*ΤΕΛΕΙΩΣΕ η εκκλησία, βγήκε έξω ο κόσμος, οι γυναίκες άρχισαν να μοιράζουν φαγώσιμα τηρώντας το έθιμο εορτασμού του αγίου, κάπου στη Θεσσαλία.
Πήγε κι ο παπάς με το κουπάκι να πάρει. Ευδιάθετος, ζήτησε να του βάλουν λίγο ακόμη.
-Λίγο είναι ευλογημένη...
-Μα παπά μου, έχει πολύ κόσμο δεν θα μας φτάσει για όλους.
-Ε, βάλε λίγο παραπάνω...
-Ναι αλλά κι ο Χριστός είπε να τα μοιραζόμαστε, δεν είπε ο έχων δύο χιτώνας...
-Είπε όμως και κάτι άλλο...
-Τι παπά μου;
-Όποιος πρόλαβε τον Κύριο οίδε...
* * *
*ΣΕ θεσσαλικό χωριό πάλι, ο παπάς είχε ολοκληρώσει ένα βαρύ πρόγραμμα θρησκευτικών εκδηλώσεων εκείνες τις μέρες, οπότε κάθισε με κάποιους χωριανούς στο καφενείο να χαλαρώσει.
-Τι θα πιείς παπά, να κεράσουμε;
-Ξέρει το μαγαζί. Φέρε τέκνον μου μια πορτοκαλάδα, από την ανακατεμένη...
-Ρε συ τι εννοεί ο παπάς μας ανακατεμένη, ρώτησε χαμηλόφωνα ο ξένος στην παρέα.
-Ε, νοθευμένη με λίγη βότκα. Μπας και σπάσουμε και το εμπάργκο δηλαδή...
Ζ.