Κάθε φορά τραβάει μια μονοκονδυλιά, σε ένα κατάλογο με ονόματα κρατών, από το «πρίντερ» υπολογιστή. Είναι ο επίσημος κατάλογος του ΟΗΕ ο «τυφλοσούρτης», που καταγράφει τις αναγνωρισμένες χώρες όλης της υφηλίου (γύρω στις 200). Λίγο πριν «πατήσει» τα 60, ο Λαρισαίος (Σ.Μ., τα αρχικά του καθώς θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του), που επιζητεί την ανωνυμία, κατόρθωσε, σχεδόν, να γυρίσει τον κόσμο, με τη δυνατότητα που του δίνουν και οι αρκετές ξένες γλώσσες, που μιλά.. Έχει να ολοκληρώσει ένα όνειρο ζωής: Να επισκεφτεί όλες τις χώρες του πλανήτη... Το καταφέρνει; Σίγουρα ναι, γιατί του μένουν μόνο τέσσερις κι όπως εκμυστηρεύεται στην «Ε», σκοπεύει να τερματίσει τον «μαραθώνιο», εντός του 2014!
Εργαζόμενος μόνιμα στο εξωτερικό, εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο κάθε άδεια, από τη δουλειά του, αλλά και ως μέλος του παγκόσμιου προσκοπισμού, συμμετέχει σε πάμπολλες διεθνείς κατασκηνώσεις και συναντήσεις, στον πλανήτη. Βρίσκει έτσι οικονομικούς τρόπους, να ταξιδεύει και να διαμένει, σε ξενοδοχεία, προσκοπικά αντίσκηνα, ακόμα και σε πάγκους αιθουσών αναμονής, με προσκέφαλο το σακίδιο. Κάθε ταξίδι, είναι οικονομικό και απολαυστικό μαζί. Ταξίδεψε με κάθε μέσον, ακόμα και μεταφορικά ζώα, δίκυκλα, με... πιρόγα, με τα πόδια και κάθε μυστήριο και παραδοσιακό όχημα, που συνάντησε στα ατέρμονα ταξίδια του. Αρκεί, να πατήσει, έστω και για ώρες, το έδαφος μιας χώρας και τότε τη σβήνει από τον κατάλογο.
Σε μια από τις επισκέψεις του στη Λάρισα, από όπου παίρνει «αμπάριζα» για κάθε επόμενο ταξίδι, περιγράφει μια από τις τελευταίες περιπέτειες του στη Δυτική Αφρική, που χρειάστηκε να ταξιδέψει σε ζούγκλα, ως συναναβάτης σε μοτοσικλέτα (!), για να προλάβει να φτάσει στα σύνορα μιας άλλης χώρας, πριν αυτά κλείσουν για τη νύχτα!
Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
«Έφυγα από το Πράσινο Ακρωτήριο, αλλάξαμε αεροπλάνο στο Ντακάρ της Σενεγάλης και φτάσαμε στο Μπισάου πρωτεύουσα της Γουινέας Μπισάου. Ήθελα να συνεχίσω για το Κόνακρι, πρωτεύουσα της Γουινέας, αλλά έπρεπε να πάω μέσω Γκαμπού μια άλλης πόλης. Έφτασα βράδυ εκεί και επειδή τα λεωφορεία έφευγαν το πρωί για Κόνακρι, αναγκαστικά κοιμήθηκα στον σταθμό λεωφορείων, από όπου άρχισε και η περιπέτεια. Γνώριζα βέβαια, ότι διακινδύνευα, αλλά ήταν και άλλοι, ντόπιοι. Προηγουμένως, είχα ανταλλάξει χρήματα, με πλανόδιο, όπως γίνεται εκεί και κάποιος είδε το πορτοφόλι και μου άρπαξε το σακίδιο, ενώ κοιμόμουν, κατά τα ξημερώματα. Σε αυτό, είχα τα χρήματα και τα χαρτιά μου...
