-Μπορούμε να μιλάμε σήμερα για κυριαρχία στον τομέα της ενημέρωσης της δημοσιογραφίας του ίντερνετ; Πού οδηγείται ο παραδοσιακός χώρος του έντυπου Τύπου;
«Το διαδίκτυο αλλάζει έως και σημαντικά τη δημοσιογραφία. Γίνεται πηγή πληροφόρησης για τους δημοσιογράφους, αλλά και δημοσιότητας των κειμένων τους. Μόνο που συχνά αυτή είναι πολύ γρήγορη, με αποτέλεσμα να μην ελέγχεται η αξιοπιστία της είδησης και να περνάνε πιο εύκολα στη δημοσιότητα ψευδείς και παραποιημένες ειδήσεις. Επιπλέον πολλοί δημοσιογράφοι παραιτούνται της έρευνας και του επιτόπιου ρεπορτάζ, περιορίζονται στις ανακοινώσεις των αρχών και γενικά των εκπροσώπων της πολιτικής, των επιχειρήσεων, της εκκλησίας κ.λπ., με αποτέλεσμα να καθίστανται όχημα μεταφοράς της φωνής τους, σύμμαχοί τους, αντί να ελέγχουν τις πράξεις και τις ενέργειές τους και να είναι σύμμαχοι των πολιτών.
Σε ό,τι αφορά τα έντυπα, οι τεχνολογικές αλλαγές από τη μια και από την άλλη οι κρίσεις, πριν λίγα χρόνια η οικονομική και πιο πρόσφατα η υγειονομική, και ειδικότερα το λοκντάουν συνέβαλαν στη δραματική μείωση των πωλήσεων των φύλλων. Αρκετοί έρχονται σε επαφή με την εφημερίδα μέσω αναδημοσιεύσεων στο ίντερνετ, κάτι που ευνοεί τη λογοκλοπή και τον ακόμα μεγαλύτερο περιορισμό των εσόδων των εφημερίδων και άρα της βιωσιμότητάς τους.
Αν δούμε τα πράγματα από την πλευρά του κοινού, πλέον ανεξάρτητα από αν το κοινό παρακολουθεί τις ειδήσεις στην τηλεόραση, τον Τύπο ή το ραδιόφωνο, ένα μεγάλο ποσοστό των χρηστών του διαδικτύου και ιδιαίτερα του Facebook (που αριθμεί στην Ελλάδα περίπου 6 εκατομμύρια λογαριασμούς), για την ακρίβεια πάνω από το 90% των χρηστών του Facebook διαβάζει τις ειδήσεις είτε αποκλειστικά από το Facebook, είτε από την πλατφόρμα αυτή σε συνδυασμό και με άλλα Μέσα».
-Οι εφημερίδες, κατά τη γνώμη σας τι πρέπει να κάνουν για να απομακρυνθούν από την κρίση; Είναι αναγκαίο να διατηρήσουν τις παλαιές αρχές της δημοσιογραφίας πριν την εμφάνιση του ίντερνετ;
«Οι εφημερίδες εμφανίστηκαν για να ενημερώνουν το κοινό για τα σημαντικά γεγονότα που εκτυλίσσονται σε ένα βραχύ χρονικό διάστημα, αλλά και να παρουσιάζουν βαθύτερες και πιο εμπεριστατωμένες αναλύσεις στο κοινό, όταν αυτό είχε μια μεγάλη συμμετοχή στα κοινωνικά δρώμενα. Πλέον αυτά δεν υφίστανται. Η τηλεόραση είναι πιο γρήγορη και ήδη εδώ και πολλά χρόνια, μετά την απορρύθμιση και την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης και πολλών σταθμών, συνέβαλε στη μείωση των πωλήσεων των εφημερίδων. Σήμερα το διαδίκτυο είναι ακόμα πιο γρήγορο, με αποτέλεσμα να έχει αφαιρέσει τα σκήπτρα της ταχύτητας από την τηλεόραση, πολύ δε περισσότερο από τον Τύπο. Από την άλλη πλευρά το κοινό πλέον δεν συμμετέχει στα κοινωνικά δρώμενα, πολιτική, πολιτιστικές δράσεις κ.ο.κ., αλλά τα παρακολουθεί από απόσταση. Τι σημαίνει αυτό για τις εφημερίδες; Ότι οι εφημερίδες πρέπει να αποκτήσουν μια περισσότερο περιοδιακή μορφή, να τείνουν να μοιάσουν δηλαδή με περιοδικά, να προσφέρουν δηλαδή ύλη, η οποία περιστρέφεται γύρω από την έρευνα και την εις βάθος ανάλυση ευρύτερων και όχι μεμονωμένων γεγονότων ή έστω του συνδυασμού των μεμονωμένων γεγονότων με τις ευρύτερες ιστορικές τάσεις. Για να το πω αλλιώς πρέπει να φιλοξενούν περισσότερο κοινωνιολογικού, οικονομολογικού, ψυχολογικού, ιστορικού, ανθρωπολογικού κ.λπ. χαρακτήρα κείμενα που θα έχουν μια μεγαλύτερη χρησιμότητα από την απλή ενημέρωση και θα μπορούν να μπουν στα αρχεία του κοινού. Εννοείται ότι πρέπει να περιέχουν πολλές και εντυπωσιακές εικόνες που εξεικονίζουν το θέμα και κάνουν πιο ευχάριστη την ανάγνωση και πιο κατανοητή την ύλη στο ευρύ κοινό».
