* Του Κώστα Γιατρόπουλου, γεωπόνου
Η γεωργία, είναι ένας ζωντανός πολύπλευρος τομέας, που συνεχώς εξελίσσεται. Εμφανίζονται και εφαρμόζονται νέες τεχνολογίες, νέες τεχνικές καλλιέργειας, νέες καλλιέργειες, νέες μέθοδοι διαχείρισης των προϊόντων κ.λπ. Την εξελικτική πορεία της γεωργίας, πολλοί αγρότες προσπαθούν να την παρακολουθήσουν. Οι νέοι κυρίως αγρότες, συχνά, βάζουν ζητήματα όπως, τι να καλλιεργήσω, να βάλω ή όχι ελιές στον κάμπο, να καλλιεργήσω ροδιές και λαχανικά και με ποιες προϋποθέσεις ή να καλλιεργήσω γκοτζι μπέρι ή σιτάρι «ζέα», με ποιο τρόπο θα φθάνουν τα προϊόντα στην αγορά, πώς παράγονται τα ποιοτικά προϊόντα, τα προϊόντα μας πρέπει να έχουν όνομα, τι είναι το brand name και πώς αποκτιέται και πολλά άλλα παρόμοια. Για όλα αυτά, θέλουν να μάθουν, θέλουν μία υπεύθυνη πληροφόρηση. Βρίσκονται, έτσι, ανάμεσα σε μία τεράστια πληροφόρηση που προέρχεται από διάφορες πηγές και πλευρές, σε ένα περιβάλλον έντονα ανταγωνιστικό και σε μία επιθετική αγορά όπου, μόνοι τους και συνήθως σε συνεργασία με ιδιώτες ελεύθερους επαγγελματίες επιστήμονες, προσπαθούν να βρουν την άκρη. Η παρουσία του κράτους, σε όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα είναι ανύπαρκτη.
Εδώ ακριβώς, το κράτος, έχει την υποχρέωση να παίξει τον ρόλο του, να γίνει αρωγός του αγρότη και να στηρίξει την ανάπτυξη της γεωργίας. Προκειμένου να γίνει πιο κατανοητός ο ρόλος που πρέπει να παίξει το κράτος στην ανάπτυξη της γεωργίας, θα χωρίσω τη σύγχρονη γεωργία της χώρας μας σε δύο περιόδους. Η πρώτη περίοδος από τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, που ήταν η 35ετία της ανασυγκρότησης, της αυτάρκειας, του εκσυγχρονισμού, αλλά και του προστατευτισμού και η δεύτερη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 μέχρι σήμερα, η 25ετία των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των ποιοτικών και υγιεινών προϊόντων, των προϊόντων με όνομα, της προστασίας του περιβάλλοντος, της αγοράς, αλλά και των ανοιχτών συνόρων.
Κατά την πρώτη περίοδο, από τη δεκαετία του ’50 ακόμη, το κράτος αποφάσισε να στηρίξει τη γεωργία ώστε, αυτή να αποτελέσει το βασικό πυλώνα της ανάπτυξης της οικονομίας, μέσα από ένα πολύ καλά οργανωμένο Υπουργείο Γεωργίας και με ένα πλουσιότατο δίκτυο γεωργικών υπηρεσιών στην ύπαιθρο (σε κάθε επαρχία της χώρας δημιούργησε γεωργική υπηρεσία). Οι αγροτικές πολιτικές του κράτους έφθαναν, μέσω του δικτύου των γεωργικών υπηρεσιών, μέχρι τον Έλληνα αγρότη και αντίστροφα τα προβλήματα και οι απαιτήσεις της υπαίθρου μεταφέρονταν στο κέντρο. Οι νέες τεχνολογίες, νέες καλλιέργειες, νέες τεχνικές εξειδικεύονταν σε βραχύβιες ενημερώσεις - εκπαιδεύσεις, διαδίδονταν στους αγρότες και υποστηρίζονταν από το δίκτυο των γεωργικών υπηρεσιών. Έτσι, η