Από τον Αχιλλέα Ε. Κούμπο - συγγραφέα
Σήμερα καλεσμένος είναι ο κύριος Φίλιππος Δρακονταειδής, ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους-μεταφραστές αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα και ειδικός σύμβουλος σε θέματα πολιτισμού.
* Αγαπητέ κύριε Δρακονταειδή, χαίρομαι που ανταποκριθήκατε στην πρόσκληση να συνομιλήσουμε στην «Ελευθερία». Σε τι κόσμο άραγε θα ζούσαμε αν απουσίαζαν οι ανώνυμοι ή «επώνυμοι» μεταφραστές;
- Σκεφτείτε σε τι κόσμο θα ζούσαμε αν οι Εβδομήκοντα δεν είχαν «μεταφράσει» χριστιανικά κείμενα, οι Άραβες δεν είχαν αποδώσει και σχολιάσει Έλληνες φιλοσόφους, οι Εβραίοι της Ιβηρικής δεν είχαν συνδυάσει τις δικές τους διδαχές με τις απόψεις των Αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων. Σκεφτείτε αν θα υπήρχε σύγχρονη Ελλάδα δίχως «μεταφραστές», όπως ο Ρήγας Φερραίος και ένα πλήθος ανώνυμων. Αν περιοριστούμε στις λογοτεχνικές μεταφράσεις μόνο, από το 1801 ως το 1900, έχουν ταυτοποιηθεί 3.215. Από το 1901 ως το 1950 έχουμε 2.283 από 27 γλώσσες (στοιχεία από την δίτομη μελέτη του καθηγητή Κώστα Κασίνη «Βιβλιογραφία των ελληνικών μεταφράσεων της ξένης λογοτεχνίας ΙΘ’-Κ’ αι.», έκδοση του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 2006 και 2013). Η μεταφραστική «έκρηξη» αρχίζει από το 1950 και συνεχίζεται: περισσότεροι είναι οι ξένοι τίτλοι που κυκλοφορούν παρά οι ελληνικοί.
* Διατηρούν σήμερα οι μεταφράσεις την αξία τους ή η ποιότητα έχει εκπέσει εξαιτίας της ανάγκης των εκδοτικών οίκων για οικονομικές και κερδοφόρες επιλογές;
- Έχει δημιουργηθεί το «επάγγελμα του μεταφραστή», έχουν γίνει προσπάθειες (και έχουν καρποφορήσει) για τη βελτίωση των μεταφράσεων, υπάρχουν απόψεις και θέσεις «μεταφρασεολογίας». Ας μην κατηγορούμε παλαιότερους μεταφραστές, οι οποίοι είχαν γνώση της γλώσσας από την οποία μετάφραζαν, είχαν και την έφεση να προσθέτουν ή να αφαιρούν παραγράφους ή και σελίδες, προκειμένου να ενισχύσουν το ενδιαφέρον ενός κοινού εφημερίδων και οικογενειακών περιοδικών. Θυμηθείτε πως ο Παπαδιαμάντης μετέφραζε χάριν επιβίωσης. Και ο Καζαντζάκης. Εγώ μετέφρασα για να μάθω ελληνικά.
* Μπορούν να γίνουν προσοδοφόρα επαγγέλματα η συγγραφή και η μετάφραση;
- Είναι ελάχιστοι οι συγγραφείς και οι μεταφραστές που πορίζονται από το έργο τους. Και δεν υπάρχει λόγος να κατηγορούνται ότι ενδίδουν στα γούστα ενός «κατώτερου» κοινού. Είναι επωφελές να υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι. Θα ήταν κακό αν δεν υπήρχαν, δεν θα είχαμε κάποιο μέτρο σύγκρισης. Ωστόσο, η διαπίστωση (επαναλαμβάνω τα λόγια της Άλκης Ζέη) είναι πως έχουμε καλούς συγγραφείς, δεν έχουμε πια μεγάλους συγγραφείς. Τα κοινωνικά δεδομένα δεν αφήνουν περιθώρια για την εμφάνιση μεγάλων συγγραφέων. Οι σύγχρονες κοινωνίες και, πολύ πιο φανερά η ελληνική κοινωνία, δεν έχουν ανάγκη τέτοιες μορφές.
* Υπάρχει μυστικό για να «πετύχει» ένας συγγραφέας;
- Η απάντηση μοιάζει εύκολη: δεν υπάρχει μυστικό. Μπορεί να υπάρχουν διευκολύνσεις, συμπεριφορές, στηρίγματα, υπάρχει όμως και το μυστικό της απόρριψης μιας εθελόδουλης «επιτυχίας».
* Κάποιοι ισχυρίζονται ότι «τα βιβλία δεν χορταίνουν το στομάχι». Εσείς τι θα απαντούσατε;
- Τίποτα δεν χορταίνει το στομάχι, αν ο άνθρωπος είναι ένα στομάχι και μόνο. Ο λόγος χορταίνει. Θυμηθείτε: «ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο».
* Τι είδους χαρακτήρες και ψυχές δημιουργεί η ανάγνωση της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής;
- Πρέπει να το έχει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες.
