«Είναι κανόνας στα αστυνομικά μυθιστορήματα να περνάει ο ήρωας σύρριζα από τον θάνατο. Στην προσπάθεια να λύσει τον γρίφο μπορεί επίσης να περάσει σύρριζα κι από την αλήθεια. Από τον θάνατο γλιτώνει πάντα, από την αλήθεια ποτέ». Λόγια του Πέτρου Μαρτινίδη, με τον οποίο περπατάμε προς το θέατρο ΟΥΗΛ, εκεί που λίγη ώρα αργότερα μιλούσε σε εκδήλωση των Αρχιτεκτόνων Λάρισας.
Με τον καθηγητή του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ και συγγραφέα χαίρεσαι να μιλάς για την πολιτική, το σινεμά, την αρχιτεκτονική και πώς όλα αυτά μπορούν να συνδυαστούν. Με τον ερχομό του στη Λάρισα επιχείρησε να λύσει ένα εξειδικευμένο ερώτημα: «Γιατί οι κινηματογραφικοί κακοί προτιμούν τη μοντέρνα αρχιτεκτονική;». Κατέληξε πως «είναι αισθητικές και ιδεολογικές προκαταλήψεις». Μιλάμε για το «Σύρριζα» το τελευταίο του αστυνομικό βιβλίο, όπου οι συμπτώσεις σε ονόματα προσώπων, καταστάσεις και επιρρήματα παραμένουν τυχαίες! Ωστόσο ο Πέτρος Μαρτινίδης παίζει «πολύ άμεσα με την επικαιρότητα» στα βιβλία του. «Μου αρέσει. Πρόκειται για ένα «παιχνίδι» που το προτιμούν πολλοί συγγραφείς. Όπως το περιβάλλον μιας πόλης, έτσι και τα γεγονότα της επικαιρότητας, προσφέρουν άμεσο ρεαλισμό στην κάθε πλοκή».
* Τυχαίος ο τίτλος;
- «Ασφαλώς όχι. Αλλά είναι τίτλος που ταιριάζει σε αστυνομικό μυθιστόρημα, αφού οι ήρωες στα αστυνομικά περνούν συχνά «σύρριζα» από τον θάνατο, στην προσπάθεια να λύσουν κάποιο γρίφο. Εδώ, επιπλέον, η πλοκή αναφέρεται σε άτομο που βλέπει να έρχεται ένα αριστερό κόμμα στην εξουσία, το καλοκαίρι του 2014, κι επιδιώκει να χειριστεί τα όσα θα ακολουθήσουν. Κυρίως, να χειριστεί τις επιδράσεις των υπεραριστερών συνιστωσών του». Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας δημοσιογράφος που απολύεται λίγο πριν τα 40 του, παλιός «γνώριμος» του συγγραφέα «δεν τον «εμπνεύστηκα» ειδικά για αυτό το μυθιστόρημα. Ήταν ένας ήρωας που είχα επινοήσει από το 2001 (στο «Μοιραίοι αντικατοπτρισμοί»), που τον έκανα δημοσιογράφο σε επόμενο μυθιστόρημα (στο «Ο θεός φυλάει τους άθεους») και που έμεινε άνεργος, όπως τόσος άλλος κόσμος, μετά το 2009». Τα τοπία γνωστά στον συγγραφέα: Θεσσαλονίκη και Βουρβουρού στη Χαλκιδική. «Ο συγγραφέας πρέπει να ξέρει πολύ καλά τα μέρη στα οποία κινεί τους ήρωές του».
