κυρίως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο, η γεωργική τεχνολογία γνώρισε πρωτοφανή ανάπτυξη (μηχανές, άρδευση, λιπάσματα, φάρμακα, πλαστικά), η γεωργική έρευνα έκανε θεαματικά βήματα σε όλους τους τομείς και έφερε επανάσταση στη γεωργική παραγωγή (βελτιωμένες ποικιλίες φυτών και υβρίδια, φυτοπροστασία, υδρολίπανση, καλλιέργειες υπό κάλυψη) και τέλος η μεγάλη αύξηση του βιοτικού επιπέδου του ανθρώπου δημιούργησε νέες ανάγκες και απαιτήσεις στη διατροφή του και όχι μόνο.
Όλες αυτές οι εξελίξεις στη γεωργική τεχνολογία και έρευνα και σε συνδυασμό με τις νέες ανάγκες στην αγορά των προϊόντων δημιούργησαν το know how της γεωργίας, την τεχνογνωσία, δηλαδή τις ειδικές τεχνικές γνώσεις που πρέπει να εφαρμοσθούν στη γεωργία και που πλέον στη σημερινή εποχή είναι εντελώς απαραίτητες προκειμένου η γεωργία να ανταποκριθεί στον ανταγωνισμό και τις απαιτήσεις των καταναλωτών. Όση σημασία και να αποκτήσει η εμπορία, η διακίνηση, η συσκευασία, η εμφάνιση, η πιστοποίηση, η στήριξη με επιδοτήσεις, τον πρωτεύοντα ρόλο θα έχει η παραγωγική διαδικασία, δηλαδή, η διαδικασία από τη σπορά ή τη φύτευση μέχρι τη συγκομιδή των αγροτικών προϊόντων.
Τη μεγαλύτερη σημασία έχει να παραχθεί από το χωράφι το προϊόν που επιθυμούμε, το προϊόν που ζητάει η αγορά, το προϊόν που θα ανταγωνισθεί άλλα παρόμοια και θα ικανοποιήσει τις ανάγκες του καταναλωτή. Ένα καλό προϊόν, θα είναι καλοτάξιδο και θα κατακτήσει την αγορά, ενώ το κακό προϊόν, σίγουρα δεν θα έχει καλό ταξίδι, όσο καλά και να φτιασιδωθεί. Με άλλα λόγια, το μεγαλύτερο ρόλο στη γεωργία τον παίζει η εφαρμογή της τεχνογνωσίας, η εφαρμογή των ειδικών τεχνικών γνώσεων, η τέχνη να παράγεις.
Τόσο στη δική μας γεωργία όσο και παγκοσμίως, μέχρι τη δεκαετία του ‘70 η τεχνογνωσία εφαρμόσθηκε κυρίως με τη λογική και την κατεύθυνση της ποσοτικής παραγωγής, αυτό ήταν και το ζητούμενο από την τότε γεωργία. Πράγματι, ο στόχος της μεγάλης παραγωγής επιτεύχθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό για όλες σχεδόν τις καλλιέργειες και αυτό αποδεικνύεται από τις πολύ υψηλές στρεμματικές αποδόσεις που πλέον έχουμε.
Από τη δεκαετία του ’80 και μετά η γεωργία εξελίσσεται σε δύο κατευθύνσεις. Στη μία κατεύθυνση, η γεωργία της ποσοτικής παραγωγής που προσιδιάζει περισσότερο στις μεγάλες εκτάσεις, με τα πολύ μεγάλα αγροκτήματα, με χαμηλό κόστος παραγωγής και με πολύ χαμηλές και ανταγωνιστικές τιμές των προϊόντων που καλύπτουν ανάγκες μεγάλων πληθυσμιακών και κυρίως λαϊκών και φτωχότερων καταναλωτών. Στην άλλη κατεύθυνση, η γεωργία της ποιοτικής παραγωγής που προσιδιάζει περισσότερο σε μικρές εκτάσεις και μικρά αγροκτήματα οικογενειακού χαρακτήρα, με έντονη την προσωπική σφραγίδα του παραγωγού, με μεγαλύτερο σχετικά κόστος και υψηλότερες τιμές προϊόντων, που απευθύνονται σε απαιτητικότερους καταναλωτές συνήθως πιο εύπορους.
Τόσο η ποσοτική όσο και η ποιοτική γεωργία, η καθεμία έχει τα δικά της τεχνικά χαρακτηριστικά, τη δική της τεχνογνωσία, τη δική της τέχνη, προκειμένου να παραχθούν τα αντίστοιχα προϊόντα.
Στη χώρα μας η γεωργία εξακολουθεί να ασκείται κυρίως στη λογική της ποσοτικής παραγωγής, παρά το γεγονός ότι όλα τα μεγέθη της όπως, η έκταση της γης, το μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, ο τρόπος διαχείρισης και εμπορίας κ.λπ., δεν συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση. Επί πλέον, ενώ και η δική μας γεωργία έχει εκσυγχρονισθεί σε υψηλό βαθμό με πολύ καλές στρεμματικές αποδόσεις, παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να μην είναι ανταγωνιστική στις αγορές, εξακολουθεί να είναι προβληματική, πάντα βέβαια με τις εξαιρέσεις και τα καλά παραδείγματα.
