Του Λεωνίδα Τζέκα
Αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας, της Εβδομάδας των Παθών του Χριστού. Στους ναούς συγκεντρώνονται οι πιστοί για να ακούσουν τους ύμνους και τις ψαλμωδίες.
Οι αγιογραφίες είναι αναπόσπαστο κομμάτι των Ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας.
Δυο μήνες πριν βρέθηκα, στο εργαστήριο ενός αγιογράφου που ετοίμαζε το έργο της Σταύρωσης. Εξεπλάγην ευχάριστα από το θέαμα αλλά και από τις διηγήσεις του και πιστεύω ότι αξίζει να ταξιδέψουμε με την «Ε.τ.Δ.» στην ιστορία της αγιογραφίας κάνοντας αναφορά στα σημαντικότερα σημεία της.
Ο Θεός χάρισε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αποτυπώνει πάνω σε άψυχες επιφάνειες διάφορες συνθέσεις, πρόσωπα, τοπία, να εκφράζει συναισθήματα, να δημιουργεί ένα είδος ζωής.
Η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι η πρώτη εικόνα, με την έννοια της αναπαραστάσεως, έγινε από τον ίδιο τον Κύριο και μάλιστα αχειροποίητη. Η ιστορία της εικόνας, είναι λοιπόν: Ο Aύγαρος, βασιλιάς στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας, υπέφερε από λέπρα. Έγραψε, λοιπόν στον Κύριο επιστολή, με την οποία τον παρακαλούσε να έρθει στην Έδεσσα για να τον θεραπεύσει. Την επιστολή έφερε στην Παλαιστίνη ο υπηρέτης του Ανανίας. Αυτός προσπάθησε και να ζωγραφίσει τον Κύριο, χωρίς όμως να το κατορθώσει. Ο Κύριος που αντιλήφθηκε την προσπάθεια του Ανανία, ζήτησε νερό για να νιφτεί και σκούπισε το πρόσωπό Του με ένα μανδήλιο. Η θεία μορφή του Κυρίου αποτυπώθηκε θαυματουργικά. Αυτό είναι γνωστό ως το Άγιο Μανδήλιο.
Ο Αύγαρος ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη θεραπεία του, που έγινε με την χάρη της εικόνας και ολοκληρώθηκε αργότερα με το βάπτισμά του, ύψωσε την εικόνα του Αγίου Μανδηλίου προ της πύλης της πόλεως, αφού έγραψε στη σανίδα τη φράση «Χριστέ ο Θεός, ο εις σε ελπίζων ουκ αποτυγχάνει ποτέ». Η αχειροποίητος εικόνα του Κυρίου, μετά από αρκετούς αιώνες στην Έδεσσα, μεταφέρθηκε το 994 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, επί αυτοκρατορίας Ρωμανού του Λεκαπηνού.
Η παράδοση αναφέρει ως πρώτο αγιογράφο τον Ευαγγελιστή Λουκά. Ο Ευαγγελιστής πρώτος ζωγράφισε τρεις εικόνες- από κερί, μαστίχα και χρώματα- της Υπεραγίας Θεοτόκου, φέρουσα στην αγκαλιά της τον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν, και τις πρόσφερε στην ίδια, θέλοντας να μάθει εάν είναι αρεστές σε αυτήν. Η Μητέρα του Κυρίου τις δέχτηκε και είπε: «Η χάρις του εξ εμού τεχθέντος είη δι' εμού μετ' αυτών». Από αυτές τις τρεις άγιες εικόνες, η μία βρίσκεται στην Πελοπόννησο στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, η οποία είναι κατασκευασμένη από κηρομαστίχη. Η δεύτερη λέγεται ότι είναι στη μικρή Ρωσία, σε μια πόλη που ονομάζεται Βιλίνα και η οποία δόθηκε ως δώρο των Βυζαντινών αυτοκρατόρων στους Ρώσους, ώστε να έχουν τη συμμαχία τους. Η τρίτη εικόνα κατά τη βεβαίωση του χρυσοβούλου Ιωάννου Γρηγορίου Γκίκα Βοεβόδα, ηγεμόνα της Ουγγροβλαχίας, βρίσκεται στην Κύπρο στην Μονή του Κύκκου. Επίσης κατά την παράδοση ο Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγράφισε τις εικόνες των Αγίων Κορυφαίων Αποστόλων και ορισμένες άλλες και έκτοτε διαδόθηκε στον κόσμο το καλό και ευσεβές έργο της ζωγραφικής των Αγίων Εικόνων.