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΛΙΓΟΤΕΡΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ
-Η ερευνητική δημοσιογραφία η οποία απουσιάζει από τα «εύκολα» ρεπορτάζ των τηλεοπτικών καναλιών, ποια θέση κατέχει σε όλα τα παραπάνω; Θεωρείται επιβεβλημένη σε αυτόν τον αγώνα επιβίωσης;
«Η απουσία της ερευνητικής δημοσιογραφίας είναι η μεγάλη αδυναμία των ΜΜΕ στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες. Αυτό οφείλεται κατ’ αρχάς στον περιορισμό των εσόδων των ΜΜΕ, ο οποίος συμβάλλει ώστε να μην μπορούν να χρηματοδοτήσουν την πραγματοποίηση δημοσιογραφικών ερευνών. Γνωρίζουμε ότι η ερευνητική δημοσιογραφία έχει υψηλό κόστος και συνεπώς ο περιορισμός των εσόδων την περιορίζει, ακόμη και αν υπήρχε. Λέω αν υπήρχε διότι συνήθως δεν υπήρχε τα τελευταία χρόνια. Υπάρχει δηλαδή ένας ακόμα λόγος έλλειψης ερευνητικής δημοσιογραφίας στην Ελλάδα, αλλά και σε παρόμοιες χώρες. Κι αυτός είναι η στενή και έντονη εξάρτηση των ΜΜΕ από την πολιτική εξουσία, τόσο την κεντρική, δηλαδή την εκάστοτε κυβέρνηση, όσο και από τις Περιφέρειες, τους Δήμους, τα πολιτικά κόμματα κ.ά., με αποτέλεσμα πολλοί δημοσιογράφοι να ενεργούν περισσότερο ως προπαγανδιστές της πολιτικής αρχής από την οποία εξαρτώνται και λιγότερο σκαπανείς ειδήσεων. Αποφεύγουν να δημοσιεύουν ό,τι ενοχλεί τις αρχές και αφορά τη σχέση τους με τους πολίτες. Στον βαθμό που συμβαίνει αυτό, τι ερευνητική δημοσιογραφία μπορεί να υπάρξει. Αυτή τελειώνει στο γραφείο Τύπου του υπουργού, του βουλευτή, του πολιτικού κόμματος κ.ο.κ.
Από την άλλη δημοσιογραφία χωρίς έρευνα δεν είναι δημοσιογραφία. Επομένως οι δημοσιογράφοι πρέπει να αναζητήσουν συλλογικά τρόπους απομάκρυνσης της εξάρτησής τους από πολιτικά ή επιχειρηματικά κέντρα προκειμένου να κάνουν αυτό που είναι η δημοσιογραφία, να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη του κοινού που είναι ο εργοδότης των δημοσιογράφων και να αρχίσουν να ατενίζουν με περισσότερη αισιοδοξία το μέλλον».
