Γράφει ο Φάνης Γέμτος*
Είναι γνωστό ότι τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί τομείς της οικονομίας έχουν επωφεληθεί από τις εφαρμογές των ηλεκτρονικών, της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών. Στο γεωργικό τομέα οι εφαρμογές καθυστέρησαν σχετικά. Κυρίως διότι το γεωργικό περιβάλλον ήταν ακατάλληλο για τη λειτουργία των ηλεκτρονικών. Το περιβάλλον λειτουργίας του γεωργικού εξοπλισμού χαρακτηρίζεται από ακραίες θερμοκρασίες, από κραδασμούς, σκόνη, λάδια και πετρέλαιο δηλαδή ένα περιβάλλον όπου πριν λίγα χρόνια τα ηλεκτρονικά δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν. Με τη βελτίωση των χαρακτηριστικών των εξαρτημάτων ώστε να μπορούν να λειτουργούν στο γεωργικό περιβάλλον χωρίς προβλήματα αρχίζει και για την γεωργία η περίοδος της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών που τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει δημιουργήσει σημαντικές νέες τεχνολογικές εφαρμογές. Ένα σημαντικό μέρος αυτών αναπτύσσεται κάτω από το όνομα της γεωργίας ακριβείας.
Η γεωργία ακριβείας ξεκίνησε ουσιαστικά στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι ιδέες της ανάπτυξης συστημάτων που θα μπορούσαν να εφαρμόσουν τις εισροές και τις καλλιεργητικές φροντίδες σύμφωνα με τις ανάγκες των φυτών στα διάφορα σημεία του χωραφιού προϋπήρχε. Ήταν όμως αδύνατη η εφαρμογή τους χωρίς τις νέες τεχνολογίες. Οι συνθήκες για την ανάπτυξή της εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κυρίως με την ελεύθερη χρήση των συστημάτων προσδιορισμού της θέσης πάνω στη γη το γνωστό GPS.
Τι είναι η γεωργία ακριβείας; Έχουν δοθεί αρκετοί ορισμοί που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχήν είναι ένα σύστημα διαχείρισης των αγρών και των αγροκτημάτων. Η διαχείριση αυτή γίνεται με βάση τα χαρακτηριστικά του εδάφους και των φυτών σε κάθε σημείο του χωραφιού και επιτρέπει τη διαφοροποίηση των εισροών και των καλλιεργητικών φροντίδων σε διαφορετικά σημεία του αγρού και σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες της καλλιέργειας. Για να καταλάβουμε καλύτερα τι είναι το σημαντικό που κάνει η γεωργία ακριβείας ας δούμε τι κάνουν σήμερα οι αγρότες με τη συμβατική γεωργία. Σε ένα χωράφι θεωρούμε ότι οι ιδιότητες του εδάφους είναι ίδιες σε όλο το πλάτος και το μήκος του και ότι ανάγκες των φυτών και η παραγωγή είναι παντού ομοιόμορφα. Ο παραγωγός μπαίνει στο χωράφι του, παίρνει μια σειρά από δείγματα εδάφους από μια διαγώνιο του χωραφιού τα αναμειγνύει και τα αναλύει. Θεωρεί ότι τα αποτελέσματα της ανάλυσης αντιπροσωπεύουν όλο το χωράφι. Επομένως κανονίζει τα λιπάσματα που θα εφαρμόσει με βάση αυτή την ανάλυση. Θεωρεί ότι η παραγωγή είναι παντού η ίδια και αν ακολουθήσει τη λογική να αντικαταστήσει τα θρεπτικά στοιχεία που απομακρύνονται από το έδαφος με την παραγωγή θα προσθέσει