Η τοπική αστυνομία, ενδιαφέρθηκε πράγματι, συνεννοήθηκα μαζί τους στα πορτογαλικά, έκανε έρευνα, μπήκε και ανακοίνωση σε δύο τοπικούς ραδιοσταθμούς, μη τυχόν και βρεθεί το σακίδιο με τα χαρτιά, χωρίς αποτέλεσμα. Μου άφησαν μόνο τη σακούλα με τα.. τρόφιμα, τίποτα άλλο. Με πήγε η αστυνομία σε ένα γραφείο, όπου έκανα επιστολή με το τι συνέβη και μου έδωσαν σε τοπικό νόμισμα, ποσό 15 ευρώ, που ήταν σημαντικό για κείνους. Επέστρεψα στην πρωτεύουσα Μπισάου, με ένα μικρό λεωφορείο της γραμμής, πάντα με τη βοήθεια της τοπικής αστυνομίας.
Στο λεωφορείο, μια ηλικιωμένη κυρία με ρώτησε τι συμβαίνει και έμαθε για το πάθημά μου και προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει. Έμεινα το βράδυ στο σπίτι της, με την οικογένειά της και το πρωί, έκανα κάποια χαρτιά, στην υπηρεσία αλλοδαπών, αφού το πρόβλημα ήταν η έλλειψη διαβατηρίου. Έβγαλα ένα είδος ταυτότητας με φωτογραφία και την επιστολή, που ανέφερε τι συνέβη. Στη συνέχεια με έστειλαν σε πρεσβεία ευρωπαϊκής χώρας (Ισπανία), γιατί ελληνική δεν υπάρχει εκεί. Αυτή με έστειλε στην πορτογαλική πρεσβεία, ως αρμόδια για τους Έλληνες της περιοχής. Μου έβαλαν διάφορα ζητήματα, έμεινα πάλι το βράδυ σε αυτή την φιλόξενη κυρία και την επομένη ξαναπήγα στην πρεσβεία. Εκεί, κατάφερα να μιλήσω τηλεφωνικά με συγγενικό μου πρόσωπο στην Ελλάδα, για να μου στείλει χρήματα. Οι μέρες περνούσαν και έπρεπε να επιστρέψω μέσω Μονρόβια Λιβερίας, αεροπορικώς στην Ευρώπη. Ευτυχώς, με φιλοξενούσε η ντόπια ευγενική γυναίκα.
Έστειλε τα χρήματα και πήγα να τα πάρω σε γνωστή διεθνή εταιρεία. Το πρόβλημα ήταν η έλλειψη κάποιου επίσημου εγγράφου. Με τα πολλά και αφού επενέβη ο διευθυντής της εταιρείας πήρα τα χρήματα. Πήρα τελικά και από την πορτογαλική πρεσβεία κάποιο επίσημο έγγραφο, αλλά απείχα πολλές εκατοντάδες ή χιλιάδες χιλιόμετρα από την Μονρόβια. Το πρωί έφυγα από άλλη διαδρομή, πιο σύντομη, αλλά πιο πολύπλοκη και δύσκολη. Πήρα ταξί και πριν τα σύνορα με Γουινέα πήρα μοτοσικλέτα. Το χειρότερο κομμάτι ήταν αυτό με τη μοτοσικλέτα, μέσα σε δάσος, χωρίς δρόμο! Μόνο μέρα περνιέται και πάλι με κινδύνους για ληστές κλπ. Δεν ήταν σίγουρα ότι θα φτάσω στην άλλη πλευρά! Ήταν η πιο συνηθισμένη διαδρομή, για τους ντόπιους, διαφορετικά θα έπρεπε να πάω πεζός... Περάσαμε ποτάμι χωρίς γέφυρα και η μοτοσικλέτα και μείς μπήκαμε σε... πιρόγα!
Στα σύνορα, όπως κατάλαβα μετά, ο κάθε λευκός που περνά είναι υποψήφιος να τον «ρημάξουν» οικονομικά. Οι αστυνομικοί των συνόρων, μεταξύ των δύο κρατών Γουινέα και κάθε κρατικός υπάλληλος, προσπαθεί να σου πάρει και το τελευταίο χαρτονόμισμα, δήθεν παράβολα κλπ. Περάσαμε, πήρα κι άλλο ταξί, λεωφορείο, περάσαμε κι από άλλες πόλεις και σε 6 ώρες, σε δρόμους με άσφαλτο ή χώμα, έφτασα στο Κόνακρι.
