Μια πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία έκανε ο επίτιμος δικηγόρος Κ. Γιάννης Διαμαντής, στη νομική ημερίδα προς τιμή του, που οργανώθηκε από τον Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας. Αναπτύσσοντας το θέμα σχετικά με τα εφόδια που πρέπει να διαθέτει ο συνήγορος στην ποινική δίκη, είπε τα εξής:
«Το θέμα της αποψινής ημερίδας «Ο θεσμικός ρόλος του συνηγόρου στην ποινική δίκη», αναπτύχθηκε με πληρότητα από τους εισηγητές της ημερίδας. Για την ολοκλήρωση της τιμητικής για μένα εκδήλωσης σκέφθηκα ότι μου δίδεται η ευκαιρία να αναπτύξω ένα θέμα που έχει άμεση σχέση με τα εφόδια που πρέπει να διαθέτει ο Συνήγορος στην ποινική δίκη για την ορθή άσκηση του ρόλου του. Η έντονη νομική δραστηριότητά μου που κατέλαβε περισσότερο από μισόν αιώνα, αφιερωμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος στο ποινικό δίκαιο, μου έδωσε μέγα δίδαγμα. Φορτίο ολόκληρο πλούσιων εμπειριών, με έπεισε ότι η παρουσία του δικηγόρου στο δικανικό βήμα απαιτεί τον εφοδιασμό του με εξοπλισμό που αμέσως δίνει την εντύπωση ότι αυτός που τον κατέχει δεν χρησιμοποιεί μόνο τους κώδικες άλλα έχει κατακτήσει τον ρόλο του. Είναι βασικός συντελεστής της δίκαιης δίκης. Έτσι πρέπει να τον αποδεχθεί ο δικαστής. Ο ποινικός δικηγόρος σε όλες τις φάσεις μιας δίκης αποτελεί αντικείμενο συνεχούς παρατήρησης όλων των άλλων συντελεστών, ιδιαίτερα όμως των δικαστών και εισαγγελέων.
Αναγκαιότητα πρώτη: Η παρουσία του να είναι αισθητή. Ο δικαστής αντιλαμβάνεται ότι ο συνήγορος δεν παρίσταται για να διακοσμήσει την δίκη εκπληρώνοντας απλώς ένα καθήκον υπεράσπισης, αλλά για να συμμετάσχει ουσιαστικά συντελώντας στην ορθή τομή της υπόθεσης και στην απονομή της δικαιοσύνης.
Επέλεξα λοιπόν ένα κείμενο που ελπίζω ότι περιλαμβάνει τα περισσότερα από εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα σε όλους τους λειτουργούς της νομικής επιστήμης. Ιδιαίτερα είναι χρήσιμα στους συνηγόρους της ποινικής δίκης για την ανάληψη μιας τεράστιας ευθύνης αλλά και για τη διαρκή εγρήγορση στην εντατική καθημερινή επιστημονική και επαγγελματική ενασχόληση. Πρόκειται για την συμβουλευτική επιστολή του Felix Frankfurter, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Harvart και αργότερα ανωτέρου Δικαστή των Ηνωμένων Πολιτειών, προς ένα νέο που ενδιαφερόταν να σπουδάσει νομικά. Το κείμενο αυτό το ανακάλυψε η Ρούλα Κακλαμανάκη και το καταχώρησε στο βιβλίο της «Για την Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης».
Αγαπητέ Παύλο,
Κανείς δεν μπορεί να γίνει ικανός νομικός, αν δεν είναι ένας καλλιεργημένος άνθρωπος. Αν ήμουν στη θέση σου, θα ξεχνούσα κάθε τι που έχει σχέση με οποιαδήποτε τεχνική προπαρασκευή για τη σπουδή του Δικαίου. Ο καλύτερος τρόπος για να προετοιμασθεί κανείς για τη νομική επιστήμη, είναι ν’ αρχίσει τις σπουδές του σαν άνθρωπος που έχει κιόλας διαβάσει πολύ. Μόνο έτσι μπορεί ν’ αποκτήσει την ικανότητα να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα, γραπτά και προφορικά, και με τη συνήθεια της ξεκάθαρης σκέψεως, που μόνο μια ελεύθερη παιδεία μπορεί να προσφέρει.
