Στη συνέχεια πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Πολυτεχνική Σχολή των Παρισίων και επιστρέφοντας στην Ελλάδα διορίσθηκε καθηγητής της Εφαρμοσμένης Μηχανικής στη Σχολή Ευελπίδων. Ως ανθυπολοχαγός μετείχε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, όπου διακρίθηκε, και στις 29 Νοεμβρίου 1906 προήχθη στον βαθμό του υπολοχαγού. Από τον γάμο του (1910) με τη Φλώρα Κρίσπη, θυγατέρα του βουλευτή Νικολάου Κρίσπη απέκτησε τον Βασίλειο (μετέπειτα υποναύαρχο και αρχηγό του Λιμενικού Σώματος) και την Καίτη Π. Ψαλτάκη. Έλαβε μέρος ως λοχαγός στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο και έπεσε ηρωικά μαχόμενος σε ηλικία 37 ετών (15 Ιουλίου 1913), στη μάχη του Πέτσοβο (Βουλγαρικά σύνορα) [1].
Όπως προαναφέρθηκε, ο Γεώργιος Γράβαρης συμμετείχε στον πόλεμο του 1897. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων κρατούσε λεπτομερές ημερολόγιο το οποίο δημοσιεύθηκε αρκετά χρόνια αργότερα (1909), στο περιοδικό «Αθήναι» (Παράρτημα της εφημερίδας «Αθήναι») που εξέδιδε ο Γεώργιος Πωπ [2]. Από το ημερολόγιο αυτό παραθέτουμε αποσπάσματα που αφορούν τον Τύρναβο, το Καζακλάρ [= Αμπελώνας] και τη Λάρισα.
«9 Aπριλίου 1897. Εν Γουνίτση [= Αμυγδαλέα]. — Εγειρόμεθα λίαν πρωί. Το πυρ αραιότερον ακούεται εισέτι, διερχόμεθα δε μονοτόνως όλην την ημέραν, όταν περί την 4ην μ.μ. έρχεται διαταγή του μεράρχου να ετοιμασθώμεν προς αναχώρησιν άγνωστον διά που. Κάτι σπουδαίον θα συμβαίνει. Ποικίλαι διαδόσεις κυκλοφορούσιν, αντιφατικαί πάσαι, όλαι απέχουσιν πολύ της αληθείας. Περί την 6ην τέλος παρατάσσονται τα σώματα έξωθεν του χωρίου […].Σκότος βαθύ. Η σελήνη περί την 9ην ανατέλλει κατέρυθρος. Μακράν τα σήματα του οπτικού τηλεγράφου. Προχωρούμεν ακόμα. Οι άνδρες θαρραλέοι. Αίφνης μακράν ανάκλασις φώτων: Η Λάρισσα. Τι θέλει η Λάρισσα εις τον δρόμον μας; Κάμνομεν ολόκληρον τον γύρον διά Λαρίσσης, διότι δεν γνωρίζομεν ακριβώς, εάν τα μέρη του Τυρνάβου δεν έπεσαν εις χείρας του εχθρού. Περί την 11ην σταματώμεν έξωθι της Λαρίσσης. Κοιμώμεθα ολίγον.
Αναχωρούμεν την 2αν ώραν μετά το μεσονύκτιον. Πολλοί νομίζουσι ότι βαδίζομεν διά Βόλου προς επιβίβασιν επί των πλοίων δι’ απόβασιν!... Αρχίζη να εξημερώνη. Μακράν φαίνονται τα υπό των Τούρκων κατεχόμενα μέρη υποκυανίζοντα. Ο δρόμος είναι ατελεύτητος. Τα βλέφαρά μας κλείουσι αυτομάτως. Προχωρούμεν ακόμη. Περί την 7ην της πρωΐας φθάνομεν εις Καζακλάρ [= Αμπελώνας] και καταυλιζόμεθα εις την πλατείαν. Ωραίον χωρίον, κεφαλοχώρι, με τα νερά του, με το δάσος του, με την ωραίαν εκκλησίτσα του, κατοικούμενον κυρίως υπό Πελοποννησίων […]. Νύξ σκοτεινή.Διερχόμεθα διά Τυρνάβου. Η πόλις εγκαταλελειμμένη εν τη σιγή. Οι μιναρέδες της διαγράφονται εν τω σκοτεινώ ουρανώ. Απαισία η θέα της πόλεως, με τα έπιπλα διεσκορπισμένα εν τη φυγή των κατοίκων, με τας οικίας άνευ ενοίκων,ειμή κυνών φοβερώς ουρλιαζόντων κατά την διέλευσίν μας όπισθεν των φρακτών των κήπων. Αι ανώμαλοι, κονιορτώδεις αυτής οδοί εγκατελειμμέναι. Πού και πού κάρρον τι, μεταφέρει λείψανα επίπλων και κατοίκους αναμίξ επ’ αυτού τεθειμένους. Προ ενός μεγάλου οικήματος δύο – τρεις άμαξαι πυρομαχικών πυροβολικού φορτόνουσι πυρομαχικά. Οι φορτωταί σπεύδουσι σιγηλώς, με κινήσεις αποτόμους, ξηρούς. Η καρδία σφίγγεται, όταν διέρχεται τις υπό τα δένδρα τα μελανά. Προχωρούμεν ακόμη συρόμενοι. Έχωμεν να κοιμηθώμεν δύο νύκτας. Επί τέλους φθάνωμεν».