Το φθινοπωρινό σκηνικό της συνομιλίας με τον Πέτρο Μαρτινίδη προδιαθέτει για αστυνομικά μυθιστορήματα, για ύποπτους θανάτους, μοιραίες γυναίκες, στιγμές αγωνίας και απροσδόκητη ανατροπή στο τέλος. Αναγνώστες αστυνομικών μυθιστορημάτων εμφανίζονται έτοιμοι να λύσουν υποθέσεις «αυτό που έγινε «ξαφνικά» είναι ότι ξεπεράστηκε η εντύπωση πως τα αστυνομικά αποτελούν παρακατιανή λογοτεχνία. Ένας πολιτιστικός σχετικισμός κατεδάφισε τα όρια μεταξύ Υψηλής και Χαμηλής τέχνης. Αναδείχτηκαν έτσι πολλά «διαμαντάκια» μιας λογοτεχνίας του συρμού, αλλά, με την ίδια κίνηση, άρχισαν να επιπλέουν κι ένα πλήθος από απίστευτες μπαρούφες».
ΓΟΗΤΕΙΑ…
Το υλικό του ο συγγραφέας το αντλεί από την επικαιρότητα όπως παρατηρεί κανείς «κι από το Πανεπιστήμιο, κυρίως», όπως επισημαίνει ο ίδιος και συμπληρώνει: «Κάποιοι ήρωές μου είναι πανεπιστημιακοί, καθώς αυτούς γνωρίζω περισσότερο από κάθε άλλη επαγγελματική κατηγορία. Έχω έτσι την ευκαιρία να «καθαρίζω» κάποιους αντιπαθείς συναδέλφους μου, χωρίς να κινδυνεύω από τη δικαιοσύνη». Σύρριζα όμως με τον τόπο του εγκλήματος περνά και τα πολιτικά, κοινωνικά μηνύματα. «Δεν το κάνω επίτηδες. Οι ήρωές μου έχουν απόψεις για τη ζωή και τον κόσμο, όπως όλοι λίγο πολύ οι μυθιστορηματικοί ήρωες, από την εποχή του Θερβάντες. Αν έτσι προκύπτουν θέσεις ισχυρότερες από άλλες δεν είναι στοχευμένο. Δεν πιστεύω στη στρατευμένη τέχνη και σε «μηνύματα». Ο περίφημος σοσιαλιστικός ρεαλισμός δεν έδωσε παρά μετριότητες που μόνο τα μέλη του ΚΚΕ μπορεί να γοητεύουν. Ό,τι επιδιώκω σε κάθε μου αστυνομικό μυθιστόρημα είναι μια ενδιαφέρουσα πλοκή, ένα γρίφο που θα παρασέρνει τον αναγνώστη να τον στοχάζεται ενόσω διαβάζει και, κυρίως, μιαν απροσδόκητη όσο και εύλογη επίλυση, την οποία δεν είχε προλάβει να φανταστεί».
Ποια η γοητεία όμως των αστυνομικών μυθιστορημάτων; «Μην ξεχνάτε πως οι φόνοι που περιγράφει είναι ψεύτικοι και η λύση που δίνεται στο τέλος, συνδυάζοντας διάσπαρτα κι αντίξοα δεδομένα, λειτουργεί απολύτως ανακουφιστικά. Επιτέλους υπάρχει μια εξήγηση για όλα όσα μας απασχόλησαν στον κόσμο του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, ενώ στον πραγματικό κόσμο πολλά μένουν ασαφή κι ουδέποτε δίνεται μια συνολική εξήγηση σε ό,τι συμβαίνει. Εκεί, νομίζω, έγκειται η γοητεία της αστυνομικής λογοτεχνίας –στο ότι μας παρηγορεί για τις καθημερινές ματαιώσεις μας. Εκεί, βέβαια, έγκειται και η υστέρησή της ως προς τη μεγάλη λογοτεχνία, η οποία μας μαθαίνει να αποδεχόμαστε την πίκρα αυτών των ματαιώσεων».