Η Βυζαντινή αγιογραφία καταργεί το κοσμικό φως. Σε καμία Ορθόδοξη εικόνα δεν αποδίδεται σκιά. Όλα είναι φωτεινά και ευδιάκριτα, επειδή φωτίζονται από τον Ανέσπερο Ήλιο της Δικαιοσύvης, τον Χριστό. Καταργεί τον κοσμικό χώρο και χρόνο. Η εικόνα διατηρεί τα ιστορικά στοιχεία και πλαίσια αυτού που απεικονίζει, αλλά δεν δεσμεύεται από αυτό. Ο Τριαδικός Θεός είναι άχρονος και αχώρητος. Ο χώρος και ο χρόνος είναι ανθρώπινα μεγέθη. Έτσι, η ορθόδοξη αγιογραφία δεν διστάζει να αποδεσμευτεί από τη φυσιοκρατική αντίληψη της κοσμικής τέχνης. Καταργεί την προοπτική. Δεν τηρείται η φυσική τάξη των πραγμάτων. Αυτή η αντίστροφη προοπτική δηλώνει το μυστικό βάθος της εικόνας, που είναι το σωτηριώδες έργο του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού.
Τα ψηφιδωτά στο Βυζάντιο, μέχρι την Εικονομαχία, κυριαρχούσαν στην ιστόρηση των ιερών ναών, επειδή οι μικροσκοπικές ψηφίδες της χρωματισμένης υαλόμαζας, με την ανακύκλιση και αντανάκλαση του φωτός, αναδείκνυαν τα χρώματα λαμπερά και ζωηρά, δημιουργώντας μία υπερβατική ατμόσφαιρα.
Σταδιακά, όμως, αυξάνεται η χρήση της φορητής εικόνας και της τοιχογραφίας, είτε με τη μορφή της υδατογραφίας είτε με τη μορφή της ξηρογραφίας.
Μετά τη Φραγκοκρατία (1204-1061 μ.Χ.), κατά τη δυναστεία των Παλαιολόγων, η Βυζαντινή τέχνη έφτασε στο απόγειό της με τις τοιχογραφίες του Εμμανουήλ Πανσέληνου. Αργότερα, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολής (1453 μΧ.) διέπρεψε ο Θεοφάνης ο Κρης. Από αυτόν και έπειτα οι υπόλοιποι αγιογράφοι επηρεάστηκαν από τη ζωγραφική της Δύσης, όπως ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, για να περάσουμε σε μια περίοδο στασιμότητας μέχρι τον Φώτη Κόντογλου, που ανασκάλισε τις παλιές στάχτες της βυζαντινής παράδοσης και ξαναέφερε την πατροπαράδοτη ιερή τέχνη στην επιφάνεια.
Την εποχή αυτή διαμορφώνονται δύο Σχολές – τεχνοτροπίες: η Μακεδονική, που κυριαρχεί μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα και η Κρητική, που ανθεί κατά τον 16ο αιώνα.
Τον 18ο και 19ο αιώνα άνθησε η λαϊκή τέχνη, με τα χαρακτηριστικά της να εκφράζουν το πνεύμα της εποχής, δηλαδή τον πόθο για απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Κυριότεροι εκφραστές είναι ο Θεόφιλος, ο Γεώργιος Μάρκου, ο Ζωγράφου κ.ά. Οι μορφές εικονίζονται με απλά σχήματα, τα χρώματα είναι πιο σκοτεινά και γενικά η ποιότητα είναι υποδεέστερη των προηγούμενων αιώνων. Η βυζαντινή ζωγραφική σχεδόν εξαφανίστηκε και επικράτησε η ζωγραφική της Δύσης μέχρι το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ο Διονύσιος ο εκ Φουρνών προσπάθησε στην εποχή του (περίπου το 1700 μ.Χ.) να επαναφέρει τη βυζαντινή τέχνη, αλλά η προσπάθειά του δεν έφερε καρπούς, διότι το ρεύμα πλέον οδηγούσε στη Δύση. Ακόμη και στο Άγιο Όρος χρησιμοποιούσαν τη δυτική τεχνοτροπία. Μόλις το 1940-1950 ο πολύς Φώτης Κόντογλου μετά από υπεράνθρωπους αγώνες κατάφερε να ξαναφέρει στο φως την τέχνη της βυζαντινής αγιογραφίας και να καλλιεργήσει ένα κλίμα αναβιώσεως της ζωγραφικής παράδοσης. Η εικόνα δεν είναι απλό έργο τέχνης ή θρησκευτικός πίνακας, αλλά όπως τονίζουν οι μεγάλοι αγιογράφοι, ο Φ. Κόντογλου και ο Λ. Ουσπένσκι είναι ένα ιερό λειτουργικό σκεύος που αγιάζει τον άνθρωπο. Οι θείες εικόνες «ομιλούν» στην καρδιά των ανθρώπων και κάθε ψυχή η οποία θα ατενίσει στις θείες αυτές μορφές και παραστάσεις επιτυγχάνει την επικοινωνία μετά του Θεού και των αγίων Του.