Στη συνέχεια ο Γεώργιος Γράβαρης περιγράφει τις επιχειρήσεις που διεξήχθησαν στα Δελέρια, στο Μουσαλάρ [= Ροδιά], στο Καρατζόλι [=Αργυροπούλι] και το Μάτι κατά τη διάρκεια των οποίων ο ελληνικός στρατός άρχισε να την άτακτη υποχώρηση. Συνεχίζουμε την παράθεση αποσπασμάτων από τη φυγή του στρατού και των κατοίκων από το Καζακλάρ προς τη Λάρισα:
«Φθάνομεν επί τέλους εις Καζακλάρ. Το αυτόν οικτρόν θέαμα. Άνδρες [= στρατιώτες] μεμονωμένοι, δύο εδώ, τρείς εκεί, πού και πού περισσότεροι. Προσπαθούσιν οι αρχηγοί να τους συνάξωσιν, αλλ’ αδύνατον. Ο πανικός, η σύγχυσις, η φυγή εξακολουθούσιν αμείωτοι. Αδύνατον να συγκρατηθώσιν, αλλά φεύγουσι, διαρκώς φεύγουσιν. Οι αραιοί ακουόμενοι πυροβολισμοί τους τρομάζουσι, διασκορπίζουσι τους τυχόν συναχθέντας και τρέπουσιν αυτούς εις φυγήν. Προς την Λάρισσαν, φωνάζουσι πανταχόθεν […].
Κατά την υποχώρησιν εκ του Καζακλάρ και τα ολίγα, ολίγιστα σώματα, τα οποία είχον απομείνη εν τάξει διεσπάρησαν. Αξιωματικοί, στρατιώται, πεζοί, ιππείς, σκαπανείς, αμάξια στρατιωτικά και μη, ημίονοι, γυναίκες, παιδιά ολολύζοντα [= κλαίγοντα], κάρρα φορτωμένα με ρούχα και αποσκευάς ατάκτως επ’ αυτών ερριμμένας, πιπτούσας καθ’ οδόν, άνευ οδηγού πολλάκις, απετέλουν φάλαγγα απερίγραπτον εντύπωσιν προξενούσαν και βαίνουσαν γοργώ βήματι και υπό βαθείαν σιωπήν προς Λάρισσαν. Αλλ’ οι εντόπιοι ημιονηγοί, οίτινες είχον επί των ζώων των φορτωμένα τα κιβώτια των φυσιγγίων, έρριψαν αυτά κατά γης, ίνα φύγωσιν ευκολώτερον […]. Άπαντες φεύγουσι ως εις λιμένα σωτηρίας προς την Λάρισσαν. Μίαν ώραν προ της Λαρίσσης πολλοί από πρωίας διψώντες συγκρούονται προ ύδατος τελματώδους τις να πρωτοπίη. Εις μάτην μερικοί αξιωματικοί προσπαθούσι να τους συγκρατήσωσι. Γρονθοκοπήματα, ύβρεις, σπρωξιές, διαδέχονται άλληλα. Ολίγον ακόμη και θα μεταχειρισθώσι τα όπλα, ίνα αλληλοσφαγώσι. Προχωρούμεν. Μακράν φαίνεται η αντανάκλασις των φώτων της Λαρίσσης. Εις την γέφυραν είχον την πρόνοιαν να θέσωσι λόχον μηχανικού με προτεταμένα τα όπλα, ίνα εμποδίση την άτακτον προς την πόλιν είσοδον. Άλλως το πλήθος, ο συρφετός πλέον εκείνος, ο φευγαλέος, ο φρικιών εκ του τρόμου, της δίψης, της πείνης, της αυπνίας εισερχόμενος εν Λαρίσση ουδεμία αμφιβολία ότι ήθελε λεηλατήση, καύση, καταστρέψη αυτήν.
Ο συνωστισμός εις την γέφυραν της Λαρίσσης είνε απερίγραπτος. Είνε περασμένα μεσάνυκτα. Προ τριών – τεσσάρων ωρών, μοι έλεγεν αξιωματικός, ήρχισαν οι φυγάδες να καταφθάνωσι. Πρώτος – πρώτος δυστυχώς ανώτερος αξιωματικός του ιππικού, τρελλός εκ του τρόμου, άνευ μπλούζης, χωρίς καπέλλο, καλπάζων, προσεπάθησε με το περίστροφον εις την χείρα να εκβιάση την είσοδον. Τον ελυπήθη ο αξιωματικός βλέπων αυτόν περιδεή [= έντρομο], ωχρόν [= χλωμό], απηλπισμένον και τον άφησε να διέλθη μόλις ενύκτωσεν».
(συνεχίζεται)
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Βιογραφικά στοιχεία αντλήθηκαν από την ιστοσελίδα «Παριανά επίθετα και οικόσημα» (http://paros-onomata.blogspot.com), των κυρίων Δημητρίου Ν. Ντόλκα και Ιωάννη Βασιλόπουλου τους οποίους και ευχαριστώ θερμά.
[2]. Γεώργιος Γράβαρης, «Ημερολόγιον αξιωματικού κατά τον πόλεμο του 1897», Αθήναι (Αθήνα), έτος Β’, αρ. 12 (Δεκέμβριος 1909), σ. 2261-2282.