χώρα πέτυχε τον στόχο και μάλιστα πολύ γρήγορα. Η γεωργία εκμηχανίσθηκε, εκσυγχρονίσθηκε η άρδευση, εισήλθαν νέες αποδοτικές ποικιλίες και νέα είδη καλλιεργειών, γενικεύθηκε η χρήση των λιπασμάτων και των φαρμάκων. Μέσα σε δύο δεκαετίες, μέχρι το τέλος περίπου του ’70, η γεωργία μας δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τις αντίστοιχες της Δ. Ευρώπης και της Β. Αμερικής. Οι στρεμματικές αποδόσεις διπλασιάσθηκαν και τριπλασιάσθηκαν, σε πολλά προϊόντα εξασφαλίσθηκε η αυτάρκεια, αναπτύχθηκαν δενδροκομικές και κηπευτικές καλλιέργειες, τα ζαχαρότευτλα. Πέραν του καπνού και του λαδιού και αρκετά άλλα προϊόντα όπως, βαμβάκι, σιτάρι, φρούτα κ.λπ. είχαν ικανοποιητικό εξαγωγικό χαρακτήρα. Αυτή η πρόοδος και η ποσοτική ευφορία κράτησε μέχρι περίπου το τέλος της δεκαετίας του ’80.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, τα πράγματα για τη γεωργία αλλάζουν και πλέον δεν ενδιαφέρει μόνο η ποσοτική παραγωγή, αλλά αρχίζει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για ποιοτικά προϊόντα, για υγιεινά προϊόντα, αλλά και για διάφορα ζητήματα περιβάλλοντος κατά την άσκηση της γεωργίας. Μπροστά σε αυτές τις νέες απαιτήσεις της κοινωνίας και της αγοράς, η γεωργία μας δεν μπορεί να προσαρμοσθεί, τα προϊόντα μας εκτοπίζονται από τις αγορές, δεν πωλούνται ούτε στις φθηνές αγορές λόγω κόστους, ούτε στις ακριβές λόγω μη ανταπόκρισης στις απαιτήσεις. Την ίδια ακριβώς περίοδο, το κράτος δίδει βαρύτητα στη διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων που εισρέουν για τις επιδοτήσεις και αφήνει σε δεύτερη μοίρα τις καθαυτό εξελίξεις στη γεωργία. Με το πρόσχημα της αλλαγής στη διοικητική δομή του κράτους (Καποδίστριας - β’ βαθμός αυτοδιοίκησης), συρρικνώνεται το δίκτυο των γεωργικών υπηρεσιών στην περιφέρεια και τελικά καταργείται τόσο με την αλλαγή του ρόλου τους όσο και με την παύση της στελέχωσής τους. Την ίδια τύχη έχουν και τα τεχνικά τμήματα της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου. Παράλληλα συρρικνώνεται όλο και περισσότερο η γεωργική έρευνα. Ζητήματα όπως, η προσαρμογή της γεωργίας στα νέα δεδομένα της ποιότητας και της υγιεινής των αγροτικών προϊόντων, της τήρησης περιβαλλοντικών όρων παραγωγής και διαχείρισης, της προσέγγισης της αγοράς, της εμφάνισης νέων καλλιεργειών κ.λπ., αφέθηκαν να τα αντιμετωπίζουν οι αγρότες είτε μόνοι τους είτε με τη βοήθεια των ιδιωτών – επιστημόνων. Σε αυτό το νέο τοπίο για τη γεωργία μας, η μόνη συμμετοχή του κράτους ήταν η έκδοση των σχετικών κανονισμών και οδηγιών της ευρωπαϊκής επιτροπής και οι έλεγχοι εφαρμογής τους. Έπαυσε πλέον να υπάρχει «η κατεύθυνση», «ο μπούσουλας» για τη γεωργία, ο καθένας δραστηριοποιείται όπως αντιλαμβάνεται και ενεργεί κατά το δοκούν.
