Σε απόγνωση βρίσκονται οι θεσσαλοί αγελαδοτρόφοι (γαλακτοπαραγωγής) και γενικότερα οι παραγωγοί ζωικής παραγωγής από τα ολοένα αυξανόμενα κρούσματα εισαγόμενων ποσοτήτων γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων, με την πολιτεία να περιορίζεται σε παθητικό ρόλο, ενώ οι ελεγκτικοί της μηχανισμοί δηλώνουν αδυναμία παρέμβασης. Και επειδή οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια, να σημειωθεί ότι η εγχώρια παραγωγή γάλακτος το 2016 ανέρχεται στους 450.000 τόνους, ενώ οι καταναλωτικές ανάγκες στην αγορά ανέρχονται σε 1.200.000 τόνους. Οι Λαρισαίοι αγελαδοτρόφοι θεωρούν ότι οι ίδιοι πληρώνουν τον άγριο ανταγωνισμό των σούπερ μάρκετ, τα οποία με τη σειρά τους πιέζουν τις βιομηχανίες και οι ίδιοι ως «ο τελευταίος τροχός της αμάξης» καλούνται να σηκώσουν το βάρος της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας. Από μία πρόχειρη έρευνα που πραγματοποίησαν πρόσφατα στα ράφια των σούπερ μάρκετ τα στελέχη του Συνδέσμου Αγελαδοτρόφων Ελλάδος διαπίστωσαν μία ανεξήγητη ψαλίδα στις τιμές του φρέσκου γάλακτος, η οποία ξεκινάει από τα 90 λεπτά και φτάνει ακόμη και τα 1,60 λεπτά, με πρόσχημα τις διάφορες ονομασίες που δίνουν στις συσκευασίες. Είναι κρίμα να χρησιμοποιούν το γάλα ως κράχτη, αλλά αυτό να το προμηθεύονται σε εξευτελιστικές τιμές. Τις τελευταίες μέρες οι πιέσεις που ασκούν οι βιομηχανίες στους αγελαδοτρόφους είναι κάτω από τα 42 λεπτά, ενώ κάποιοι μένουν ξεκρέμαστοι αφού οι βιομηχανίες, επικαλούμενες πληρότητα α΄ύλης, αρνούνται να παραλάβουν το γάλα και δεν μπαίνουν καν σε φάση διαπραγμάτευσης.
«Να μην αυξηθεί η διάρκεια ζωής του γάλακτος στην αγορά καθώς αυτή διευκολύνει τις εισαγωγές και να στηριχθούν οι Έλληνες αγελαδοτρόφοι αναφορικά με το δυσβάσταχτο κόστος παραγωγής, διότι όσοι περισσότεροι αποχωρούν από την παραγωγή τόσο ανοίγουν την όρεξη στους μεγάλους να επιβάλουν τους δικούς τους κανόνες στην αγορά» ζητά ο πρόεδρος του Συνδέσμου Αγελαδοτρόφων Λάρισας και αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Γαλακτοπαραγωγών Ελλάδας Αποστόλης Μωραΐτης.
Σύμφωνα με τον κ. Μωραΐτη «τα τελευταία χρόνια σαν Ομοσπονδία έχουμε επισημάνει τον κίνδυνο αφανισμού της ελληνικής γαλακτοπαραγωγής από τις συνεχείς εισαγωγές και έχουμε προτείνει συγκεκριμένα μέτρα πάταξης αυτού του φαινομένου. Για παράδειγμα στα σούπερ μάρκετ θα πρέπει να υπάρχει ειδική γωνία για τα ελληνικά προϊόντα, ή επιτέλους να μπει η ετικέτα αναγραφής προέλευσης του γάλακτος. Δυστυχώς η μάχη στην αγορά είναι αδυσώπητη και μου θυμίζει το ρητό «όταν μαλώνουν τα βουβάλια στο βάλτο, την πληρώνουν τα βατράχια. Δηλαδή τα σούπερ μάρκετ στο πλαίσιο του ανταγωνισμού πιέζουν τις γαλακτοβιομηχανίες για ακόμη φθηνότερα προϊόντα κι αυτές με τη σειρά τους, τους παραγωγούς. Το αυστριακό γάλα πωλείται με 75-80 λεπτά, αλλά ο Έλληνας πώς θα τον ανταγωνιστεί, όταν έχει αυξημένο κόστος παραγωγής».
Επίσης ο κ. Μωραΐτης αναφέρεται και στη λανθασμένη απόφαση συγχώνευσης του ΕΛΟΓΑΚ με τον ΕΛΓΟ Δήμητρα: «Όλοι συμφωνούν ότι η συγχώνευση του ΕΛΑΓΑΚ με τον ΕΛΓΟ Δήμητρα ήταν καταστροφική, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο ΕΛΟΓΑΚ δεν επιβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά στηρίζονταν οικονομικά από τις εισφορές των κτηνοτρόφων και των μεταποιητών, έχοντας μάλιστα και πλεόνασμα. Ο ΕΛΟΓΑΚ διέθετε δικά του εργαστήρια και εποπτική υπηρεσία ελέγχου του γάλακτος και του κρέατος που έκαναν πολύ σημαντική δουλειά στο ζήτημα της ασφάλειας και της προέλευσης των προϊόντων, δουλειά που χάθηκε με τη συγχώνευσή του».
Γ. Ρούστας