Του Κ. Γκιάστα
Φωτ. Β. Ντάμπλης
«Τι ζητάς να σου πω εγώ ρε φίλε; Τα μισά απ’ αυτά δεν γράφονται. Αστυνομίες, ξενύχτια, μπουζούκια, και μονά – ζυγά»... με αποπαίρνει όταν τον σταματάω στη μέση της πλατείας.
«Ας ξεκινήσουμε με τα γλυκά» του λέω «με τις σοκολάτες, τα μαλμπόρο και τα τσάκα τσούκα» και αρχίζει να... γλυκαίνεται στην ιδέα μιας και μοναδικής συνέντευξης.
Στα 72 του χρόνια ο Πέτρος Τσαλέρας, τριγυρνάει ακόμα με το καλάθι του. Βάζει μέσα τσιγάρα, σοκολάτες, κολοκυθόσπορους και πάει από μαγαζί σε μαγαζί. Μέρα και νύχτα. Είναι ίσως η πιο cult φιγούρα της Λάρισας που συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Της μεταπολεμικής εποχής, της επόμενης οικονομικής άνθησης και της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Ζει τους ανθρώπους από την καλή και την ανάποδη.
Παντρεμένος 3 φορές, με δύο παιδιά και εφτά εγγόνια συνεχίζει ακάθεκτος. «Το κάνω ακόμα για τα εγγόνια μου. Για να ’χω να τους δίνω κάνα χαρτζιλίκι».
«Μίλα μου για τα παλιά» του λέω και πριν ξεκινήσει πίνει μια γουλιά καφέ.
«Ξεκίνησα σε ηλικία πέντε ετών. Έμενα δίπλα στο ρέμα της τωρινής Ηρώων Πολυτεχνείου στο ύψος της Σαρίμβεη. Φτώχεια. Τι να σου λέω τώρα. Πήγαινα και πουλούσα κουλούρια έξω από τα δικαστήρια, καραμέλες στα πρακτορεία και πάγο. Έκοβα την κολώνα στα 4 και τα πηγαίναμε στα πλούσια σπίτια. Είχαν παγωνιέρες.
Ήμασταν καμιά εξηνταριά πλανόδιοι μικροπωλητές. Πηγαίναμε στα σινεμά και πουλούσαμε το εμπόρευμά μας στο διάλλειμμα. Ήταν ωραίος ο κόσμος τότε».
«Καλά αυτά», χαμογελάω και τον κερνάω τσιγάρο «δεν έβγαινε μεροκάματο όμως μόνο από τα μαλμπόρο, έτσι δεν είναι;».
Κοιτάει αριστερά και δεξιά και αφού βαριανασαίνει, παίρνει απόφαση και βγάζει μέσα από τον πάτο το καλαθιού του έναν μαύρο πάνινο μπόγο. Το ανοίγει και γεμάτο από δεκάδες μικρά ρολά χαρτιού. Ανοίγει ένα και δείχνοντας τον αριθμό λέει εμπιστευτικά «Μονά – ζυγά. Αυτό μας έδινε μεροκάματο. Καθαρό κέρδος μια ζωή».
«Δηλαδή;» κάνω τον αδαή.. Αγανακτισμένος αρχίζει την... εκπαίδευση. «Λοιπόν παλιά παίζαμε με μύγδαλα και ηλιόσπορο στα σινεμά. Ένα φράγκο. Αν κέρδιζε ο πελάτης έπαιρνε εμπόρευμα. Αν κέρδιζα εγώ έπαιρνα λεφτά.
Όσο περνούσαν τα χρόνια άρχισα να πηγαίνω στα μπουζούκια και στα νυχτερινά μαγαζιά. Εκεί ήταν άγρια τα πράγματα και έπρεπε να είμαι πιο σκληρός κι εγώ. Υπήρχαν άγριοι καβγάδες, μαχαιρώματα ακόμα και πιστολίδια. Εγώ έπαιζα με τον κόσμο λοταρία. Μονά – ζυγά με νούμερα. Αν κερδίσεις εσύ παίρνεις ένα πακέτο τσιγάρα ή 3 σοκολάτες. Αν κερδίσω εγώ παίρνω λεφτά. Όσο περνάει η ώρα χοντραίνει και ο τζόγος. Από αυτά έβγαζα λεφτά.