Με μία προσεκτικότερη προσέγγιση, πέρα από το μεγάλο διαρθρωτικό πρόβλημα του μικρού μεγέθους και του πολυτεμαχισμού, η καθαυτό γεωργία στη χώρα μας παρουσιάζει μεγάλη υστέρηση στο θέμα της ποιότητας και υπάρχει παντελής σχεδόν απουσία συλλογικών μορφών οργάνωσης και δράσης. Στα δύο αυτά κύρια θέματα, δηλαδή της ποιότητας και της συλλογικότητας, όπου η γεωργία μας υστερεί, ενώ υπάρχει η σχετική τεχνογνωσία στη γεωργική έρευνα, στα πανεπιστήμια, σε πρωτοπόρες επιχειρήσεις, σε διάφορους φορείς, στο Διαδίκτυο και σε έμπειρους επιστήμονες, αυτή δεν μπορεί να φθάσει στον αγρότη και να εφαρμοσθεί στο χωράφι του. Και τούτο διότι δεν υπάρχει συγκεκριμένος φορέας, ο οποίος θα συγκεντρώνει όλες αυτές τις ειδικές τεχνικές γνώσεις, θα τις επεξεργάζεται, θα τις αξιολογεί ως προς το αναμενόμενο κόστος - ωφέλεια και θα συνθέτει την τελική πρόταση για πρακτική εφαρμογή στο χωράφι.
Όσο περίεργο και αν φαίνεται τέτοιος φορέας μεταφοράς της τεχνογνωσίας στη γεωργική εκμετάλλευση υπήρχε και αχρηστεύθηκε. Ήταν οι λεγόμενες γεωργικές εφαρμογές του Υπουργείου Γεωργίας με πλουσιότατο δίκτυο σε όλη την ύπαιθρο και όπου βασίσθηκε η γεωργική ανάπτυξη μέχρι το 1980-90. Έκτοτε, το δίκτυο των εφαρμογών απονευρώθηκε και τελικά καταργήθηκε εντελώς, χωρίς ποτέ να ενδιαφερθεί κάποια αγροτοσυνδικαλιστική ηγεσία αλλά κυρίως κάποια από τις πολιτικές ηγεσίες που για περισσότερα από 20 χρόνια έρχονται και παρέρχονται στο Υπουργείο Γεωργίας, πώς θα αναπληρωθεί το κενό που δημιουργήθηκε στην ενημέρωση των αγροτών και στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας στο χωράφι.
Στην πορεία επιχειρήθηκαν κάποιες «εμβαλωματικές» παρεμβάσεις όπως η δημιουργία των Κέντρων Αγροτικής Ανάπτυξης, τα οποία έμειναν σχεδόν ανενεργά, ή η συγχώνευση διάφορων φορέων στον ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, προκειμένου μεταξύ άλλων να καλυφθεί και η εκπαίδευση των αγροτών πλην όμως δεν κάλυπτε το κενό της συνεχούς γεωργικής ενημέρωσης και των εφαρμογών, τέλος το ευρωπαϊκό πρόγραμμα δημιουργίας συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τους αγρότες αφορά την τήρηση των όρων και περιορισμών εφαρμογής των προγραμμάτων και όχι την εφαρμογή τεχνογνωσίας στη γεωργία. Είναι λυπηρό σήμερα, με τον πλούτο της πληροφόρησης που υπάρχει, ο αγρότης να μη μπορεί να βρει ένα υπεύθυνο φορέα για να ενημερωθεί σχετικά και να βοηθηθεί, ώστε να πάρει μία σωστή απόφαση ή να πάρει τις κατάλληλες οδηγίες στο πώς να εφαρμόσει τη γνώση στο χωράφι του. Ιδιαίτερα το κενό αυτό εντοπίζεται στην κατεύθυνση της ποιοτικής γεωργίας όπως είναι, η βιολογική γεωργία, η ολοκληρωμένη διαχείριση παραγωγής, η εφαρμογή συστημάτων ποιότητας, η αειφορική γεωργία αλλά και στις νέες καλλιέργειες.
Το κενό οφείλει να το καλύψει το κράτος. Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης θα πρέπει να πρωτοστατήσει με την οργάνωση συγκεκριμένης διοικητικής δομής που να έχει όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά της τεχνικής καθοδήγησης του αγροτικού πληθυσμού και υποστήριξης στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας στη γεωργική εκμετάλλευση. Είναι λάθος, οι διάφοροι πολιτικοί και κυρίως πολιτικολογούντες καθώς και οι διάφοροι φορείς να «κρύβονται» πίσω από τον γενικόλογο και απροσδιόριστο αφορισμό «του σπάταλου και αντιπαραγωγικού κράτους» και να αναθεματίζουν έτσι επιπόλαια την παρουσία του κράτους στη γεωργική ανάπτυξη που είναι απαραίτητη όσο ποτέ άλλοτε.
Το θέμα είναι εξόχως αναπτυξιακό και θα πρέπει επιτέλους η γεωργία μας να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες της ντόπιας και παγκόσμιας αγοράς. Είναι εκ των ων ουκ άνευ να στραφεί δυναμικά πλέον η γεωργία μας προς την κατεύθυνση της σύγχρονης και κυρίως της ποιοτικής γεωργίας και της συλλογικής δράσης. Είναι η περίπτωση που θα απαιτηθεί συνεργασία του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα. Η παρουσία του κράτους είναι αναγκαία για να παροτρύνει τους αγρότες και τους φορείς τους στο συγκεκριμένο θέμα της ενημέρωσης και εφαρμογής της σχετικής τεχνογνωσίας όσο και για να στηρίξει τον ιδιωτικό τομέα προς την ίδια κατεύθυνση. Αλλά και ο ιδιωτικός τομέας είναι απαραίτητος για την εφαρμογή και συνεχή υποστήριξη της τεχνογνωσίας στον αγροτικό τομέα.