Όπως προαναφέρθηκε, οι εντυπώσεις του δημοσιεύθηκαν στο φιλολογικό περιοδικό «Παναθήναια» του Κίμωνα Μιχαηλίδη [1]. Στις αγκύλες παρατίθενται επεξηγηματικές σημειώσεις:
«Και ωσάν αυταί, κατάφορτοι όλοι, τα τράστα [=σακίδια, ταγάρια] επ’ ώμων, τα σκουτιά [=μάλλινα χονδρά ρούχα] υπό μάλης. Τα νήπια εις τη ράχη, αι χωρικαί, μέσα εις σάκκους ή τομάρια, κυρταί υπό το βάρος σαν βαστάζοι [=αχθοφόροι]. Οι κάπως δ’ εύποροι, μ’ αλεξήλια [=ομπρέλες], αεριστήρια [=βεντάλιες], επανωφόρια, πίλους [=καπέλα], κουλούρια, ζαχαρωτά, φύρδην-μίγδην, ζαλωμένοι [=φορτωμένοι] από παντού, σαν Μέντιοι [=γάιδαροι] [2].
Κρατούμενα και παρακρατούμενα από τας χείρας ως από αορτήρος [=από τη ζώνη], παιδιά αλαλάζοντα [=κραυγάζοντα] ή μισοκλαίοντα ή τραγουδούντα ή γκρινιάζοντα, όλοι και όλαι και όλα εις νέφη μέσα πυκνότατα κονιορτού [=σκόνης], υπό τους πόδας και υπό τους τροχούς συναγειρόμενα [=ξεσηκώνοντας] αποτυφλωτικά [=εκθαμβωτικά], ουρανομήκη, μακρόθεν, από της πόλεως, ούτω εν όγκω περιέχον και περιεχόμενον, φαντάζοντα ως αραβικός Σιμούν [=καυτός άνεμος της ερήμου], τώρα μέλλων να ενσκήψη επ’ αυτής ορφνός [=με βαθύ σκοτεινό χρώμα], ραγδαίος!
Και πέραν, επί τα χωράφια, προς όλας τας εισόδους της πόλεως σκορπιζόμενοι, άλλοι, φανταστικοί εξ απόπτου [=από ψηλά] προσκυνηταί νέας τίνος Μέκκας απέναντι των λαρισσαϊκών εκεί τεμενών και μιναρέδων, βυθιζόμενοι εις την εριβόλακα [=εύφορη γη] μέχρι γονάτων, σκοντάπτοντες ανά πάσαν στιγμήν εις τα λιθάρια και τους ρόγους [=εδάφη με υγρασία], αναφαινόμενοι ωσεί Σπαρτοί [=σαν οπλισμένοι άνδρες] των μυθικών χρόνων και πάλιν εξαφανιζόμενοι, πεπυκνωμένοι ή αραιοί ως προς γυμνάσια παρατάξεως, κυνηγούμενοι διά να παίξουν, σπρωχνόμενοι διά να γελάσουν, τρέχοντες διά να φθάσουν όσους τους άφησαν οπίσω ή διά να προφθάσουν κάνα κρεββάτι, έστω και ξύλινο, ή καμμιά λοπάδα [=είδος πιάτου] παχουλών κεφτέδων (…).
Εξ άλλων σημείων πάλιν του λαρισαϊκού πεδίου, εκ Βορρά και Δυσμών, εκ των Μεθορίων και, διά των Μεθορίων, εκ Μακεδονίας, εκ Σερβίας, εξ Ηπείρου, εκ της λοιπής Θεσσαλίας, Τρικκάλων, Φαρσάλων, Καρδίτσης, Καλαμπάκας, εξ όλου του Πηλίου, έωθεν [=από τα χαράματα] της Λαρίσσης, από την οδόν Τυρνάβου, από του Ολύμπου διά των Τεμπών, χιλιάδες πανηγυριστών θεώνται [=φαίνονται] πρωί-πρωί, με τα χαράμματα, ή βράδυ-βράδυ με την αμφιλύκην [=με το θαμπό φως], πανοραματικώταται, εκ περάτων του κάμπου, καθ’ όλας τας διευθύνσεις του ορίζοντος, μόλις διαγραφόμεναι στο σκιόφως ως φαντάσματα, ή καταφανείς, ευπερίγραφοι, μέσα εις λουτρόν φωτός, εν ώραις ηλιολούστου μεσημβρίας. Πανηγυριστών εφ’ αμαξών, σουστών, κάρων, αραμπάδων, ζώων, των μεν κατά μπουλούκια, των δε με συντροφιά κλεινή [=ξακουστής] ταξιαρχίας όλης ζωντανών.
Πανηγυριστών με τα λαλούμενα [=όργανα λαϊκής ορχήστρας], με τα ποτά κ’ εδώδιμα [=τρόφιμα], με τούς βλαχοδημάρχους στα σελάχια [=εξαρτήματα παραδοσιακής ενδυμασίας], με τα γυναικόπαιδα έως τρίτης και τετάρτης γενεάς, γοργώ τω βήματι αυτών, βραδεί και ωσεί φιλοσόφου Περιπατητικού εκείνων, από ρυτήρος ελαυνόντων [=έφιπποι που κρατούν το χαλινάρι], άλλων, καλπαζόντων, τριποδιζόντων [=με μέτριο καλπασμό], ασθμαινόντων.
Πανηγυριστών για γλέντι και ξεφάντωμα, πανηγυριστών για εμπόριον ή ζωεμπόριον, με εμπορεύματα και πραμμάτειαις και πράτα [=κοπάδι με πρόβατα] παντός είδους, κάθε γούστου, πάσης τάξεως, κάθε ηλικίας, άψυχα και έμψυχα μ’ έναν αέρα προχωρούντα όλα, τα ζωντανά με την κυριαρχίαν του ασυνειδήτου, τα λογικά με της δεσποτείας τον θρίαμβον, ή πραμμάτειαις ωσάν μετέωρα αι μεν επί των δε, εις το κενόν σειόμεναι απειλητικώταται.
Πανηγυριστών για χάζεμμα, για κόρτε [=φλέρτ], για παντρολόημα, για αναψυχή, για φιλοσοφία. Πανηγυριστών για κλέψιμο του άλλου, για κορόιδεμμα του άλλου, για απόλαυσι του άλλου, για θέαμα, για κακογλωσσιά, για ξιππασιά [=έπαρση], για επίδειξι. Πανηγυριστών για ν’ αναπνεύσουν και λίγο χαρούμενη Πατρίδα ξένοιαστοι, για να πάρουν αληθινής Πατρίδος τον αέρα, για να ξανανηώσουν τα κουφάρια τους [=τα ταλαιπωρημένα σώματά τους] λίγο καιρό (…).
Πανηγυριστών, όλων και όλων, πέρα ως πέρα, με βουνό καρδιά, με φαρμακωμένα από την πίκρα ή τη δουλειά στα χείλη, μ’ αγριάδα στο μέτωπο, στα μάτια με φωτιά, και όμως από ζωή σπαρταριστή και αγνότητα σφύζοντα τα μάγουλα, τι κατάρα θεϊκή και διαμαρτύρησι και ειρωνεία κατά των ευμαρούντων [=εύπορων] ωχρολεύκων αυθεντών [=αφεντικών] των, φως άγνωστον μέσα εις τα σκότη τα Θεσσαλικά, ακτίς [=ακτίνα φωτός], αγρία ακόμη, εις τον ζόφον [=τρόμο], που παραδέρνει [=ταλαιπωρεί] τιμαριαρχουμένην [=γεμάτη με τσιφλίκια] την Θεσσαλίαν, σχεδόν όλην».
(Συνεχίζεται).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Δημήτριος Αναστασόπουλος, «Η Πανήγυρις της Λαρίσσης», Παναθήναια (Αθήνα), έτος Δ’, τόμος 7, τεύχος 74 (31 Οκτωβρίου 1903), σελ. 33-37 και τεύχος 76 (30 Νοεμβρίου 1903), σελ. 104-109.
[2]. Παρατσούκλι του γάιδαρου που προέρχεται από τα νομίσματα της αρχαίας πόλης Μένδη της Κασσάνδρας Χαλκιδικής, στα οποία απεικονίζονταν είτε ολόσωμοι γάιδαροι είτε οι κεφαλές τους.