Του Κώστα Γιατρόπουλου, γεωπόνου
Σε μία γεωργία συνεχώς εξελισσόμενη, ο αγρότης, είναι αυτονόητο να έχει τους προβληματισμούς του και να τον βασανίζει το ερώτημα τι να κάνει, για να βελτιώσει τη θέση του. Οι περισσότεροι αγρότες, κυρίως μεταξύ των νέων, αναζητούν μία θέση μέσα σε αυτή την εξέλιξη, θέλουν να συμμετέχουν, θέλουν να είναι παρόντες και το θέλουν για δύο λόγους. Πρώτον γιατί κάθε τι καινούργιο προκαλεί το ανθρώπινο ενδιαφέρον, ιδιαίτερα του νέου αγρότη και δεύτερον διότι από το καινούργιο προσδοκά βελτίωση της οικονομικής του θέσης (μεγαλύτερο εισόδημα). Προσδοκά ότι η νέα τεχνολογία θα διευκολύνει περισσότερο και θα κάνει αποδοτικότερη την εργασία του, οι νέες τεχνικές καλλιέργειας και οι νέες καλλιέργειες θα παράγουν νέα προϊόντα που θα του αποφέρουν καλύτερα εισοδήματα.
Το «νέο» στη γεωργία μπορεί να είναι, νέα-καινοφανής καλλιέργεια όπως, γκότζι μπέρι, ροδιά, αρόνια, γκράνμπερι, μύρτιλο κ.λπ., νέα τεχνική καλλιέργειας όπως, πυκνή φύτευση ελιάς, μηλιάς, αχλαδιάς κ.λπ., μικρό σχήμα όπως κερασιά. Μπορεί να είναι σύστημα κάλυψης-αντιχαλαζιακής προστασίας σε οπωροφόρα δένδρα ή αμπέλια επιτραπέζια. Σε περιοχές όπου, κατά παράδοση καλλιεργούνται σιτηρά και βαμβάκι μπορούν να μπουν νέες καλλιέργειες όπως, κρεμμύδια, πατάτες, σπανάκι, πράσα, καλαμπόκι ποπκόρν, καλαμπόκι γλυκό, σιτάρι ζέα κ.λπ. Μπορεί να είναι νέα μέθοδος καλλιέργειας όπως, βιολογική καλλιέργεια, ολοκληρωμένη παραγωγή, αλλά και μία πρώτη συσκευασία ή μεταποίηση όπως, λαχανικά σε σακουλάκι, φρούτα σε τελαράκια, σάλτσα χωρικής συσκευασίας, κρασί, τσίπουρο, μούστος, διάφορα γλυκά, αρτοσκευάσματα από παραδοσιακά σιτηρά κ.λπ.
Και βέβαια, όλες αυτές οι διεργασίες δεν έχουν σχέση με τον ερασιτεχνισμό των συνταξιούχων στον κήπο τους ούτε με όσους βαρέθηκαν την πόλη και γυρίζουν στο χωριό για να ζήσουν κοντά στη φύση. Αφορούν στους επαγγελματίες αγρότες και στην επιχειρηματική γεωργία που παράγει για την αγορά.
Εξ αρχής, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, το να παράγει κάποιος οποιοδήποτε προϊόν και με οποιοδήποτε τρόπο, δεν εξασφαλίζει αυτόματα και την πώλησή του και την είσπραξη χρημάτων. Με το που θα παραχθεί από το χωράφι το νέο προϊόν, δεν θα τρέξουν αυτομάτως όλοι οι καταναλωτές ή όλοι οι έμποροι στην αποθήκη του παραγωγού για να το αγοράσουν. Όλα τα παραγόμενα προϊόντα είτε παλαιά είτε νέα ακολουθούν τους κανόνες της αγοράς. Όλα τα προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά, υποχρεωτικά θα περάσουν από τρία βασικά στάδια. Πρώτο στάδιο είναι της παραγωγής, δεύτερο της διακίνησης – εμπορίας και τρίτο της κάλυψης αναγκών του καταναλωτή. Επομένως, ο αγρότης, που ακούει για οτιδήποτε νέο και ελπιδοφόρο, αφού πάρει όλες τις πληροφορίες, θα καθίσει και θα σκεφθεί τα τρία βασικά στάδια που θα ακολουθήσει το νέο προϊόν.
Το στάδιο της παραγωγής είναι το πιο κοντινό, το πιο γνωστό, το πιο οικείο στον αγρότη. Το πρώτο που πρέπει να κάνει ο αγρότης και συνήθως το κάνει είναι να πάρει πληροφορίες, ως προς την προσαρμοστικότητα της νέας καλλιέργειας στο χωράφι του (πχ εάν πρόκειται για ελιές ή άλλο αειθαλές είδος, θα πρέπει να δει μήπως οι θερμοκρασίες στον τόπο του πέφτουν κάτω από -6 ή -7 βαθμούς), ως προς τις τυχόν νέες τεχνικές καλλιέργειας ή τα νέα μηχανήματα που ενδεχομένως θα χρειασθούν, εφόσον πρόκειται για νέα καλλιέργεια. Εκεί που συνήθως δημιουργείται πρόβλημα τα πρώτα χρόνια, είναι η έλλειψη επαρκούς εμπειρίας στην εφαρμογή των νέων τεχνικών που απαιτούνται. Για παράδειγμα εάν στραφεί στη βιολογική γεωργία, όπου τα χημικά ανόργανα λιπάσματα δεν επιτρέπονται, θα πρέπει να κατανοήσει καλά πώς θα διατηρήσει τη γονιμότητα του χωραφιού του με διάφορους τρόπους καλλιέργειας, τη χλωρή λίπανση, την ενσωμάτωση των υπολειμμάτων ή την αμειψισπορά και πώς θα την ενισχύσει ενδεχομένως με οργανικά λιπάσματα που και αυτά έχουν ένα κόστος.