Δεν είναι λιγότερο σημαντική για ένα νομικό, η καλλιέργεια της φαντασίας του, με το να διαβάσει ποίηση, να δει τα έργα μεγάλων ζωγράφων, στο πρωτότυπο ή και σε αντίγραφα, που εύκολα μπορεί να τ’ αποκτήσει και ν’ ακούσει τα έργα μεγάλων συνθετών. Πλούτισε το πνεύμα σου, με πολύ και καλό διάβασμα, πλάτυνε και βάθυνε τον συναισθηματικό σου κόσμο με μια έντονη αίσθηση του υπέροχου μυστηρίου του σύμπαντος και ξέχασε, για την ώρα, όλα τα σχετικά με τη μελλοντική σου σταδιοδρομία.
Με πολλές ευχές
ειλικρινά δικός σου
Felix Frankfurter’’
Η επιστολή αυτή απευθύνεται βέβαια στον υποψήφιο νομικό και τον προετοιμάζει για τον υψηλό του ρόλο, αλλά και σ’ όλους τους λειτουργούς της νομικής επιστήμης για όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους.
Αξίζει να προσέξουμε λίγο περισσότερο την ουσία του περιεχομένου της επιστολής του εξόχου νομομαθούς συντάκτη. Ομιλεί στην αρχή για «καλλιεργημένο άνθρωπο» . Αναδύεται αμέσως η διαφορά μεταξύ μορφωμένου ανθρώπου και καλλιεργημένου. Μόρφωση σημαίνει συσσώρευση γνώσεων. Πνευματική καλλιέργεια δημιουργεί την ολοκληρωμένη προσωπικότητα, κατά την αριστοτέλεια έννοια του όρου. Προτρέπει λοιπόν γι’ αυτό την επίδοση στο διάβασμα. Επαναλαμβάνει και σ’ άλλα σημεία την παραίνεση διότι φυσικά, δίνει την δέουσα σημασία. Βέβαια ο Έλληνας νομικός έχει την τύχη να τον «βαρύνει» ο πλούτος της αρχαίας κληρονομιάς μας. Παρακινείται συνεπώς να ακολουθήσει τον ιδεώδη τρόπο της αρχαιογνωσίας συμπληρώνοντας τα όσα έμαθε στο Πανεπιστήμιο για την ιστορική εξέλιξη των θεσμών του δικαίου. Θα θυμηθεί κατ’ αρχήν ότι το πολύ διάβασμα το συνιστούσε ο Περίαδρος από τον 6ο αιώνα π.Χρ. με το αξίωμα του «Μελέτη το Πάν». Θα διαπιστώσει ακόμη ότι όλοι οι θεσμοί του σύγχρονου δικαίου και ιδιαίτερα του ποινικού, γεννήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα. Αλλά η ιστορική έρευνα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα διότι καθίσταται ερμηνευτικός παράγων απαραίτητος για την κατανόηση των πρακτικών προβλημάτων που ανακύπτουν στο σύγχρονο δίκαιο διδάσκει ο αείμνηστος Νικόλαος Πανταζόπουλος. Διαπιστώνουμε ακόμη ότι οι γενικές ρήτρες του ελληνικού δικαίου άσκησαν αποφασιστική επίδραση στη διαμόρφωση και ενοποίησή του, εισέδυσαν στο ρωμαϊκό και έγιναν αποδεκτές από τον σύγχρονο νομοθέτη.
