Σήμερα θα αναφερθούμε σ’ ένα άλλο ταξίδι που πραγματοποίησε στη Θεσσαλία στις αρχές του φθινοπώρου του 1899, παραθέτοντας τα αποσπάσματα που αναφέρονται στη Λάρισα, διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτοτύπου κειμένου: [2]
«Από των Τρικκάλων δύνασθε να μεταβήτε εις Λάρισσαν και σιδηροδρομικώς διά μέσου του Βελεστίνου αυθημερόν, και δι’ αμάξης κατ’ ευθείαν διά μέσης οδού, μεστής χαριεστάτων τοπίων και ομαλής πεδιάδος σπαρτοφόρου και πού και πού καταφύτου και παρακτίας του Πηνειού. Το ταξείδιον τούτο είναι ωραιότατον, διδακτικώτατον και προτιμώτατον, αλλ’ ένεκα της συννεφώδους καταστάσεως του καιρού κατά την ημέραν της αναχωρήσεώς μας, επροτιμήσαμεν το πρώτον και απελθόντες περί την μεσημβρίαν αφίχθημεν μετά διασκεδαστικωτάτην σιδηροδρομικήν πορείαν εις Λάρισσαν, προς το εσπέρας.
Την Λάρισσαν γνωρίζομεν σχεδόν πάντες. Κείται εν τη πάλαι Πελασγιώτιδι, επί της δεξιάς όχθης του Πηνειού και υπήρξεν εξ αρχαιοτάτων χρόνων η σπουδαιοτάτη πόλις της Θεσσαλίας. Είναι δε πόλις πελασγική, αρχαιοτάτη, εν ή έζησεν και απέθανεν ο περιώνυμος ιατρός Ιπποκράτης. Ήκμασε δε αύτη εν τη αρχαιότητι και κατά τον μεσαίωνα διετέλεσεν υπό τους Φράγκους. Νυν [= σήμερα] είναι έδρα αρχιεπισκόπου, έχει πρωτοδικείον, γυμνάσιον και σύνταγμα πεζικού και ιππικού κτλ., αλλ’ ένεκα της μεταναστάσεως των Τούρκων και της καχεξίας του τόπου, ως είπομεν, συνεπεία της ελλείψεως γεωργικών και υδραυλικών έργων και πάσης εμπορικής κινήσεως, πάσχει πολύ και η γεωργική ιδίως τάξις ευρίσκεται εις λίαν στενάχωρον θέσιν. Κεφάλαια και έργα! Κεφάλαια και έργα! Φωνάζουσι πάντες και η Λάρισσα θ’ αναλάβη αυθωρεί [= αμέσως]. Αλλ’ ουδείς κινείται και ο τόπος δυστυχώς αφέθη εις το έλεος της τύχης.
Εν Λαρίσση είδομεν πολλούς, διότι και πολλούς συνδρομητάς έχομεν εκεί. Επεσκέφθημεν τον κ. Θεόδ. Ιατρόπουλον, εκ των καλλίστων δικηγόρων της πόλεως, αξιόλογον οικογενειάρχην και λαμπρότατον φίλον, υφ’ όλας τας επόψεις. Δημοτικώτατος, ειλικρινής, προσηνέστατος και ευγενούς συμπεριφοράς, εδείχθη ημίν εις άκρον φιλόφρων και μας υπεχρέωσεν εκ της ευαρέστου συναναστροφής του. Έχει και υιόν σπουδάζοντα, τον πρεσβύτερον, πολύ επίσης φιλόμουσον και αντάξιον του πατρός του.
Τον κ. Λεων. Αναγνώστου, αξιολογώτατον επίσης και εκ των διακεκριμένων δικηγόρων, τον αρχαιότερον και πρώτον συνδρομητήν μας, εν Λαρίσση, μη δυνηθέντες να επισκεφθώμεν οίκοι [= στην οικία του], ως εκ της σοβαράς ασθενείας δύο τέκνων του, συνηντήσαμεν εν τη πλατεία και δι’ ολίγων εννοήσαμεν τον λαμπρόν αυτού χαρακτήρα. Προσεφέρθη εν τούτοις ημίν να μας παράσχη πληροφορίας τινάς, περί της καταστάσεως του τόπου, άς του εζητήσαμεν, αλλά δυστυχώς δεν συνηντήθημεν, μολονότι ως επληροφορήθημεν, μας εζήτησε και επεθύμει πολύ καλλίτερον να γνωρισθώμεν και δεόντως να μας φιλοξενήση.