Συγκρίνοντας τις δύο περιόδους, δηλαδή, μέσα του ‘50 – τέλη δεκαετίας ’80 και αρχές δεκαετίας ’90 μέχρι σήμερα, θα παρατηρήσουμε ότι: α) Κατά την πρώτη περίοδο, η γεωργία εκσυγχρονίσθηκε σε τεχνολογία και σε τεχνικές καλλιέργειας, εισήχθησαν νέα είδη και ποικιλίες καλλιεργειών, οι αποδόσεις πολλαπλασιάσθηκαν και εν τέλει καλύφθηκαν οι ανάγκες αυτάρκειας σε πολλά προϊόντα φυτικής παραγωγής και αυξήθηκαν σε ικανοποιητικό βαθμό οι εξαγωγές, ανταποκρίθηκε, δηλαδή, η γεωργία στους στόχους του κράτους. β) Κατά τη δεύτερη περίοδο που, οι απαιτήσεις από τη γεωργία δεν είναι μόνο η ποσοτική παραγωγή, αλλά κυρίως η παραγωγή ποιοτικών και υγιεινών προϊόντων, καθώς και η προστασία του περιβάλλοντος και η προσέγγιση της αγοράς, δεν κατάφερε η γεωργία μας να προσαρμοσθεί, παρά τις επισημάνσεις από πολλές πλευρές και παρά την ύπαρξη πολλών, ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Τα περισσότερα προϊόντα μας, μέχρι σήμερα, δεν καταφέρνουν να πάρουν θέση στην αγορά.
Μεταξύ των δύο περιόδων, υπάρχει μία ουσιώδης και καθοριστική, κατά τη γνώμη μου, διαφορά. Είναι ο ρόλος του κράτους. Στην πρώτη περίοδο την όλη προσπάθεια τη στήριξε το ίδιο το κράτος με τις καλά οργανωμένες γεωργικές υπηρεσίες στην ύπαιθρο, τα άρτια τεχνικά τμήματα της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου και τη στελεχωμένη γεωργική έρευνα. Αντίθετα, στη δεύτερη περίοδο το κράτος έστρεψε τις γεωργικές υπηρεσίες της υπαίθρου στη διαχείριση των επιδοτήσεων, απονεύρωσε τα τεχνικά τμήματα της κεντρικής υπηρεσίας, δημιούργησε νέες υπηρεσίες επιδοτήσεων και τελικά αποκόπηκε κάθε επαφή των γεωργικών υπηρεσιών με τις εξελίξεις στη γεωργία. Το κράτος, ενώ θα έπρεπε να είναι ο πιλότος των εξελίξεων, να χαράσσει πολιτικές και να καθοδηγεί όπως έκανε κατά την πρώτη περίοδο, επέλεξε να έχει το ρόλο του παρατηρητή. Όλες οι δραστηριότητες στη γεωργία, πλην βεβαίως των επιδοτήσεων, είναι αποτέλεσμα των πρωτοβουλιών που λαμβάνονται από τον ελεύθερο - ιδιωτικό τομέα.
Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι, τόσο ο ιδιωτικός τομέας όσο και η γεωπονική επιστημονική κοινότητα είναι πολύ υψηλού επιπέδου και σε συνεργασία με τους νέους αγρότες δίνουν σπουδαία παραδείγματα καινοτομικών δραστηριοτήτων και παρέχουν μία πολύ καλή στήριξη στη γεωργία. Για τον λόγο αυτό υπάρχει ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον της γεωργίας. Η εκτίμησή μου είναι ότι, αυτές οι καινοτόμες και σύγχρονες αναπτυξιακές προσπάθειες που βλέπουμε, θα παραμείνουν λίγες για να αποτελούν την εξαίρεση στον κανόνα της γενικής καθυστέρησης στη γεωργία. Αντίθετα, αυτές οι καινοτόμες και σύγχρονες αναπτυξιακές προσπάθειες, θα είχαν μία πολλαπλασιαστική επίδραση στην πλειονότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, εάν στην προσπάθεια αυτή συμμετείχε και συνέβαλε και το κράτος με τις ειδικές γεωργικές υπηρεσίες, όπως έγινε την πρώτη περίοδο 1950-1980. Επομένως, κατά τη δική μου γνώμη, έχουμε ένα ακόμη σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα στη γεωργία μας και για να λυθεί θα πρέπει να επανασυσταθούν οι ανάλογες υποστηρικτικές γεωργικές υπηρεσίες και να ενισχυθεί η γεωργική έρευνα.