Σκληρός ο καθημερινός αγώνας που δίνει ο Νίκος Καπουρνιώτης για να διατηρήσει το βιός του πάνω στα βουνά της Άνω Κερασιάς. Χειμώνα-καλοκαίρι εκτρέφει γύρω στα 300 αιγοπρόβατα, συνεχίζοντας το επάγγελμα που κληρονομείται στην οικογένειά του από γενιά σε γενιά. Η δουλειά του είναι δύσκολη, κουραστική, αλλά και μοναχική, επιβεβαιώνοντας έτσι στην πράξη ότι το επάγγελμα που έλαχε να ακολουθήσει είναι πραγματικά για λίγους…
Ελάχιστοι οι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι απέμειναν πια στην Άνω Κερασιά. «Πριν από χρόνια ήμασταν κοντά στους 30 βοσκούς και τώρα απομείναμε τρεις-τέσσερις. Ο μεγαλύτερος κοντεύει τα 80 χρόνια, αλλά ακόμη κρατάει το κοπάδι», θα πει ο κ. Καπουρνιώτης, για να μιλήσει στη συνέχεια για το πώς προέκυψε η ενασχόληση της οικογένειάς του με την κτηνοτροφία: «Ο προπάππους μου είχε έρθει από την Χίο επί τουρκοκρατίας και βρέθηκε σε ένα μοναστήρι στη Ζαγορά. Εγώ δεν τον γνώρισα. Άκουσα την ιστορία του από τον πατέρα μου. Οι καλόγεροι που έμεναν τότε εκεί είχαν γίδια. «Βακούφικα» τα λέμε και εγώ είμαι ο τελευταίος που κρατάει αυτή τη ράτσα. Τους χειμερινούς μήνες κατέβαζαν τα κοπάδια από τη Ζαγορά και έφταναν μέχρι τα λιβάδια που υπάρχουν στις Γλαφυρές, την Κάπουρνα όπως έλεγαν τότε το χωριό. Έτσι πήραμε το παρατσούκλι Καπουρνιώτης και τελικά άλλαξε το επίθετό μας από Χιώτης. Ύστερα ο παππούς μου παντρεύτηκε εδώ στην Κερασιά, όπου και παραμένει η οικογένειά μου μέχρι και σήμερα. Το χωριό της Άνω Κερασιάς πάντα είχε βάση την κτηνοτροφία. Στην Κάτω Κερασιά είχαμε τα χειμαδιά. Εκεί κατέβαιναν τον Δεκέμβριο. Παλιότερα το μέρος λεγόταν Καλύβια. Μέχρι που κάηκε από τους Γερμανούς στο πρώτο αντάρτικο και ερήμωσε».
Ο Πηλιορείτης αιγοτρόφος γυρίζοντας πίσω το χρόνο, αναφέρθηκε για το πότε βρέθηκε για πρώτη φορά στο πλευρό του πατέρα του: «Από τότε που γεννήθηκα θυμάμαι τον εαυτό μου να κάνει αυτή τη δουλειά. Όπως ακριβώς στο λέω. Ήμουν οκτώ χρόνων παιδί και βοηθούσα τον πατέρα μου. Καθόμασταν μέχρι τις δυο τα χαράματα για να αρμέξουμε. Καιρό δεν κοιτούσες. Με χιόνι και με κρύο ήσουν έξω για να τελειώσεις».
Τα λόγια του κ. Νίκου Καπουρνιώτη φανερώνουν τα δύσκολα παιδικά χρόνια που πέρασε δουλεύοντας σκληρά, με τον ίδιο να σημειώνει: «Είχαμε νοικιάσει στην Άνω Κερασιά ένα σπίτι, το οποίο τώρα δεν υπάρχει. Μία από τις πιο έντονες αναμνήσεις που έχω μέχρι σήμερα είναι το πώς παρασκευάζαμε βούτυρο, χτυπώντας το γάλα μέσα σε έναν ξύλινο κάδο. Εμένα το βούτυρο δεν μ’ άρεσε. Αντίθετα προτιμούσα το ξινόγαλα και το ξινοτύρι. Έπρεπε να ρίχνουμε κρύο νερό συνέχεια. Με το χτύπημα έβγαινε το βούτυρο στην επιφάνεια και το μαζεύαμε μέσα σ’ ένα βαρέλι. Υπήρχε μία βρύση με κρύο νερό. Πήγαινα με το άλογο και το κουβαλούσα. Δρόμος δεν υπήρχε. Μέσα από μονοπάτια και ήταν μόνο για ζώα. Δεν υπήρχε καν δρόμος ανάμεσα στην Άνω και Κάτω Κερασιά, μέχρι που πήγα φαντάρος».
Όσο για τα συναισθήματά του έπειτα από τόσα χρόνια στη βιοπάλη; Η απάντησή του υπήρξε αφοπλιστική, λέγοντας με περίσσια ειλικρίνεια: «Αγαπώ και μισώ τη δουλειά μου. Ακούγεται μυστήριο αυτό, αλλά έτσι είναι. Έχασα πολλά χρόνια από τη ζωή μου. Ελάχιστα πράγματα κατάλαβα. Ούτε γιορτές, ούτε τίποτα. Είσαι δεμένος με τα ζώα. Δεν υπήρξε μία ημέρα να είμαι ελεύθερος, να νιώσω ξένοιαστος. Να μπορέσω έστω μία ημέρα να βγω να διασκεδάσω χωρίς να έχω την έννοια μου στα γίδια. Ούτε και στον ύπνο μου μένω ήσυχος. Θέλω να έρθει η στιγμή που θα χορτάσω ύπνο. Όπως ακριβώς στα λέω. Να ‘ξερες πόση κούραση έχω τραβήξει στη ζωή μου».
Πηγή: e-thessalia