ΤΑ «ΠΑΘΗ» ΜΟΥ
Μιλώντας για πάθη ξεκαθαρίζει ότι τα αποφεύγει ενώ για τη σημειολογία δίνει μια διαφορετική ερμηνεία. «Είχα σπουδάσει σημειολογία στο Παρίσι, μεταξύ 1971-76. Δεν θα μιλούσα όμως για «πάθος» και μάλιστα «μεγάλο». Γενικώς, αποφεύγω τα πάθη κάθε μεγέθους. «Πάθος» μου ίσως χαρακτήριζα το κάπνισμα, αλλά όχι πολύ δραματικά. Προσήλωσή μου, πιο σωστά, είναι το διάβασμα. Αυτό που κυρίως είμαι είναι ένας επαρκής αναγνώστης. Όμως η αναγνωστική επάρκεια σημαίνει κατανόηση όσων ρητά παρατίθενται σε ένα κείμενο καθώς και όσων έμμεσα υπονοούνται σ’ αυτό, οπότε μπορείτε να θεωρήσετε πως επιδίδομαι στη «σημειολογία» πολλές ώρες κάθε μέρα».
Η συζήτηση μετά περιπάτου καταλήγει έξω από το θέατρο ΟΥΗΛ λίγο πριν ξεκινήσει η ομιλία του και αποφεύγει να αποδεχτεί για τον ίδιο και τον Πέτρο Μάρκαρη τον χαρακτηρισμό «πυλώνες» του αστυνομικού μυθιστορήματος που τους αποδίδεται. «Είναι πολύ να το πει κανείς. Ίσως να χαρακτήριζα έτσι τον Γιάννη Μαρή. Αυτός εδραίωσε το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα τη δεκαετία του 1950. Ο Μάρκαρης κι εγώ ακολουθήσαμε στα τέλη του 1990, με τον Φιλίππου και τον Αποστολίδη, ενώ μας είχε προλάβει όλους η Αθηνά Κακούρη».
Ζωή Παρμάκη
Πέτρος Μαρτινίδης
Ο Πέτρος Μαρτινίδης διδάσκει θεωρία και κριτική της αρχιτεκτονικής και σχεδιασμό θεατρικών χώρων στο τμήμα Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. Έχει επίσης διδάξει, για πολλά εξάμηνα, στα Τμήματα Εικαστικών και Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών καθώς και στο Τμήμα Δημοσιογραφίας του ίδιου πανεπιστημίου. Πρώτο του βιβλίο τα δοκίμια «Συνηγορία της παραλογοτεχνίας» (1982), «Οι λέξεις στην αρχιτεκτονική και την επιστημονική σκέψη» (1990), «Κόμικς, τέχνη και τεχνικές της εικονογράφησης» (1990), «Η υψηλή τέχνη της απελπισίας: γύρω από τον Ισοβίτη του Αρκά» (1992), «Μεσιτείες του ορατού: ζητήματα θεωρίας της κριτικής στην αρχιτεκτονική και την τέχνη» (1997) και «Μεταμορφώσεις του θεατρικού χώρου: τυπικές φάσεις κατά την εξέλιξη των θεάτρων στη Δύση» (1999). Η έντονη παρουσία του στο αστυνομικό μυθιστόρημα ξεκινά με την τετραλογία «Κατά συρροήν» (1998), «Σε περίπτωση πυρκαϊάς» (1999), «Παιχνίδια μνήμης» (2001) και «Δεύτερη φορά νεκρός» (2002). Ακολούθησε η τριλογία «Μοιραίοι αντικατοπτρισμοί» (2003), «Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία» (2005) και «Ο Θεός φυλάει τους άθεους» (2006). Το 2007 κυκλοφόρησε το κείμενο του «Πώς πάνε στον "παράδεισο" του Αρκά». «Ανατρέχοντας στην ιστορία του γέλιου» και το 2011 το βιβλίο «Κριτική και ευαισθησία». «Η εξέλιξη του κριτικού στοχασμού για την τέχνη». Το 2000 τιμήθηκε με το Βραβείο της Ένωσης Κριτικών Θεάτρου για το έργο του «Μεταμορφώσεις του θεατρικού χώρου: τυπικές φάσεις κατά την εξέλιξη των θεάτρων στη Δύση». Έλαβε μέρος, με διηγήματά του, και στους τρεις πρώτους τόμους των Ελληνικών εγκλημάτων (2007, 2008 και 2009).