«Με ενθουσιασμό γνωστοποιούμε πως λάβαμε την έγκριση του FDA για τη διεξαγωγή της πρώτης κλινικής μελέτης σε ανθρώπους» ανακοίνωσε μέσω Twitter η Neuralink, χαρακτηρίζοντας την εξέλιξη «ένα σημαντικό βήμα που θα επιτρέψει μια μέρα στην τεχνολογία μας να βοηθήσει πολλούς ανθρώπους».
Η εταιρεία έχει αναπτύξει μια συσκευή που εμφυτεύεται ρομποτικά στον εγκέφαλο, αποκωδικοποιώντας την εγκεφαλική δραστηριότητα και συνδέοντάς τη με υπολογιστές. Έως σήμερα, η Neurolink πραγματοποιούσε έρευνα μόνο σε ζώα.
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η NEURALINK
Η Neuralink, που ιδρύθηκε το 2016 με έδρα το Σαν Φρανσίσκο στην Καλιφόρνια και το Όστιν του Τέξας, διαθέτει πάνω από 400 υπαλλήλους.
Αναπτύσσει μια διασύνδεση, η οποία μπορεί να εμφυτευτεί στον εγκέφαλο χειρουργικά, με στόχο την ιατρική εφαρμογή τους για τη θεραπεία έως σήμερα ανίατων περιπτώσεων.
Η διασύνδεση αυτή βασίζεται σε συσκευή της Neuralink με τσιπ, που επεξεργάζεται και μεταδίδει νευρικά σήματα, που θα μπορούσαν να μεταδοθούν σε συσκευές, όπως ένας υπολογιστής ή ένα έξυπνο κινητό τηλέφωνο.
Η ίδια η εταιρεία, τώρα, ελπίζει πως ένα άτομο θα μπορούσε να ελέγξει ένα ποντίκι, ένα πληκτρολόγιο ή άλλες λειτουργίες ενός υπολογιστή, όπως μηνύματα κειμένου, μέσω της σκέψης του.
Βασικός στόχος είναι η ανάπτυξη ενός ηλεκτρονικού εμφυτεύματος στον εγκέφαλο που, με τις κατάλληλες προσαρμογές κάθε φορά, θα επιτρέπει διάφορες ιατρικές πρωτιές, όπως το να περπατήσουν και να επικοινωνήσουν ξανά άνθρωποι με παραπληγίες, να επαναφέρει το «φως» σε ανθρώπους με προβλήματα όρασης, αλλά και να θεραπεύσει ανθρώπους με άνοια, Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον.
Το πρώτο προϊόν που θα δημιουργήσει η Νeuralink θα επιτρέψει σε κάποιον με παράλυση να χρησιμοποιήσει ένα έξυπνο κινητό τηλέφωνο με το μυαλό του, και μάλιστα γρηγορότερα από κάποιον που χρησιμοποιεί τον αντίχειρά του», δήλωσε πέρυσι τον Απρίλιο ο Έλον Μασκ.
Στους μακροπρόθεσμους στόχους της είναι να συνδυάσει τον ανθρώπινο εγκέφαλο με την τεχνητή νοημοσύνη.
Σημειώνεται πως η ανταγωνιστική εταιρεία Synchron φαίνεται να προηγείται στις εξελίξεις, καθώς τον Ιούλιο ήδη εμφύτευσε ένα τσιπάκι σε ασθενή στις ΗΠΑ για πρώτη φορά, ενώ το έχει δοκιμάσει και σε τέσσερις ανθρώπους στην Αυστραλία.