Το στάδιο της διακίνησης – εμπορίας και πιθανής συσκευασίας – πρώτης μεταποίησης είναι κρίσιμο γιατί, το προϊόν μετά από το χωράφι, φεύγει από τα χέρια και τον έλεγχό του παραγωγού, αποκτάει μία άλλη αξία και η τιμή του διπλασιάζεται, τριπλασιάζεται ή και πολλαπλασιάζεται. Είναι γνωστό ότι, την προστιθέμενη αξία που αποκτά το προϊόν κατά την εμπορία-διακίνηση, μπορεί να την καρπωθεί είτε ο έμπορος χονδρικής-λιανικής, είτε ο παραγωγός εάν ο ίδιος μπορεί να πουλήσει το προϊόν του στον καταναλωτή είτε η ομάδα παραγωγών ή ο συνεταιρισμός που θα δημιουργήσει δίκτυο πωλήσεων. Θα πρέπει επίσης να σκεφθεί ο παραγωγός εάν το προϊόν θα πάει στο εμπόριο αμέσως μετά τη συγκομιδή ή αργότερα, οπότε θα υπάρξει ανάγκη αποθήκευσης ή ψυκτικού χώρου. Επομένως, ο αγρότης θα πρέπει να σκεφθεί με ποιο τρόπο το προϊόν του θα πωληθεί και θα φτάσει στην αγορά είτε παλαιο-παραδοσιακό είναι αυτό είτε νέο-καινοφανές και εάν μπορεί ο ίδιος να πάρει μέρος, να ωφεληθεί από το εμπορικό κέρδος.
Το τρίτο στάδιο, δηλαδή η κάλυψη των αναγκών του καταναλωτή, είναι η σύνδεση της παραγωγής με την αγορά. Το προϊόν που παράγεται θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς και των καταναλωτών, διαφορετικά θα παραχθεί και θα μείνει στα «αζήτητα». Πριν από μερικά χρόνια εισήχθησαν στη χώρα μας δύο νέες καλλιέργειες, το σπαράγγι και το ακτινίδιο. Πολύ γρήγορα διαπιστώθηκε ότι οι έλληνες καταναλωτές δεν ενθουσιάστηκαν από τα νέα προϊόντα και η ελληνική αγορά μπορούσε να απορροφήσει μικρές σχετικά ποσότητες. Τελικά, όσοι αγρότες και οι ομάδες τους προσανατολίσθηκαν προς τις εξαγωγές και μάλιστα σε απαιτητικές αγορές, στάθηκαν στην καλλιέργεια και εξακολουθούν να παράγουν αυτά τα δύο προϊόντα. Επομένως, για το νέο προϊόν έχει πολύ μεγάλη σημασία, να ξέρει ο αγρότης ποιοι είναι οι καταναλωτές που το θέλουν, να ξέρει για πού προορίζεται και ποιες ανάγκες ικανοποιεί.
Στο ερώτημα λοιπόν, τι να καλλιεργήσω, δεν υπάρχει μαγική απάντηση, δεν υπάρχει μονολεκτική απάντηση. Η απάντηση θα δοθεί ύστερα από μελέτη και έρευνα της πορείας που θα ακολουθήσει το παραγόμενο προϊόν, από το χωράφι μέχρι τον καταναλωτή και βέβαια από την αναζήτηση συλλογικών μορφών οργάνωσης. Θα πρέπει να δοθούν απαντήσεις στα τρία βασικά στάδια από τα οποία θα περάσει το προϊόν. Δηλαδή, πώς θα παράγεται αυτό το προϊόν, με ποιες τεχνικές, με ποια μέσα παραγωγής, με ποιο κόστος παραγωγής, αν θα πουληθεί αμέσως ή θα χρειασθεί αποθήκευση-συντήρηση, αν θα το δώσει στο εμπόριο ή μήπως μπορεί μόνος του να το εμπορευθεί, ενδεχομένως μέσα από μία ομάδα παραγωγών, ώστε να κερδίσει μέρος από το εμπορικό κέρδος, σε ποιον καταναλωτή απευθύνεται το προϊόν του, και αν το προϊόν του θα ικανοποιήσει τις ανάγκες του καταναλωτή. Όταν δοθούν απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα θα δοθεί και η απάντηση στο αρχικό ερώτημα τι να καλλιεργήσω.