Περνούσε λοιπόν το πρωί το στρατιωτικό άγημα, μεταβαίνοντας στον χώρο της τελετής και ξαφνικά σταματάει το όχημα που τους μετέφερε, κατεβαίνουν οι στρατιώτες. Ο επικεφαλής είχε δει ότι σε κάποιο σπίτι ήταν κρεμασμένη μια πολύ μεγάλη σημαία, πλην όμως ήταν τοποθετημένη ανάποδα, με τον σταυρό προς τα κάτω. Σκέφτηκε ο αξιωματικός πως έπρεπε να διορθωθεί.
Πλησιάζουν λοιπόν στο σπίτι, ξεμούδιαζαν τα φανταράκια, το δάχτυλο στο κουδούνι, καμιά απάντηση. Ξαναχτυπούν τίποτε.
-Εύκολο είναι, λέει κάποιος. Ας τη διορθώσουμε μόνοι μας, αν βγάλουμε τα καρφάκια που τη συγκρατούν.
Βάζουν λοιπόν τη σημαία σωστά. Εν τω μεταξύ το σπίτι είναι γεμάτο μπροστά από στρατιώτες. Κι εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα και βγαίνει απ΄ το σπίτι ένας νεαρός άντρας, με το φραπεδάκι στο χέρι, αγουροξυπνημένος. «Τι έγινε ρε παιδιά», τραβήχτηκε κατατρομαγμένος. Μέχρι να καταλάβει ότι δεν είχε λήξει η αναβολή του...
Ζ.