-Έρευνες δείχνουν πως και οι πολίτες δεν ανταποκρίνονται στη σοβαρή και τεκμηριωμένη δημοσιογραφία. Μήπως η ίδια η κοινωνία είναι οδηγός και στις επιλογές της σημερινής δημοσιογραφίας;
«Τα περισσότερα πράγματα είναι θέμα συνήθειας. Όταν το κοινό έχει συνηθίσει τη δημοσιογραφία χάμπουργκερ δύσκολα θα επιλέξει τη δημοσιογραφία όσπρια ή τη δημοσιογραφία λαχανικά, πολύ δε περισσότερο τη δημοσιογραφία τέχνη. Ωστόσο η στάση αυτή του κοινού μπορεί να αλλάξει. Θέλει χρόνο και προσπάθεια. Οι δημοσιογράφοι να προσπαθήσουν βήμα-βήμα να αλλάξουν το προϊόν τους και από την άλλη πλευρά το κοινό να εμπλακεί στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου που ζουν και της χώρας συνολικά. Το διαδίκτυο μπορεί να συμβάλει σε αυτό, αλλά σε συνδυασμό με τη συλλογική δράση. Όχι καθένας μόνος του στο σπίτι. Σημαντικά συμβάλλει και στην αλλαγή κριτηρίων του κοινού η σχέση του με τον πολιτισμό. Όσο οι δημοσιογράφοι προμοτάρουν τον «σκυλάδικο» πολιτισμό, τόσο πριονίζουν το κλαδί που κάθονται».
-Το βιβλίο σας «Παραποιημένες Ειδήσεις (Fake News)», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Gutenberg, εξετάζει ένα φαινόμενο διεθνές και συνάμα επικίνδυνο: τις παραποιημένες και ψευδείς ειδήσεις (fake news). Μπορείτε να αναφερθείτε πιο αναλυτικά;
«Το βιβλίο ασχολείται με αυτό που πολλοί λένε faken ews και άλλοι ψευδείς ειδήσεις, ταυτίζοντας τους δύο όρους. Στο πρώτο μέρος εξετάζω την ουσία αυτού του φαινομένου. Αποδίδω στα ελληνικά τα fake news ως παραποιημένες ειδήσεις και τις διαχωρίζω από τις ψευδείς. Ψευδείς είναι οι ειδήσεις που περιγράφουν κάποιο γεγονός που δεν έγινε ή αποδίδουν την πράξη σε κάποιον που δεν την έκανε. Αντίθετα οι παραποιημένες ειδήσεις, αυτό που πολλοί αποκαλούν fake news, περιγράφουν ένα γεγονός που έγινε πραγματικά, αλλά αλλοιώνουν κάποιο από τα χαρακτηριστικά του-τον τόπο ή τον χρόνο στον οποίο συνέβη, το σκηνικό του, τους πρωταγωνιστές του κ.ο.κ. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου εξετάζω τους κοινωνικούς παράγοντες και τις κοινωνικές λειτουργίες του φαινομένου. Οι παραποιημένες ειδήσεις είναι η μορφή που παίρνει η προπαγάνδα στην κοινωνία της ενημέρωσης, δηλαδή στη σημερινή κοινωνία, στην οποία η κύρια μορφή πληροφορίας που καταναλώνουμε είναι ειδήσεις. Έτσι οι προπαγανδιστές αναγκάζονται να χρησιμοποιούν αυτήν τη μορφή πληροφορίας για να κάνουν πολιτική προπαγάνδα, εμπορικές διαφημίσεις, θρησκευτική κατήχηση κ.ο.κ., επινοώντας γεγονότα που δεν έγιναν, αλλά κυρίως αλλάζοντας τα γεγονότα για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους. Είναι όμως σημαντικό ότι οι παραποιημένες ειδήσεις βασίζονται στις προκαταλήψεις, τις προϋπάρχουσες απόψεις μας που τις επιβεβαιώνουν. Κι αυτό κάνει δυνατό το φαινόμενο. Οι βασικοί παράγοντες που συντείνουν στη διόγκωση του φαινομένου είναι συνοπτικά η κυριαρχία του διαδικτύου που ευνοεί τη διάδοση παραποιημένων ειδήσεων, αν και δεν ευθύνεται γι’ αυτό, η πολιτική πόλωση, η εμπορευματοποίηση των ΜΜΕ, η υποχώρηση των ιδεολογιών ως ερμηνευτικών σχημάτων των πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων, και η σύγχυση ειδήσεων και μυθοπλασίας που την ευνοεί το νέο τεχνολογικό περιβάλλον και ειδικά το ίντερνετ. Στο τρίτο μέρος του βιβλίου αναλύω την τυπολογία των παραποιημένων ειδήσεων, που πιστέψτε με είναι πάρα πολύ μεγάλη. Είναι δυνατόν να υπάρξουν πάνω από δεκατρία εκατομμύρια διακόσιες χιλιάδες διαφορετικοί τύποι παραποιημένων ειδήσεων, αν υπάρξει ένα ευνοϊκό πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό περιβάλλον».
Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη