη για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Επομένως και σε αυτό το πρόβλημα η απάντηση είναι ότι κάποιος πρέπει να κάνει τις εφαρμογές σε μακρύ χρονικό διάστημα και φυσικά να μεταφέρει μετά τις γνώσεις που θα αποκτηθούν στους αγρότες.
Ένα τρίτο πρόβλημα είναι ότι για να γίνουν κάποιες εφαρμογές απαιτείται εξοπλισμός μικρού ή μεγάλου κόστους που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει σε μεγάλη κλίμακα. Για παράδειγμα σε ελάχιστες μηχανές συγκομιδής υπάρχουν συστήματα χαρτογράφησης της παραγωγής. Ο εξοπλισμός αυτός δεν είναι υψηλού κόστους (γύρω στις 5.000 € σε μηχανές που κοστίζουν πάνω από 100.000 €) αλλά οι αγρότες δεν έχουν ενημερωθεί όσο χρήσιμοι είναι οι χάρτες παραγωγής στη διαχείριση των αγροκτημάτων τους. Άλλα μηχανήματα όμως όπως τα συστήματα μεταβλητών δόσεων λιπασμάτων κοστίζουν 30.000€ και σύμφωνα με μελέτες στη Γερμανία πρέπει να καλύπτουν πάνω από 2000 στρέμματα ετησίως (ένας στόχος αρκετά εύκολος για τους επαγγελματίες ιδιοκτήτες μηχανημάτων) για να είναι οικονομικά αποδοτικά δηλαδή το κόστος απόσβεσης και λειτουργίας να είναι χαμηλότερο από το κόστος του λιπάσματος που εξοικονομείται. Μπορεί αυτό τον κίνδυνο να τον αναλάβει ένας ιδιώτης; Ναι, αν τα σχέδια βελτίωσης αντί να προωθούν και να επιδοτούν την αγορά τεράστιων τρακτέρ που δεν αποσβένονται με τίποτα, να προωθούν και να επιδοτούν ισχυρά καινοτόμα μηχανήματα ώστε οι ιδιώτες να αναλάβουν το σχετικό κίνδυνο. Άλλωστε η τακτική αυτή χρησιμοποιήθηκε πολύ παλαιότερα όταν το Υπουργείο Γεωργίας ασχολούνταν με τη βελτίωση της παραγωγής στη χώρα και όχι με το μοίρασμα επιδοτήσεων πάνω και κάτω από το τραπέζι. Οι πρώτες βαμβακοσυλλέκτες μηχανές ήρθαν το 1966 με 70% επιδότηση που έπεσε στη συνέχεια στο 40%. Μια παρόμοια τακτική θα μπορούσε να ακολουθηθεί και τώρα για τη προώθηση καινοτόμων μηχανημάτων που θα ενίσχυαν τη παραγωγικότητα της Ελληνικής Γεωργίας.
Σύμφωνα με τα πιο πάνω θα μπορούσαν πολλές εφαρμογές της γεωργίας ακριβείας να προωθηθούν σε μεγαλύτερες εκτάσεις σε μορφή πιλοτικών/επιδεικτικών αγρών πριν προωθηθεί η ευρύτερη εφαρμογή τους. Ποιος θα το κάνει αυτό; Το Υπουργείο Γεωργίας είτε άμεσα μέσω του συστήματος γεωργικών εφαρμογών που θεωρητικά υπάρχει(:)¬ είτε να χρηματοδοτήσει τα Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα να το εφαρμόσουν. Παράλληλα θα πρέπει να βρει τρόπους να σταματήσει τη σπατάλη πόρων σε επιδοτήσεις μηχανημάτων και εξοπλισμού αμφίβολης χρησιμότητας και να κατευθύνει τους διατιθέμενους πόρους των ΕΣΠΑ σε καινοτόμες πρακτικές και μηχανήματα.
* Φάνης Γέμτος, γεωπόνος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας