Στην Ισλανδία, βέβαια, το καλοκαίρι τους είναι καθαρός ευφημισμός. 10 βαθμοί μέσος όρος θερμοκρασία, ισχυρότατοι άνεμοι, χιονόνερο και στα χαμηλά ακόμη υψόμετρα, χιόνι άλιωτο και μικρά παγόβουνα στις δρακολίμνες. Όταν βγαίνει, όμως, ο ήλιος βγαίνει και το μαγικό ραβδί του ταχυδακτυλουργού-δημιουργού. Τα πάντα αποκτούν τα καθαρότερα και ζωηρότερα χρώματα μιας απόκοσμης παλέτας. Το μπλε του ουρανού θυμίζει διαφήμιση από το λουλάκι των παιδικών μου χρόνων, τα σύννεφα τρέχουν σαν τον ντοπαρισμένο Κεντέρη. Ακόμη και το μαύρο της λάβας φαίνεται συμπαθητικό. Ο Θεός σού χαμογελά μπροστά στη μούρη!
Όταν μάθαιναν, από τον χειμώνα, οι φίλοι και γνωστοί ότι θα πήγαινα Ισλανδία και Νησιά Φερόε με τη μοτοσικλέτα μου, με ρωτούσαν… τι γομάρια έχασα εκεί. Η αλήθεια είναι ότι έχασα τελικά ένα φορτιστή κινητού, ένα ζευγάρι κάλτσες (βρόμικες) και ένα δόντι (αλήθεια) αλλά δε βρήκα τίποτα, εκτός από αυτό που αναζητά κάθε ταξιδευτής. Κι αυτό είναι το διαφορετικό, το απρόσμενο, το ασυνήθιστο. Με πόσους διαφορετικούς τρόπους βάζει κανείς βενζίνη στα πρατήρια καυσίμων, πώς στο καλό ανοίγει αυτή η μπαταρία βρύσης στο μπάνιο! Τις ουσιαστικότερες διαφορές η Ισλανδία τις έχει όλες σε υπερθετικό βαθμό: Μια κατσαρόλα είναι, ένας τέντζερης που λέμε και στο χωριό μου, που βράζει. Είτε ανοιχτή και κοχλάζει, είτε της ξεφεύγουν ατμοί, καπνοί και μυρουδιές από τις χαραμάδες γιατί η νοικοκυρά-φύση κάποιες φορές κλείνει βιαστικά και χωρίς καλή εφαρμογή το καπάκι.
Η Γη έχει τον διάολο ή έστω το μεγάλο δράκο κρυμμένο μέσα της, σκίζει τις ρυτίδες της και τις κάνει χαρακιές και κοψίματα σαν τις έφηβες που αυτοτραυματίζονται για να νιώσουν ότι έχουν τον έλεγχο του εαυτού τους. Αυτή τον έχει χάσει όμως για πάντα, θύμα των κοιλόπονών της, πιόνι των κρυμμένων ορμών της, που όσο και να τις καταπιέζει αναδύονται στην επιφάνεια, είτε ως θερμοπίδακες (γκέιζερ), είτε ως ηφαιστειογενείς ατμοί, είτε ως κατακόρυφα χάσματα απ’ όπου χαζεύεις τα έγκατά της. Τοξικά υγρά, καυστικά σάλια που ξέφυγαν από το φαφούτικο στόμα της, έκαψαν τις μπότες μου, το καλύτερο σουβενίρ του ταξιδιού μου, από την περιοχή του Myvatn.
Παρόλα αυτά 350.000 άνθρωποι στην Ισλανδία, στα 100.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα της έκτασής της (τα 2/3 της Ελλάδας) και άλλοι 55.000 στα νησιά Φερόε βρήκαν εκεί ψηλά το λιμάνι της ζωής τους. Από την πρώτη ανακάλυψη της Ισλανδίας από τον Ελληνα (μα παντού ένας Ελληνας;) Πυθέα του 4ου π.Χ. αιώνα ως τους Ιρλανδούς μοναχούς του 7ου και τους Σκανδιναβούς αποικιστές του 9ου μ.Χ. αιώνα η νησιωτική αυτή χώρα παραμένει ή ίδια, μια ματιά στο δημιουργικό παρελθόν της Γης, η προηγούμενη σελίδα στο ημερολόγιό της, μια αδέξια μπαλαρίνα με ελλιπή ευστάθεια, αφού στέκεται ακριβώς πάνω στο σημείο που ενώνεται η ευρασιατική πλάκα με εκείνη του Ατλαντικού. Πατάει με δύο πόδια σε δύο βάρκες, δεν μπατάρει, αλλά μια αστάθεια την έχει κι όταν σκοντάφτει κουτουλάει στα μούτρα της Ευρώπης. Πάνω στους μόνιμους κατοίκους της Ισλανδίας συνωστίζονται τα τελευταία χρόνια, κυρίως στο νότο, που βρίσκονται τα πιο σημαντικά γεωθερμικά πεδία, τα φυσικά μνημεία και τα εθνικά της πάρκα με τους παγετώνες, τους θερμοπίδακες, τους καταρράκτες (με εντυπωσιακότερο τον Gullfoss, τον χρυσό καταρράκτη) άλλα 2 εκατομμύρια τουρίστες. Αυτοί ταΐζουν οργανωμένα και μεθοδικά την αγελάδα του τουρισμού με παχυλό συνάλλαγμα. Αποτέλεσμα; Πάνω από 52.000 δολάρια το μέσο ετήσιο εισόδημα και απίστευτη, στα όρια της γελοιότητας ακρίβεια. Πρέπει να οργανώσεις την επίσκεψή σου από νωρίς γιατί Ιούλιο και Αύγουστο δε θα βρεις να μείνεις και κει ο ουρανός το βράδυ δεν έχει αστέρια να βάλεις πάνω από το κεφάλι σου, αλλά βροχές και καταιγίδες. Στην υψηλή σεζόν ακόμα και με σχολαστικό και έγκαιρο προγραμματισμό δεν είναι παράξενο να κλείσεις κρεβάτι σε κοιτώνα με άλλους 5, 7 ή 9 και να πληρώσεις 100 ευρώ για να κουκουλωθείς στο σλίπιγκ μπαγκ σου! Για προσωπική τουαλέτα και πρωινό δεν το συζητάμε!
Εκτός όμως τουριστικής διαδρομής το ταξίδι των 2000 χιλιομέτρων που κάναμε με τις μοτοσικλέτες μας, ακολουθώντας τον γύρο του νησιού, η Ισλανδία σου χαρίζει άλλες εικόνες. Το πραγματοποιήσαμε αριστερόστροφα. Μπλέξαμε, αφού δε γινόταν αλλιώς, ειδικά στο νότιο μέρος, με τις ορδές των τουριστών, όπου ο ένας λυπάται ή έστω θαυμάζει τον άλλο! Οι επιβάτες των τουριστικών λεωφορείων λυπόντουσαν τους οδηγούς των αυτοκινήτων που αναγκάζονταν να οδηγούν σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, οι οδηγοί των ΙΧ εμάς που είχαμε την ισορροπία αλλά και τον κακό καιρό να απασχολούν το μυαλό και το σώμα μας, ενώ εμείς με τη σειρά μας θαυμάζαμε και απορούσαμε με τους ποδηλάτες που ό, τι χιλιόμετρα γράφαμε οι ίδιοι με τις μηχανές μας αυτοί το έκαναν με τη δύναμη των ποδιών τους. Οι backpackers, οι ταξιδιώτες με τα σακίδια πλάτης, δεν μπαίνουν στην εξίσωση, είναι άλλου …παπά ευαγγέλιο.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Το Νορόνα, το φέρι της Smyril lines πιάνει στο Seydisfjordur, στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού προερχόμενο από το Hirsthals στο βορειότερο σημείο της Δανίας. Διαπλέει τα 1.600 χιλιόμετρα (864 ναυτικά μίλια) σε 48 ώρες με πανάκριβο, φυσικά αντίτιμο. Διαλέξαμε τις πιο φτηνές κουκέτες με άλλους 3 ή 5 και το τίμημα ήταν ότι κοιμόμασταν μαζί με τους καρχαρίες της Γροιλανδίας, αφού οι καμπίνες ήταν στο κατώτατο δυνατό σημείο του πλοίου. Δε μας χάλασε καθόλου. Αντίθετα τα 72(!) σκαλοπάτια που μας ανέβαζαν στις τραπεζαρίες αποτελούσαν ευχάριστη γυμναστική για τα πιασμένα, εξαιτίας της πολύωρης μοτοσικλετιστικής οδήγησης, πόδια μας. Η πρώτη μέρα ήταν σφαλιάρα με δαχτυλίδι στο δάχτυλο, πονάει περισσότερο αυτή. Ψοφόκρυο χιονόνερο, αλλά το χειρότερο πλάγιοι άνεμοι 120 χιλιομέτρων την ώρα μάς ανάγκαζαν να οδηγούμε στην ευθεία πλαγιασμένοι σε βρεγμένο οδόστρωμα. Όχι και το καλύτερο καλωσόρισμα και το φέρι για να πηδήξουμε πάλι μέσα είχε φύγει! Από το Αkureyri, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη, στα βόρεια, με τη βοήθεια του καιρού που βελτιώθηκε, τα τοπία γίνονται αυθεντικά, χωρίς τις ορδές των ασιατών με τις κάμερες, χωρίς τα απίθανα οχήματα πρόσβασης στην ηφαιστιογενή ενδοχώρα, με κρυφά στολίδια όπως το Μουσείο Ρέγκας, βόρεια στο Siglufjordur, βραβευμένο το 2004 ως το καλύτερο μουσείο στην Ευρώπη, με ορεινά περάσματα γεμάτα χιονούρες δεξιά-αριστερά, με δαντελωτά φιόρδ, απίθανα τούνελ και φοβερά ξέφωτα, όπου δε συναντάς κανένα τουριστικό λεωφορείο.
Στην πρωτεύουσα, το Reykjavik, πέφτεις πάνω το αποκορύφωμα της αρχιτεκτονικής αντίληψης των Λουθηρανών για το πώς πρέπει να είναι χτισμένος ο οίκος του Θεού. Την Hallgrimskirkja. Αδύνατον να την προφέρεις και αδύνατον να της ξεφύγεις, αφού τη βλέπεις από 20 χιλιόμετρα μακριά εξαιτίας του 75άμετρου καμπαναριού της. Σε όλη τη διαδρομή σε τρελαίνουν οι εκκλησίες τους με το νεωτεριστικό και άκρως μοντέρνο στυλ, ο συγκεκριμένος ναός όμως το αποθεώνει! Μια εκτεταμένη πόλη των 150.000 κατοίκων, το Reykjavik ο μισός πληθυσμός της χώρας ζει εκεί, τι έκπληξη, χωμένη στο πράσινο, με πρόσβαση από βορειοδυτικά μέσω ενός εντυπωσιακού υποθαλάσσιου τούνελ σε υποδέχεται ανόρεχτη, αφού για τον μεσογειακό κάτοικο το κρύο είναι τσουχτερό κι ας είναι Ιούλιος μήνας. Με ισοθερμικά και κρυώνεις. Κι αν κρυώνεις τίποτα δεν είναι ωραίο. Στα νοτιοδυτικά της βρίσκεται η φημισμένη Blue Lagoon, η Γαλάζια Λίμνη, όχι αυτή που έπαιζε η Μπρουκ Σιλντς, αλλά μια ανοιχτή πισίνα, όπου το βραστό στην κυριολεξία νερό ανακατεύεται με κρύο και προσφέρεται έναντι αδρής αμοιβής στους ακόρεστους για «μοναδικές» εμπειρίες παγκόσμιους επισκέπτες. Οργανωμένο με άψογο τρόπο τουριστικό προϊόν.
Ο νότος είναι, είπαμε, σφηκοφωλιά, ή καλύτερα τερμιτοφωλιά τουριστών, που μετακινούνται με ό,τι όχημα μπορεί να φανταστεί κανείς από παγετώνα σε παγετώνα, από πάρκο σε πάρκο, από καταρράκτη σε καταρράκτη. Αλλά και κει αν λοξοδρομήσεις, θα ανασάνεις. Θα μείνεις μόνος με την παρέα σου, θα χαζέψεις τον ορίζοντα χωρίς να ακούς άγνωστες γλώσσες και λαλιές. Κι όταν κάνεις τον κύκλο σου (στην Ισλανδία κι όχι στη ζωή), το φέρι θα σε …φέρει πίσω από το ίδιο λιμάνι και θα σου κουβαλήσει και τζάμπα τη μηχανή αν κατέβεις στα νησιά των προβάτων, τα Φερόε (αυτό σημαίνει το όνομά τους). Γιατί όχι αγαπητή Smyril;
Ακριβώς 18 νησάκια χωμένα στην ομίχλη, είναι όλα κι όλα και έχουν για σύνθημά τους: Σε ενοχλεί ο καιρός στα Φερόε; Κάνε υπομονή, θα αλλάξει σε 5 λεπτά! Μεγάλη αλήθεια. Η πιο χοντρή ομίχλη, που σε μουσκεύει σαν να είναι βροχή μέσα σε ελάχιστο χρόνο τρυπιέται από τον ήλιο πάραυτα. Πέφτει το πέπλο, βλέπεις τη νύφη, ανοίγεις το στόμα διάπλατα. Με αυτή τη σειρά! Αν τώρα είσαι πρόβατο εκεί όπως φυσικά και στην Ισλανδία, είσαι ένα ευτυχισμένο πρόβατο! Έχεις τζάμπα τροφή, πλαγιές, λιβάδια και οροπέδια γεμάτα γρασίδι, δε σε κυνηγάει κανένας τσοπάνης, λύκος, ούτε καν σκυλί. Μόνο κανένα ηλεκτροφόρο σύρμα σε τσιμπά που και που, όταν προσπαθήσεις να μασουλήσεις εκτός φράχτη. Σε σφάζουν όμως, τελικά, και εκεί, αλλά αυτή είναι η μοίρα του προβάτου στη γη. Παντού και σε όλα τα είδη.