Το πολύ διάβασμα όμως ο Frakfurter το συναρτά με την ικανότητα να χρησιμοποιήσει ο νομικός τη γλώσσα. Εδώ ανακύπτει αμέσως το βασικό μήνυμα του δικανικού λόγου. Ο Γοργίας (αρχές του 5ου αιώνα π.Χρ.-480) αποφαίνεται: «Λόγος δυνάστης μέγας». Τον λόγο τον θεωρεί ως το κατάλληλο όργανο για την δημιουργία ρητορικής πειθούς που απέκλειε τη χρήση βίας (Πλατ. Γοργ. 453α). Ωστόσο το «δεινός λέγειν» που χαρακτηρίζει τον Γοργία δεν αφορούσε μόνο στη «φραστική δύναμη», την καλλιέπεια δηλαδή που είναι βέβαια βασικό στοιχείο, αλλά και στον «αυστηρό λογικό ειρμό της σκέψης του». Μετά από πολύμοχθη έρευνα ο Αριστοτέλης κατέληξε σε ορισμένα συμπεράσματα που άπτονται του τεραστίου θέματος της δικανικής τέχνης και της δικαστικής συνείδησης. Εκείνο που ξεχωρίζει τον καλό ρήτορα-δικηγόρο που δεν έχει την πρόθεση να εξαπατήσει αλλά να επανορθώσει στο μέρος του δυνατού την αδικία που γίνεται στο πρόσωπο του πελάτη του, από τον κακό σοφιστή που μεταχειρίζεται παραπειστικά επιχειρήματα και όσο περισσότερο συσκοτίζει και περιπλέκει το δίκαιο, τόσο ικανότερος πιστεύεται, δεν είναι μόνον η ικανότητα να χειρίζεται την τέχνη του λόγου αλλά η πρόθεση, η διάθεση να μην χρησιμοποιήσει την ικανότητα αυτή για να εξαπατήσει τους άλλους, καμμιά φορά και τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Αριστοτέλης αυτήν την «αχίλλειο πτέρνα» του δικηγορικού επαγγέλματος να γίνεται τέλειος μα ανέντιμος ρήτορας-ο σοφιστής- από τη μια στιγμή στην άλλη, με τον έλεγχο του συνηγόρου του αντιδίκου, από μάγος απατεώνας είχε ανακαλύψει, έπειτα από πολύμοχθη έρευνα, λέγοντας ότι καλός ρήτορας μπορεί και μάλιστα πρέπει να είναι σε θέση να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται ως σοφιστής. Γιατί μόνο με τον τρόπο αυτόν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον σοφιστή αντίδικό του (βλ. Νικ. Πανταζόπουλος «Η τέχνη του δικανικού λόγου και ο Αριστοτέλης»).
Όλοι οι Έλληνες φιλόσοφοι δέχονταν ότι η ηθική τελείωση του ανθρώπου συντελείται «διά της παιδείας». Μόνο όμως με την οργάνωση μιας πρότυπης κοινωνίας θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Αυτό ισχύει εσαεί. Ελεύθερη παιδεία θέτει ως προϋπόθεση και ο Αμερικανός καθηγητής. Ελεύθερη βέβαια από προκαταλήψεις, καταναγκασμούς και στερεότυπα. Προϋποθέτει όμως ένα πολιτιστικό επίπεδο υψηλής μορφής και μια ουσιαστικά δημοκρατικά οργανωμένη πολιτεία με μια ηγεσία αντάξια της μεγάλης ανθρωπιστικής παγκόσμιας πνευματικής κληρονομιάς. Ξεκάθαρη σκέψη λοιπόν με τη συνήθεια της συνεχούς νομικής ενασχόλησης και προβληματισμού, πράγματι μόνο μια ελεύθερη παιδεία μπορεί να προσφέρει. Ας μην ξεχνάμε πάλι τους αρχαίους που με τη λέξη «παιδεία» εννοούσαν ό,τι στις νεότερες γλώσσες λέμε πολιτισμός και ανθρωπισμός μαζί.
Ο καθηγητής, συνεχίζοντας το καθοδηγητικό του έργο, προτρέπει το νεαρό φίλο του να πεισθεί ότι το ίδιο σημαντική με τη μελέτη των επιστημονικών έργων είναι για έναν νομικό και η καλλιέργεια της φαντασίας του. Την θεωρεί ως αναγκαίο στοιχείο της ολοκλήρωσης της προσωπικότητάς του. Του ζητάει να επιτύχει τη διεύρυνση του ορίζοντα της σκέψης του. Η ποίηση, τα δημιουργήματα των εικαστικών τεχνών και τα έργα των μεγάλων συνθετών θα τον βοηθήσουν στην προσπάθεια για την καλλιέργεια της φαντασίας του. Επιλέγει το δυσκολότερο είδος λογοτεχνίας. Ξέρει ότι ο πεζός λόγος είναι πιο προσιτός και χρησιμεύει στην καλλιέπεια του νομικού. Η ποίηση όμως κινητοποιεί τις ύψιστες νοητικές δυνατότητες του καλού αναγνώστη. Αυτός ιχνηλατεί τα μύχια της σκέψης του ποιητή και βυθίζεται κυριολεκτικά αναζητώντας το ουσιαστικό νόημα του ποιήματος, ακολουθεί μια εναγώνια πορεία ταυτιζόμενος με τον δημιουργό, εξάπτεται η φαντασία του και τελικά νοιώθει την απόλυτη ευφορία που προκαλεί το έργο. Η ποίηση σε βρίσκει λέει ο Τίτος Πατρίκιος στην τελευταία συλλογή του. Ο Έλληνας νομικός ζει σε μια χώρα με μερικούς από τους μεγαλύτερους ποιητές του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο που δύο νόμπελ απονεμήθηκαν (Σεφέρης, Ελύτης) και αν δεν υπήρχε ο φθόνος και ο φανατισμός των κρατούντων θα ήταν άλλα τρία (Καζαντζάκης, Σικελιανός, Ρίτσος).
