*ΟΙ τρεις ηλικιωμένοι Λαρισαίοι συζητούν στο πάρκο τα δικά τους.
- Καταραμένα γερατειά... Χτες έρχεται η εγγονούλα μου με το βιβλίο της και με ρωτάει: «Τι σημαίνει αυτό που γράφει εδώ παππού;». Και δεν μπορούσα να τη βοηθήσω γιατί πια δεν βλέπω καλά, ρε σεις... Δεν βλέπω εγώ, που είχα αετίσιο μάτι. Στο κυνήγι πάντα ο καλύτερος, δεν έχανα φυσίγγι...
- Εγώ να δείτε εγώ τι έπαθα... Πάω να ανέβω τα σκαλιά στο ΙΚΑ γιατί είχε χαλάσει το ασανσέρ και στον πρώτο όροφο λαχάνιασα, τα πόδια μου δεν με βαστούσαν. Ποιον, εμένα που ήμουν αθλητής μεγάλος και έτρεχα μαραθώνιους έτσι για πλάκα...
Ο τρίτος κουνούσε το κεφάλι του.
-Εσύ Λεωνίδα δεν μιλάς, πώς πορεύεσαι;
- Άλλο θέμα έχω εγώ παιδιά. Και βλέπω κι ακούω κι αντέχω στο περπάτημα.
-Αλλά τότε;
- Να... Είχε έρθει προχθές σπίτι η Σβετλάνα να καθαρίσει και τη βλέπω να ανεβαίνει στο σκαμπό να ξεσκονίσει τα πάνω ράφια της βιβλιοθήκης... Ε, πάω από κάτω να την πειράξω, γυρνάει και μου λέει πονηρά. «κύριο Λεονίντα πάλι; Τρίτη φορά σήμερα;» . Ξεχνάω ρε παιδιά, ξεχνάω...
Ζ.