παντού το ίδιο λίπασμα. Θεωρώντας ότι παντού το έδαφος είναι ίδιο θα κάνει παντού την ίδια κατεργασία, θα σπείρει παντού την ίδια ποσότητα σπόρου, θα προσθέσει την ίδια ποσότητα νερού (ακόμα και στις γούρνες του χωραφιού), θα συγκομίσει όλο το χωράφι την ίδια μέρα και θα βάλει όλη την παραγωγή μαζί. Βέβαια αν πάμε ένα αιώνα πίσω όταν ο γεωργός έκανε όλες τις εργασίες με τα χέρια πολλές φορές διαφοροποιούσε της καλλιεργητικές φροντίδες ρίχνοντας αλλού περισσότερο σπόρο ή λίπασμα γιατί γνώριζε το χωράφι του καλά και με τα χέρια μπορούσε να κάνει με επιτυχία των διαφοροποίηση. Με την εκμηχάνιση της γεωργίας αυτή η άμεση επαφή χάθηκε καθώς αυξήθηκε το μέγεθος των αγροκτημάτων και η λογική του μέσου όρου που περιγράφηκε πιο πάνω έγινε ο κανόνας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 δημιουργήθηκαν οι πρώτοι αισθητήρες που μετρούσαν τη ροή του σπόρου σε μια θεριζοαλωνιστική δηλαδή την ποσότητα που σπόρου που εισέρεε στη μηχανή στη μονάδα του χρόνου. Η ροή αυτή συνδυάστηκε με την εκτίμηση της μονάδας επιφάνειας που συγκομίζεται στη μονάδα του χρόνου για να εκτιμηθεί η παραγωγή σε κάθε σημείο του αγρού. Δηλαδή αν διαιρέσουμε τη ποσότητα σπόρου (ή όποιου άλλου προϊόντος) ανά μονάδα χρόνου με την επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου που αντιστοιχεί τότε έχουμε την παραγωγή στο κάθε σημείο του αγρού. Πώς εκτιμούμε την επιφάνεια; Χρειαζόμαστε να μετρήσουμε το πλάτος εργασίας της μηχανής (το πλάτος της σισηρού που συγκομίζει) και να το πολλαπλασιάσουμε επί την ταχύτητα της μηχανής. Τα δύο μεγέθη μπορούν να μετρηθούν με αισθητήρες πάνω στη μηχανή. Ένα GPS μας δίνει τις συντεταγμένες της κάθε μέτρησης. Και όλα μαζί την παραγωγή σε κάθε σημείο του χωραφιού. Όταν κάναμε τους πρώτους χάρτες παραγωγής διαπιστώσαμε ότι όλες οι υποθέσεις της λογικής της διαχείρισης με βάση το μέσο όρο είναι λανθασμένες. Στην Εικόνα 1 φαίνεται ο χάρτης παραγωγής ενός χωραφιού 40 στρεμμάτων με βαμβάκι στην Καρδίτσα.
Το χωράφι αυτό είχε μέση παραγωγή γύρω στα 300 κιλά σύσπορου βαμβακιού το στρέμμα. Στη πραγματικότητα υπήρχαν μέρη του χωραφιού που παρήγαγαν 200 κιλά στο στρέμμα, άλλα με 250, 300, 350, 400 και 450 κιλά το στρέμμα. Είναι προφανές ότι αν λιπάνουμε με 15 κιλά αζώτου το στρέμμα θα είμαστε σωστοί μόνο στα πράσινα μέρη που παράγουν 300 κιλά το στρέμμα. Στα γαλάζια σημεία το λίπασμα δεν θα φτάνει ενώ στα κίτρινα θα περισσεύει. Το αποτέλεσμα θα είναι ότι στα γαλάζια μέρη του χάρτη δεν θα πιάνουμε τη μέγιστη απόδοση ή θα μειώνουμε το απόθεμα του εδάφους σε θρεπτικά στοιχεία που θα μειώσει τη παραγωγή μακροχρόνια, ενώ στα κίτρινα το λίπασμα θα περισσεύει με αύξηση του κόστους παραγωγής και αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (νιτρορύπανση).
* Ο Φάνης Γέμτος είναι γεωπόνος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας