Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1900 και απεβίωσε το 1944 (δολοφονήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου). Εργάστηκε από νεαρή ηλικία ως συντάκτης σε έντυπα της γενέτειράς του, ενώ μετά από την Μικρασιατική εκστρατεία στην οποία έλαβε μέρος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου εργάστηκε σε εφημερίδες της πρωτεύουσας. Έλαβε μέρος στον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο (1940-1941), ενώ μετά από την κατάληψη της Ελλάδος από τους Ναζί, εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση. Η δολοφονία του προκάλεσε βαθύτατη συγκίνηση σε όλον τον διανοούμενο κόσμο. Ιδιαίτερα όμως λύπησε τη Λάρισα, αφού όλο το φιλολογικό του έργο ήταν εμπνευσμένο από την πλούσια ιστορία της. Βαθιά θρησκευόμενο άτομο έγραψε ένα χρονογράφημα για την ιστορία του ναού του Αχ. Αχιλλίου το οποίο δημοσιεύτηκε λίγους μήνες μετά από τον θάνατό του (Μάιος 1945) στην εφημερίδα «Ελευθερία» της Λάρισας (φ. 6232, 6.5.1945) υπό τον τίτλο «Πασχαλινή λειτουργία εις τον Αχ. Αχίλλειον το 1794». Αποσπάσματα από το άρθρο αυτό (μετά από τις απαραίτητες διορθώσεις), δημοσιεύουμε στη συνέχεια:
«Η Πασχαλιά του 1794 ήταν ξενιαστή στη Λάρισα. Γι’ αυτό και ο αρχιμανδρίτης Ιάκωβος Βαλβαμάς έγραφε «την ενθύμησιν» με τρεμάμενο από συγκίνηση χέρι πίσω από το τεφτέρι, που σώζεται στη μονή του Βαρλαάμ στα Μετέωρα, και το σημείωμά του εκείνο αποτελεί το χρονικό της εποχής. Ήταν για την εκκλησία. Την παλιά εκκλησία της Πολιτείας που η αρχή της χάνεται στα μακρινά τα βάθη των αιώνων, εκεί που η ιστορία σώζεται με το θρύλο. Την είχαν χτίσει χέρια ευλαβών ανθρώπων που ήθελαν να τιμήσουν τη μνήμη του πρώτου Δεσπότη που η δράση και οι καλοσύνες του τον κατέταξαν στη χορεία των Αγίων της Χριστιανοσύνης – του Αχιλλείου του Μεγάλου. Μα ο Σλάβος επιδρομέας την έκαψε. Ήταν τότε που ο βασιλιάς των Βουλγάρων Σαμουήλ κυρίεψε με το στρατό του την πόλι, που την πολιορκούσε χρόνια (…). Τότε έκαψε και την εκκλησία και πήρε και το λείψανο του Άγιου που το είχαν σαν Ιερή παρακαταθήκη στην πόλι. Έχτισε κοντά στη λίμνη της Πρέσπας δικό του μοναστήρι και φύλαξε το λείψανο για πολλά χρόνια.
Μα η πίστη ύψωσε τους γκρεμισμένους από άνομα χέρια τοίχους και στον τόπο της παλιάς εκκλησιάς, οικοδόμησε τη νέα. Ο καινούργιος ναός του Κυρίου δεν είχε τον παλιό μεγαλόπρεπο θόλο, τα ταβάνια του ήταν χαμηλά και τα εικονίσματα λιγοστά (…). Μα ήταν βαριά η σκλαβιά και το έχει και τη ζωή τους τα εξουσίαζε ο Δυνάστης (…).
Έτσι τους έκαψαν πάλι την εκκλησιά. Τούτη τη φορά μάλιστα και την έσκαψαν απ’ τα θεμέλια. Και οι πονεμένοι έχασαν πάλι την εκκλησιά τους (…) Και πριν ακόμη η αυγή διαλύσει το σκοτάδι της νύχτας, έπαιρναν το δρόμο προς το εξοχικό εκκλησάκι της αγίας Μαρίνας, ή στο κοντινό χωριό που ένα χαμόσπιτο είχε γίνει εκκλησιά και έκαναν ευλαβικά την προσευχή τους προς τον Κύριον των πάντων.
Είκοσι εξ χρόνια βάσταξε αυτό. Πολύ και για ραγιάδες ακόμη. Τώρα στον αρχιερατικό θρόνο του αγίου Αχιλλείου κάθονταν Διονύσιος ο Καλλίαρχος, απ’ τους μεγάλους κληρικούς, που στα κατοπινά χρόνια τον κάλεσαν στον Οικουμενικό Θρόνο. Στις μέρες του ήταν που ξανάχτισαν τον Ναό. Στο Ντιβάνι τον άκουσαν κι’ ο Σουλτάνος Σελήμ Γ’ έβαλε τη βούλα του στο φιρμάνι. Δευτέρα ήταν, 26 Φεβρουαρίου 1794, γράφει το χρονικό του Βαλβαμά, όταν ο Τάταρης έφθασε στη Λάρισα και την Πέμπτη 2 Μαρτίου, ύστερα από τρεις μέρες, μπροστά στους αφέντες και ραγιάδες, διάβαζε τη σουλτανική διαταγή. Και έβαλαν θεμέλιον τη Κυριακή εις τας 5 του Μαρτίου, και εδούλεψαν ημέρας 36, και ετελείωσαν τη μεγάλη Παρασκευή και το Μέγα Σάββατον έγινε λειτουργία μέσα εις την παντέρημον Λάρισσαν, όπου ήταν 26 χρόνους χωρίς λειτουργία και παραπάνω. Και εδούλευαν υπέρ τους διακοσίους μαστόρους, έξω από τον λαόν που εβοηθούσαν….
Στο μισοσκόταδο της χαμηλής εκκλησιάς οι χριστιανοί προσεύχονταν με κατάνυξη την αυγή εκείνη. Και όταν σε λίγο πήραν το άγιο φως από τα χέρια του Δεσπότη του Καλλίαρχου που πρόβαλε χλωμός από την Ωραία Πύλη καλώντας τους πιστούς στη μυσταγωγία, άλλαξαν μεταξύ τους ματιές από αυτές που εξωτερικεύουν πόθους κρυφούς, θαμμένους στα τρίσβαθα πονεμένης ψυχής. Γιατί η σκλαβιά ήταν βαριά στον τόπο μας και οι δύστυχοι και καταφρονημένοι φύλαγαν τη σκέψη τους, το μόνο που απόμενε δικό τους σαν το πιο κρυφό κειμήλιο που δεν έπρεπε να το αντικρύσει ξένο μάτι. Ύστερα έψαλαν μαζί με τον κλήρο και τους ψαλτάδες το Χριστός Ανέστη, αλλά με φωνή που δεν περνούσε τους πλίνθινους τοίχους, νοτισμένους ακόμα και φιλήθηκαν χωρίς να τολμήσουν να φθάσουν ως τα χείλη τους τη μεγάλη ευχή. Μόνο που περισσότερο δεν μπόρεσαν να κρατήσουν ένα δάκρυ και τ’ άφησαν να κυλίσει πάνω στα τραχειά τους πρόσωπα».