Μια περίοδο έπαιζα και με λίρες. Είχε βρει κάτι λίρες και έπαιζα κορόνα γράμματα με τον πελάτη στα μπουζούκια. Το ευρώ έκανε 340 δραχμές. Η λίρα έκανε 250 δραχμές. Μια εσύ μια εγώ και όποιος κέρδιζε έπαιρνε τη λίρα του άλλου. Εγώ έβρισκα αυτούς που είχαν λίρες όχι τα μπατάκια.
Ακόμα και από τις σοκολάτες και τα τσιγάρα όμως είχα μικρό κέρδος. Ρέστα δεν δίνω ποτέ. Κανόνας. Έπαιρνες με ένα χιλιάρικο τσιγάρα και σου ΄δινα μια σοκολάτα. Τώρα μου δίνουν πέντε ευρώ και για ρέστα σοκολάτα.
«ΜΕ ΠΙΑΝΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΝΤΑΚΟΣΑΡΙΚΟ»
«Θα τα γράψω Τσαλέρα. Όπως μου τα λες». Το σκέφτεται για δευτερόλεπτα και λέει με απαξιωτικό ύφος «Βρε γράψτα. Τώρα στα 72 μου δεν έχω κανέναν ανάγκη. Έχω χορτάσει εγώ φυλακές και κρατητήρια.
Με πιάναν για το πεντακοσάρικο. Με αφήναν δέκα μέρες και με παίρναν μια. Εκεί στην Τρίγωνη ήταν το αστυνομικό τμήμα στη γωνία. Εκεί που είναι τώρα τα σουβλάκια ήταν το δικαστήριο.
Να φανταστείς παλιά πήγαινα ακόμα και στο ποτάμι, στα Γκιόλια και πουλούσα τυρόπιτες και σαμαλιά και παίζαμε μονά – ζυγά, γιατί ο κόσμος πήγαινε εκεί και έκανε μπάνιο. Κάναμε μπάνιο γυμνοί και αφήναμε τα ρούχα απέναντι για να μην τα παίρνει η αστυνομία. Όμως μας πιάναν και εκεί. Και το μπάνιο ήταν 500άρικο».
Κάνω να πληρώσω και ψάχνοντας τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού δεν είδα άνθρωπο κάτω από τα 60. «Αλήθεια η νεολαία πώς σε αντιμετωπίζει;»
«Πφφφ. Οι νέοι δεν παίζουν πια. Αγοράζουν μόνο κάνα τσιγάρο και αυτό για να κάνουν χαβαλέ. Δεν δίνουν δεκάρικο για νούμερα. Με δέκα ευρώ πίνουν καφέ και κερνάνε την κοπελιά τους. Άλλαξε ο κόσμος».
Μου μίλησε για το Φάληρο όταν είχε καλάμια, για το Μοκάμπο, τη Μαριάννα, το Αμαντέους, τον Κήπο του Αλάχ, το Ρομάντικα, το Λας Βέγκας, την Κιβωτό, το Τζίμη, το Ρίο, τη μάντρα του Σιδέρη, το Καρνάγιο, την Μπέλα Λούνα. Για πολλά.
«Μια φορά μου την έπεσαν στην Ασκληπιού και Ηπείρου. Μου έσπασαν τη μύτη και μου πήραν τα λεφτά και το εμπόρευμα. Νύχτα μια ζωή τι περιμένεις;»
Κουράστηκε μα δεν το βάζει κάτω.
Τον χαιρετάει ένας τύπος δίχως δόντια και του κάνει «τράκα». «Γεια σου ρε Τσαλέρα» και αυτός απαντάει με ένα νεύμα.
Μια άλλη Λάρισα. Μια εποχή πιο πίσω και λίγο πιο σκοτεινή. Ενδιαφέρουσα για κάποιους. Σε πόσους θα λείψει; Κανείς δεν ξέρει.
Φεύγει και ο Τσαλέρας. Φεύγει και το στιχάκι του:
«Έλα μαλμπόρο, σοκολάτες, τσάκα – τσούκα...»