Ο κ. Β. Μέξης, αντιπρόσωπος του κ. Ζάππα ενταύθα, είναι τύπος αληθούς και τελείου gentlemen, υφ’ όλας τας επόψεις. Προσηνής, ευγενής, φιλόμουσος, πεπαιδευμένος, κάλλιστα μεμορφωμένος, κάτοχος γλωσσών και πολλών κοινωνικών γνώσεων, πεπροικισμένος δε με καλά ήθη και ζηλευτά προσόντα. Εις δε την συναναστροφήν του είναι αξιόλογος και πολύ ευχάριστος άνθρωπος. Εγνωρίσαμεν αυτόν ενταύθα και πολύ ηυχαριστήθημεν εκ της συναντήσεως. Τον κ. Αναστασόπουλον, διευθυντήν του υποκαταστήματος της Τραπέζης Ηπειροθεσσαλίας, εγνωρίσαμεν τη συστάσει του κ. Γ. Πολίτου, διευθυντού του Ταχ. Λαρίσσης [3], του γνωστού πολυφιλήτου ποιητού και συνεργάτου μας, όστις διά της δημοτικότητός του, της συμπαθούς συμπεριφοράς του, των ευφυών λογοπαιγνίων του και της αγαστής [= άξιας θαυμασμού] συναναστροφής του κατέκτησε την αγάπην απάντων των κατοίκων. Ο κ. Αναστασόπουλος τυγχάνει εξαίρετος λογιστής και διακεκριμένος υπάλληλος με μόρφωσιν καλλίστην.
Οι έμποροι κύριοι Χατζόπουλος και Γ. Σουσούρης μας εξέθεσαν με τα μελανώτερα χρώματα την καχεκτικήν κατάστασιν του τόπου, ήτις οφείλεται εις την παραγκώνησιν της γεωργίας και κτηνοτροφίας, ελλείψει επαρκών κεφαλαίων και αναζωπύρωσιν αυτής από μέρους των δυναμένων [4]. Ο τόπος ενέχει άπαντα τα προσόντα της προόδου και ευημερίας και όντως είναι πολύ λυπηρόν να παραμελήται και παραγκωνίζεται πάσα ενέργεια προς ευόδωσιν παντός καλού. Είθε τάχιον [= γρήγορα] να επέλθη η διόρθωσις των κακώς κειμένων από μέρους των αρμοδίων, ίνα ταχέως αναλάβη η ωραιοτάτη ημών αύτη Θεσσαλική χώρα.
Υπάρχουσιν εν τούτοις ενταύθα και κάλλιστοι παράγοντες, αξιόλογοι προύχοντες και σημαίνοντες κτηματίαι, εξ ών εγνωρίσαμεν τινάς, τους κ. κ. Χ. Δημητριάδην, Απ. Χαροκόπον, Αναστάσιον Φίλιον, Δ. Γαλάτην, Ιωάννην Καλλιάδην, Αλ. Μιχαηλίδην κτλ. κτλ. οίτινες πολύ συντελούσιν εις την όσον ένεστιν [= κατά το δυνατό] αξιοπρεπεστέραν παράστασιν του τόπου και βελτίωσιν των παραγωγικών δυνάμεων αυτού.
Ο κ. Στεργίου, εκ των καλλιτέρων καπνεμπόρων της Λαρίσσης, κάλλιστος και φιλοτιμώτατος έμπορος, έχει την καλειτέραν πελατείαν, και αγαπάται πολύ. Προς το εσπέρας δε, συγκεντρούνται εις το κατάστημά του πολλοί εκ των ανωτέρων υπαλλήλων, ένθα με τα εξαίρετα σιγαρέτα, άτινα τοις προσφέρει, πίνουσι και το εξαίσιον ούζον του τόπου και ανακουφίζονται κάπως εκ της μονοτόνου και οχληράς ημερησίας εργασίας των».
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, «Φραγκίσκος Μ. Πρίντεζης (1851-1926): Σημειώσεις από το ταξίδι του στη Λάρισα το 1911», Ελευθερία (Λάρισα), 10 Φεβρουαρίου 2019.
[2]. Φραγκίσκος Πρίντεζης, «Μία επίσκεψις εις Θεσσαλίαν», Φύσις (Αθήνα), έτος Α’, περίοδος Γ’, φ. 2 (15 Μαΐου 1900), σελ. 31-33.
[3]. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, «Γεώργιος Α. Πολίτης (1864-1930): Ο λόγιος διευθυντής του Ταχυδρομείου Λαρίσης», Ελευθερία (Λάρισα), 4 Απριλίου 2021.
[4]. Είναι γενικά αποδεκτό πως αμέσως μετά από τη λήξη της προσωρινής Τουρκικής κατοχής της Θεσσαλίας (1898), οι κάτοικοι της Λάρισας και ιδιαίτερα οι έμποροι, αντιμετώπισαν τεράστια προβλήματα ρευστότητας, παρά τα μικροδάνεια της τάξεως των 200-400 δραχμών που χορήγησε η Εθνική Τράπεζα (κατόπιν κυβερνητικής εντολής) σε χιλιάδες κατοίκους. Η περίοδος από το 1898 μέχρι το 1910 χαρακτηρίστηκε από τα έντονα φαινόμενα της αισχροκέρδειας, της τοκογλυφίας, των εκατοντάδων πτωχεύσεων και των τραγικών αυτοκτονιών.