Τον καλεί στη συνέχεια να επισκεφθεί τα μουσεία και τις πινακοθήκες, ξέροντας ότι τα σπουδαία έργα ζωγραφικής και γλυπτικής του αφήνουν ανεξάλειπτα αποτυπώματα στη σκέψη, καλλιεργούν τη φαντασία του και ανυψώνουν την αισθητική του αντίληψη, αναγκαία ακόμη και για την σκηνική του εμφάνιση ως συνηγόρου. Η προτροπή του καθηγητή για την απόκτηση έργων ακόμη και σε πολλαπλά αντίγραφα κατατείνει στην παγίωση μιας ορθής αντίληψης για την εξοικείωση με τα έργα τέχνης που ανεβάζει το αισθητικό επίπεδο και οδηγεί στην καθημερινή συμμετοχή στα πολιτιστικά αγαθά.
Βέβαια η μουσική δεν καλλιεργεί μόνον τη φαντασία αλλά είναι το μέσον για την επίτευξη της ψυχικής γαλήνης, ως ύψιστου αγαθού, κατά τον Επίκουρο. Τίποτε δεν γαληνεύει τον συνήγορο μετά από μία εξουθενωτική δίκη όσο το ακρόαμα ενός μεγάλου μουσικού έργου. Η μουσική δημιουργεί τη φαντασιακή δημιουργία ενός ολόκληρου κόσμου. Εδώ προσθέτω και την αναγκαιότητα της παρακολούθησης καλών θεατρικών έργων. Το θέατρο διδάσκει και εκπολιτίζει. Ο Συνήγορος όμως θα ωφεληθεί και από την εκφορά του λόγου καλών ηθοποιών. Έτσι αποκτά καλύτερη άρθρωση για τις αγορεύσεις του.
Ως κατακλείδα της επιστολή του ο καθηγητής επανέρχεται στο «πολύ και καλό διάβασμα». Η έμφαση που δίδεται για μελέτη είναι φανερή. Πράγματι ο επιστήμων του δικαίου είναι υποχρεωμένος να ενημερώνεται συνεχώς και πρέπει να βρίσκεται σε εγρήγορση. Είναι αναγκαία η πλήρης ενημέρωσή του στη νομοθεσία που χάρη στην τεχνολογία είναι εύκολο και άμεσο απόκτημα του νομικού. Απαιτείται επίσης συνεχής μελέτη της νομολογίας και της επιστήμης. Ωστόσο είναι απαραίτητη και η πρόσληψη βασικών γνώσεων και άλλων επιστημών διότι σήμερα η ποικιλότητα των μορφών του εγκλήματος επιβάλλει την ενημέρωση του Συνηγόρου με τη βοήθεια πάντοτε επιστημονικών συμβούλων. Ως πρόχειρο παράδειγμα αναφέρω τις δίκες της ιατρικής αμέλειας. Ο Συνήγορος υποχρεούται να ζητήσει τη βοήθεια ιατρού ανάλογης ειδικότητας και πείρας για να κατανοήσει πληρέστερα το θέμα και να προβεί σε ευπρεπή αλλά και πλήρη-κατά το δυνατόν- τοποθέτηση του υλικού της υπόθεσης.
Μεγάλα τμήματα της αρχαίας γραμματείας στον Έλληνα νομικό είναι προσιτά διότι υπάρχουν θαυμάσιες μεταφράσεις και εισαγωγές σπουδαίων φιλολόγων, όπως ο Συκουτρής, ο Γληνός, κ.ά. Οφείλει όμως να ενημερωθεί και στα έργα του ευρωπαϊκού και ελληνικού διαφωτισμού.
Πρέπει να τονίσουμε την ανάγκη μελέτης πολλών λογοτεχνικών έργων ποιητικού, πεζού και θεατρικού λόγου. Η ορθή χρήση του γλωσσικού μέσου από τους σπουδαίους λογοτέχνες μας, βοηθάει ειδικότερα τον Συνήγορο της ποινικής δίκης. Βοηθάει τον λόγο του με καλλιεπείς εκφράσεις, ενισχύει την προσπάθειά του στην ακριβολογία και στη σαφήνεια, του δίνει τη δυνατότητα της χρήσης ποικιλίας εκφραστικών μέσων με τα οποία ντύνει τους ισχυρισμούς του και τα αιτήματά του. Ο Θεοδωρίδης στο έργο του για τον Επίκουρο λέει ότι η γλώσσα μας είναι εκφραστικό όργανο που η ευλυγισία του και ο πλούτος του δεν έχει όμοιό του.
Το πολύ διάβασμα και άλλων κειμένων πέραν των κωδίκων βοηθάει στην αφομοιωτική δύναμη που πρέπει να έχει ο συνήγορος για να επιτυγχάνει τη συμπύκνωση και περιεκτικότητα της έκθεσης των νοημάτων του, ώστε να αποφεύγεται η αδολεσχία που κυριεύει μερικούς συνηγόρους, φοβερά ενοχλητική για τους δικαστές. Η φλυαρία προκαλεί χαλάρωση της σκέψης του δικαστή, η σφιχτοδεμένη συντομία που τέρπει και τον βοηθάει στη μεθοδικότητα της εφαρμογής της διαλεκτικής στη σκέψη του και στην ορθή τομή της υπόθεσης.
Ο καθηγητής τελειώνει το γράμμα του με την αναγκαιότητα να πλατύνει και να βαθύνει τον συναισθηματικό του κόσμο ο νομικός με μια έντονη αίσθηση του υπέροχου μυστηρίου του σύμπαντος. Αυτή η διεύρυνση του συναισθηματικού κόσμου που εγγίζει το μυστήριο του σύμπαντος, αποτελεί την πεμπτουσία της διδαχής του καθηγητή. Ο Έλληνας νομικός θα ερμηνεύσει τον λόγο του Frankfurter, γνωρίζοντας ότι η πνευματική κληρονομιά μας, μας εδίδαξε ότι το δίκαιο αποτελεί βασικό στοιχείο του πολιτισμού. Κύριο και πρωταρχικό γνώρισμα το οποίο διαστέλλει την ελληνική νομική σκέψη από τη συγκριτική μελέτη άλλων δικαίων, είναι το παιδαγωγικό και ανθρωπιστικό πνεύμα από το οποίο εμφορείται. Ας προσθέσουμε και την οικουμενικότητα αφού στα γνωμικά και στις σοφές παρακαταθήκες των σοφών και των φιλοσόφων μας, βρίσκουμε στοιχεία πανανθρώπινης εφαρμογής. Ο Θαλής (620-547 π.Χρ.) πρώτος καθιερώνει θεμελιώδη αρχή ορθής συμπεριφοράς του κοινωνικού ανθρώπου με την ρήση: ΄΄ού τοις άλλοις επιτιμώμεν αυτοί, μη δρώμεν΄΄. Ταυτίζεται σχεδόν με την χριστιανική εντολή: ΄΄ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις΄΄.
Ο Δημόκριτος (460-370 π.Χρ.) αποφαίνεται: ΄΄Ανδρί σοφώ πάσα γή βατή, ψυχής γαρ αγαθής πατρίς ο ξύμπας κόσμος΄΄. Ο Αλκιδάμας, μαθητής του Γοργία (αρχή 5ου π.Χρ. αιώνα), διακηρύττοντας ότι το δικαίωμα της ατομικής ελευθερίας είναι για κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως, ανεξάρτητα από την ιδιότητα αυτού ως πολίτη ορισμένης πόλης, κατά το φυσικόν δίκαιον αναφαίρετον, είπε: ΄΄Ελευθέρους αφήκε πάντας θεός ουδένα δούλον ή φύσις πεποίηκεν.΄΄.
Ο Ηράκλειτος (540-480 π.Χρ.) είναι ο δημιουργός της θεωρίας της διαρκούς εξέλιξης βασιζομένης στην αντίθεση. Είναι πρόδρομος της διαλεκτικής ΄΄Εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίαν΄΄, είπε. Ενώ το διαλυτικό στοιχείο είναι ο πόλεμος το συνθετικό είναι ο λόγος (λογική) που εξευρίσκεται με την αλήθεια πηγή της οποίας είναι η σκέψη κοινή σ’ όλους τους ανθρώπους.