Από κει έπρεπε να διασχίσω κι άλλο κράτος, τη Σιέρα Λεόνε και να φτάσω στην πρωτεύουσα τη Φρι Τάουν. Υπήρχε ταξί έξι θέσεων και αναγκάστηκα να πληρώσω, έξι εισιτήρια (!), για να φύγω αμέσως. Στο δρόμο υπήρχαν αστυνομικά μπλόκα και σε ένα από αυτά, διαπιστώθηκε ότι ο νεαρός ταξιτζής, δεν είχε άδεια οδήγησης! Έλεγε ο νεαρός για τον «λευκό» που έπρεπε να φτάσει γρήγορα στην πρωτεύουσα, έλεγα κι εγώ και οι αστυνομικοί, τελικά μου εξήγησαν ότι προς χάρη μου, τη γλιτώνει ο οδηγός και δεν θα συλληφθεί...
Μας είπαν ότι θα ήταν πιο σύντομο, να μην περάσουμε από την πρωτεύουσα για να φτάσω πιο γρήγορα, στην άλλη πλευρά των συνόρων, μεταξύ Σιέρα Λεόνε και Λιβερίας, που ήταν ο ποθητός σκοπός. Χρειάστηκε πάλι να αλλάξω μεταφορικό μέσον, πήρα πάλι μοτοσικλέτα και υπό βροχή και σε λασπωμένους χωματόδρομους, αφού αλλάξαμε και λάστιχο, στο δρόμο, έφτασα με καθυστέρηση στα σύνορα προς Λιβερία, που όμως ήταν κλειστά, γιατί νύχτωνε...
Εκεί, οι εξυπηρετικοί αστυνομικοί της Σιέρα Λεόνε, μου φέρθηκαν ευγενικά, με φιλοξένησαν για τη νύχτα και το πρωί πέρασα στη Λιβερία. Στα σύνορα της Λιβερίας ο βλοσυρός αστυνομικός δεν δεχόταν το έγγραφο στα πορτογαλικά, ήρθαν οι προϊστάμενοι, έγινε ανάκριση, πείστηκαν για το πάθημά μου και με άφησαν να φύγω. Άλλαξα πάλι χρήματα, δίνοντας υποχρεωτικά φιλοδωρήματα, πήρα το λεωφορείο και έφτασα στη Μονρόβια, με καθυστέρηση και το αεροπλάνο για Βρυξέλλες, είχε αναχωρήσει.
Με τη βοήθεια των ντόπιων... προσκόπων, φιλοξενήθηκα εκεί, άλλαξα εισιτήρια αεροπλάνου, ενημέρωσα τη δουλειά μου, επιτέλους, για την περιπέτειά μου. Άλλαξα... τρία ταξί, για να φτάσω στο αεροδρόμιο της Μονρόβια και πέρασα από τρεις ελέγχους, στους οποίους εξηγούσα κάθε φορά τι μου συνέβη και με κίνδυνο, να μη με αφήσουν να επιβιβαστώ στο αεροπλάνο. Όταν κάθισα στο κάθισμα του αεροπλάνου, μου ξέφυγε ένας μεγάλος στεναγμός ανακούφισης. Δεν το πίστευα... Η περιπέτεια μου και η ατυχία μου συνεχίστηκε και στην Ευρώπη. Το τρένο που με πήγαιναν στο τελικό προορισμό, ακινητοποιήθηκε από βλάβη στη σηματοδότηση. Κατεβήκαμε, πήραμε άλλο τρένο, προς άλλη κατεύθυνση, αλλάξαμε ακόμα ένα και εκεί που μας κατέβασαν, χρειάστηκε να περπατήσω 5- 6 χιλιόμετρα, για να φτάσω στο σπίτι μου...»
Ε. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