Ήταν γιος του άλλοτε διευθυντή της Βιβλιοθήκης της Ιονίου Ακαδημίας Ανδρέα Παπαδόπουλου Βρετού και της Ελισσάβετ Αλεξάνδρου Φαίδροφ. Τόσο στο Παρίσι (1836-1840) όσο στην Κέρκυρα (1841) και στην Αθήνα (1844-1849) πραγματοποίησε τις γυμνασιακές του σπουδές και τα ιδιαίτερα μαθήματα της ελληνικής γλώσσας, την εκμάθηση της οποίας είχαν αναλάβει φημισμένοι παιδαγωγοί της εποχής.
Το 1852 αναγορεύτηκε σε διδάκτορα των Νομικών Επιστημών από το Πανεπιστήμιο της Πίζας (Ιταλία), ενώ στη συνέχεια πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι με υποτροφία της ελληνικής κυβέρνησης. Στη γαλλική πρωτεύουσα ο Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός ξεδίπλωσε το φιλολογικό και δημοσιογραφικό του ταλέντο. Διετέλεσε πρόξενος της Ελλάδος στο Παρίσι, ενώ υπήρξε από το 1861 ο εκδότης του φιλολογικού «Εθνικού Ημερολογίου», το οποίο διέκοψε την έκδοσή του, το 1871, χρονιά που απεβίωσε από παραλυσία (25 Νοεμβρίου).
Το καλοκαίρι του 1848, δηλαδή κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, πραγματοποίησε ένα ταξίδι στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα φθάνοντας μέχρι το λιμάνι του Βόλου. Τις εντυπώσεις του, όμως, από αυτό το ταξίδι τις δημοσίευσε πολύ αργότερα (1867) [2] και επομένως, συμπεριέλαβε (τουλάχιστον για τη Θεσσαλία) διάφορες ειδήσεις των χρόνων που μεσολάβησαν από τότε (1848-1867). Παραθέτουμε στη συνέχεια όσα αφορούν τη Θεσσαλία με διάφορες επεξηγηματικές σημειώσεις.
«Η Θεσσαλία έχει πληθυσμόν 320 άχρι [=μέχρι] 330.000 ψυχών, εξ ων 6.000 Ιουδαίοι και 40-50 χιλιάδες Οθωμανών. Οι μεν αποκαλούνται υπό του λαού Κονιάροι και κατάγονται εκ των εκ της Ασίας ελθόντων κατακτητών, οι δε άλλοι είναι Χριστιανοί εξομώται, και λαλούσιν έτι [=ομιλούν ακόμη] και σήμερον την Ελληνικήν. Η Θεσσαλία έχει πλείστας κώμας [=κωμοπόλεις] και δεκαεπτά πόλεις, εξ ων σπουδαιόταται είναι αι εξής: Λάρισσα, έχουσα 28-30 χιλ. κατοίκων, Τούρναβον [=Τύρναβος] 4.500-5.000, Ζαγορά 2.500, Βώλος 3.000, Τζαβιτζάνι [=Τσαριτσάνη] 5.000, Τρίκαλα, έδρα του Πασσά, 12.000, Φάρσαλος 4.000, Αμπελάκια 3-4.000, Κλασσόνη [=Ελασσόνα] 2.000, Καππάνι [=Ραψάνη] 3.500 κ.λπ.
Η Θεσσαλία φύσει γόνιμος γη ούσα, ασχολείται τούτου ένεκα περί την γεωργίαν κυρίως. Παράγει Δημητριακούς καρπούς, μάλιστα δε σίτον, έλαιον, μέταξαν, βαμβάκιον, καπνόν περίφημον, ορύζιον, διαφόρους καρπούς κ.λπ. Εις τους ευρείς αυτής λειμώνας [=λιβάδια] βόσκουσι πολυάριθμα ποίμνια και ανατρέφονται εξαίρετοι ίπποι. Προ της επαναστάσεως [=1821] οι Θεσσαλοί είχον μεγάλως προοδεύσει εις την βιομηχανίαν και το εμπόριον. Πόλεις ολόκληροι ησχολούντο εις την κατασκευήν και εις τον χρωματισμόν του βαμβακίου, όπερ μετέπειτα μετεκομίζετο εις την Λειψίαν, το Αμβούργον ή την Αυστρίαν. Υπήρχαν και κλωστικαί μηχαναί, παράγουσαι υφάσματα επιζητήσιμα [=με μεγάλη ζήτηση] εν τη ανατολή. Την ευημερίαν ταύτην κατέστρεψεν η τυραννία του Βελή-Πασσά, υιού του περιφήμου Αλή-Πασσά, μάλιστα δε η επανάστασις του 1821, την οποίαν γενναίως συνεμερίσθη.
Έκτοτε ουδέποτε η Θεσσαλία ηδυνήθη ν’ ανακτήση ό,τι τότε απώλεσε. Περιέχει σήμερον [=1867], 2 εκατομμύρια βοσκημάτων, 40-50 χιλιάδες βοών και 26.500 φορτηγών ζώων. Κατά το 1852, μη εύφορον έτος, παρήγαγεν 2.800.000 χιλιόγραμμα αλεύρου και διαφόρους άλλους Δημητριακούς καρπούς, ως αραβόσιτον, κριθήν κ.λπ., 700.000 οκάδων καπνού [=897.400 κιλά], 40.000 οκάδων μετάξης [=51.288 κιλά], 900.000 οκάδων ελαίου και ελαιών [=1.153.800 κιλά], 5.000 καντάρια λινού [=282.000 κιλά λιναριού] και 1.000 βαμβακίου [=56.408 κιλά] κ.λπ.
Ο Βώλος είναι ο επισημότατος λιμήν της Θεσσαλίας. Εκείθεν [=από εκεί] εξάγονται συνήθως και προς το εξωτερικόν και τας άλλας Τουρκικάς επαρχίας Δημητριακοί καρποί, καπνός, ξυλική [=ξυλεία] ναυπηγήσιμος, κουκούλια και μέταξα, έλαια κ.λπ. Το ολικόν ποσόν του εμπορίου της εξαγωγής υπήρξε κατά το 1852 τριών εκατομμυρίων φράγκων. Τα δ’ εισαχθέντα είδη κατά το αυτό έτος, συνιστάμενα εις αποικιακά προϊόντα, Αγγλικόν σίδηρον, υφάσματα και διάφορα τεχνουργήματα ανέβησαν εις 1.800.000 φράγκων. Ο κύριος Α. Μεζιέρ [=Alfred Mézières], μέλος της εν Αθήναις Γαλλικής σχολής, διατρέξας την Θεσσαλίαν, έκρινε ορθότατα περί της καταστάσεως της χώρας. «Μόλις μένουσιν εις Λεχώνια, λέγει ο κ. Μεζιέρ, λαλών περί του χωρίου αυτού, 50 κατακτηταί και αυτοί αρκούσι να δώσουν εις όλον το χωρίον τα φαινόμενα της αθλιότητος. Όλα καταστρέφονται από αυτούς. Οι οίκοι καταρρέουσι, τα παράσιτα φυτά καταπνίγουσι την καλλιέργειαν εν τοις κήποις και ο ναός αυτός είναι ηρειπωμένος, ως να μετέχη και η θρησκεία της γενικής ταύτης καταστροφής. Απαντάς εις τας οδούς μαύρους δούλους ρακενδύτας, διολισθαίνοντας παρά τους τοίχους, ίν’ αποφύγουσι την προσέγγισιν του ξένου, ενώ αι Ελληνίδες νήθουσι [=γνέθουν], καθήμεναι εις τον ουδόν [=κατώφλι] της θύρας, και έχουσι πέριξ πολυμελή οικογένειαν. Εάν δεν υπήρχον Έλληνες εις Λεχώνια, η θαυμασίως εύφορος εκείνη πεδιάς, η εσκεπασμένη υπό αμπελώνων και μωρεοφυτειών, θα μετεβάλλετο προ πολλού εις νοσώδη έλη, ως μέγα της Θεσσαλίας μέρος» [3].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ανδρέας Παπαδόπουλος Βρετός, Βιογραφία Μαρίνου Παπαδόπουλου Βρετού. Αθήνησι: τύποις Δ. Αθ. Μαυρομμάτη, 1872.
[2]. Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, «Ταξίδια», Εθνικό Ημερολόγιο (Παρίσι), τ. Ζ΄ (1867), σελ. 90-108. Ειδικώς σελ. 103-105.
[3]. Alfred Mézières, Mémoires sur le Pélion et l’ Ossa. Paris: Imprimerie impèriale, 1853, σελ. 38.