Το σημαντικότερο, βέβαια, αξιοθέατο των νησιών, που προσπορίζονται από τις ιχθυοκαλλιέργειες και αποτελούν αυτόνομη και αυτοδιοικούμενη περιφέρεια της Δανίας είναι το γήπεδο ποδοσφαίρου όπου η εθνική τους νίκησε 2-1 τη δική μας στις 13 Ιουνίου του 2015. Στην πρωτεύουσα το Torshavn. Εμείς σε κλίμα διαμαρτυρίας είδαμε τον τελικό του Μουντιάλ στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη τους, το Klaksvik, με ούτε 5.000 ψυχές. Ε, όχι και να διασκεδάζουμε στον τόπο του μαρτυρίου μας. Σεβασμός στη θυσία των διεθνών μας.
Η επιστροφή ήταν γρήγορη.700 χιλιόμετρα τη μια και 1200 περίπου την επόμενη μέρα μας έφεραν από το Βορρά στο Νότο, από το Hirtshals της Δανίας, στη Βενετία της Ιταλίας και από κει με τη Μinoan-Grimaldi στην Ηγουμενίτσα. Δε θέλαμε οι εντυπώσεις από τα ρετιρέ της ηπείρου μας να ξεθωριάσουν στις εθνικές της Κεντρικής Ευρώπης. Αντίθετα, επιζητούσαμε να συγκρουστούν μετωπικά με το μπλε του Ιονίου και το ξεραμένο χορτάρι στα άκρα της Εγνατίας οδού. Θέλαμε η παντελής απουσία σύννεφων στον ελληνικό ουρανό να μας ξαφνιάσει ευχάριστα και η αναρχία στους ελληνικούς δρόμους και τις πόλεις να μας προβληματίσει ακόμη μια φορά. Και τα καταφέραμε. Νιώσαμε περηφάνια για τα ωραία μας, αρχίσαμε την γκρίνια για τα άσχημα. Αλλά έτσι ίσως και διορθωθούμε κάποια στιγμή.
7.000 χιλιόμετρα και 21 μέρες ταξίδι, μισές στη διαδρομή μισές στο στόχο, δεν έφυγαν κάτω από τις ρόδες μας, αλλά προστέθηκαν στις αναμνήσεις του μυαλού μας. Κάτι ξέρουν οι ψυχολόγοι του Harvard, που αποφάνθηκαν ότι οι εμπειρίες κι όχι οι κατοχές καταναλωτικών προϊόντων (εκτός από μια μοτοσικλέτα, φυσικά) μας κάνουν ευτυχείς. Μαζεύουμε για τον χειμώνα, λοιπόν, και παρόλο που φτάσαμε σχεδόν στον αρκτικό κύκλο η καλοκαιρινή μας διάθεση δε μας εγκατέλειψε ποτέ γιατί, ως γνωστόν, ο καιρός τελικά κουβαλιέται στις αποσκευές του μυαλού. Οι φίλοι στα κοινωνικά δίκτυα μας κρατούσαν, όταν χρειαζόταν, ομπρέλες, μας ζέσταιναν τα παγωμένα χέρια για να ξαναπιάσουμε τα τιμόνια! Βρέξε όσο θέλεις, παλιόκαιρε, εμείς για καλοκαίρια θα μιλάμε κι ας λέει ό, τι θέλει ο Πασχάλης (ο Τερζής, ντε!)
Του Δημήτρη Παπαχατζόπουλου