Η διεύρυνση του συναισθήματος συνεπάγεται την πίστη στον ανθρωπισμό και στην αλληλοβοήθεια. Πάλι ο Δημόκριτος έλεγε ότι οι μεταξύ των πολιτών σχέσεις πρέπει να διέπονται από πνεύμα επιείκειας, χρηστότητας, αλληλοβοήθειας και ομονοίας. Η φράση για την έντονη αίσθηση του μυστηρίου του σύμπαντος μου θύμισε το έργο του τελευταίου Έλληνα μεγάλου φιλοσόφου Κώστα Αξελού, που πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου του 2010, στο Παρίσι, σε ηλικία 86 ετών. Δεν δέχονταν τον όρο αυτόν αλλά μόνον του στοχαστή. Ωστόσο μας άφησε μεγάλο φιλοσοφικό έργο. Εκτός από το σπουδαίο βιβλίο του για τον Ηράκλειτο, που αποτέλεσε και το θέμα της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο «Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία» και από τη δεύτερη διδακτορική του διατριβή με θέμα «Ο Μάρξ ο στοχαστής της τεχνικής», άφησε και πλήθος άλλων έργων μεταξύ των οποίων και αυτό που μας ενδιαφέρει, που είναι το βιβλίο «Για την Πλανητική Σκέψη». Η στοχαστική προσπάθεια του Αξελού διαρθρώνεται σε τρεις χρόνους: τον χρόνο με τη χαραυγή της ελληνικής αρχαιότητας, στον χρόνο του χριστιανισμού και της κρίσης του, σ’ εκείνον της σύγχρονης ευρωπαϊκής εποχής και της πορείας της που οδηγεί προς την οικουμενικοποίηση, την παγκοσμιοποίηση και το ξεπέρασμά της. Ο Αξελός βρίσκεται σε διαρκή προβληματισμό και αναζήτηση. Δεν διατυπώνει σωτηριολογική θεωρία. Η πλανητική σκέψη, λέει, αντιστοιχεί στην περιπλάνηση του είναι μέσα στο γίγνεσθαι της ολότητας του κόσμου (σελ. 61). Αυτή η πρόταση νομίζω αποτελεί την συμπυκνωμένη έννοια της πλανητικής σκέψης και σ’ αυτήν ενυπάρχουν όλα τα βασικά στοιχεία της. Η διαρκής αναζήτηση αλλά και η συνεχής αυτοαναίρεση της αλήθειας καταλήγει στην έντονη αίσθηση της συμπαντικής αρμονίας.
Ο Αξελός χρησιμοποιεί βέβαια τη διαλεκτική η οποία μετά τον Ηράκλειτο ολοκληρώθηκε κυρίως από τον Πλάτωνα, αλλά και από τον Αριστοτέλη, που χρησιμοποίησε ο Hegel και στη συνέχεια ο Μάρξ και πολλοί επακολουθήσαντες φιλόσοφοι.
Στο δίκαιο στην Ελλάδα την χρησιμοποίησε ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Μανωλεδάκης. Ο Μανωλεδάκης δεν ήταν μόνον καθηγητής του ποινικού δικαίου που μας άφησε σπουδαιότατο έργο. Ήταν σύγχρονος οικουμενικός στοχαστής, άξιος συνεχιστής των παλαιότερων. Σύμφωνα λοιπόν με τις απόψεις του, το θεωρητικό οικοδόμημα της ποινικής επιστήμης βασίζεται σε τρείς έννοιες: α)στο έννομο αγαθό, β)στο έγκλημα και γ)στην ποινή. Τα τρία στοιχεία τελούν μεταξύ τους σε διαλεκτική σχέση. Το έννομο αγαθό αποτελεί την θέση. Η προσβολή του είναι η αντίθεση. Η προσβολή της προσβολής, η ποινή, αποτελεί τη σύνθεση. Βασίσθηκε στη θεωρία του Hegel για τη διαλεκτική, δημιούργησε όμως θεωρία δική του με την προσωπική του σφραγίδα.
Η τελευταία προτροπή του καθηγητή που ζητάει από τον Παύλο να ξεχάσει για την ώρα όλα τα σχετικά με τη μελλοντική του σταδιοδρομία, ακούγεται λίγο παράταιρη γιατί τα προβλήματα του επαγγέλματος έχουν οξυνθεί με την παρούσα οικονομική κρίση. Το μόνο που έχω να τονίσω είναι ότι όλη αυτή η εξωεπαγγελματική ενασχόληση που αναφέραμε δίνει τη δυνατότητα τουλάχιστον της υπέρβασης των δυσχερειών και της απομάκρυνσής μας από τις έμμονες ιδέες που μας φθάνουν στην απόγνωση. Είναι και μια παραμυθία αλλά και μια μορφή αντίστασης».