* Η σχέση σας με τον Μονταΐνι είναι γνωστή. Αν και συνήθως έχουμε μια ιδεατή εικόνα για τους φιλοσόφους, έχετε διακρίνει ανθρώπινες αδυναμίες ή/και εμμονές του στο μεγάλο έργο του «Δοκίμια», το οποίο μεταφράσατε ολοκληρωμένα στην ελληνική;
- Έχω περάσει περισσότερο από το ήμισυ του βίου μου μελετώντας και μεταφράζοντας (τρεις φορές!) τα «Δοκίμια». Αυτός ο συγχρωτισμός μού έχει δημιουργήσει την αίσθηση πως αγνοώ το κείμενο, αλλά γνωρίζω τον άνθρωπο: έντιμο, εραστή της ζωής (ζηλευτό γνώστη των γυναικών, κατά τη γνώμη μου), θαρραλέο στην αντιμετώπιση του φανατισμού, υποστηρικτή του δικαίου. Και, σπουδαιότερο από τον Σωκράτη, πιστεύω, επειδή το έμβλημά του παρέμενε το ερώτημα «τι ξέρω;» και όχι το εύκολο «εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Το ερώτημα είναι διαρκής εγρήγορση του νου, μια ασταμάτητη κίνηση, ενώ η απάντηση είναι ένα τέλος, μια αυταπάτη, μια τυφλή βεβαιότητα.
* «Η γλώσσα που αγαπώ είναι γλώσσα απλή και φυσική, ίδια στο χαρτί όπως και στο στόμα», έγραφε ο Μονταΐνι το 1580. Οι Έλληνες μόλις το 1981, τέσσερις αιώνες μετά δηλαδή, κατήργησαν το πολυτονικό. Τι ρόλο τελικά παίζει η μητρική μας γλώσσα στη διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας, της ίδιας της προσωπικότητας αλλά ακόμα και της πολιτικής σκέψης ή της λογοτεχνίας;
- Η ευκολία με την οποία κακοποιούμε τη νεοελληνική γλώσσα, όποιες και αν είναι οι αποχρώσεις της (καθαρεύουσα, δημοτική, διάλεκτοι), έχει τη μορφή μίσους εναντίον της, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να διακρίνει αυτή τη γενικευμένη μανία. Το μικρότερο κακό είναι η επιβολή του μονοτονικού. Βεβαίως η γλώσσα αλλάζει. Οι αλλαγές στη μητρική μας γλώσσα είναι ταχύτατες όσο και αδιαμόρφωτες και νομίζω πως υπερισχύουν τα συνθήματα, τα υβρεολόγια, τα θέσφατα, το γλωσσικό bullying, οι απλοποιήσεις και στρεβλώσεις καθημερινών λέξεων. Χάνονται έτσι κοινές βάσεις, οι οποίες ωφελούν υγιείς κοινωνίες. Εξαιτίας τέτοιων εμποδίων, δεν είμαι βέβαιος πως μπορώ να διατυπώσω άποψη περί εθνικής ταυτότητας, προσωπικότητας, πολιτικής και λογοτεχνικής σκέψης, χωρίς να γίνω αντικείμενο προπηλακισμού, εξευτελισμού, απειλής. Τα τελευταία τρία χρόνια, μέσω μιας ήρεμης αρθρογραφίας χωρίς κραυγές, με επιχειρήματα απλά και προσεκτικά διατυπωμένα, έχω εισπράξει προσβολές, που κατέληγαν να διασύρουν την επαγγελματική μου ζωή. Η παρατήρησή μου είναι πως τέτοιου είδους κοινωνικές διέξοδοι έχουν κατασταλάξει και δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να ανατραπούν σύντομα. Αν χρειάστηκαν δύο ή τρεις γενιές για να κυριαρχήσουν, υποθέτω πως χρειάζονται άλλες τόσες για να ανατραπούν. Σε αυτόν τον ελληνικό «κόσμο» δηλώνω πως είμαι ξένος. Αδιαφορεί βεβαίως, αδιαφορώ και εγώ.
* Ποια αξία δίνετε στη φιλία;
- Είχα την τύχη να πω συχνά «ένας φίλος, αλλά φίλος». Ισχύει επίσης πως «ένας φίλος, πολλοί φίλοι». Δεν είναι απαραίτητο να είναι ο φίλος δίπλα σου. Ακόμα και η απουσία του, η απόσταση από αυτόν, είναι φιλία. Ο Μονταΐνι λέει για τον καλύτερο φίλο του πως ήταν φίλος, «επειδή εκείνος ήμουν εγώ και εγώ ήμουν εκείνος». Ομολογώ πως είχα φίλους που δεν έμαθαν ποτέ πόσο πολύ ήταν φίλοι μου.
* Η λέξη «Θεός», τι σας φέρνει στον νου;
- Έκπληξη, θαυμασμό. Το δέος ότι ο τόσο δα σπόρος που έπεσε σε μια γλάστρα της βεράντας μου έδωσε μια ζωντανή ντοματιά, που κάρπισε και έφτιαξε ντομάτες. Η επιστήμη έχει τις εξηγήσεις της για την ντοματιά και τις ντομάτες. Διατηρώ όμως την υποψία ότι το θαύμα της ζωής με ξεπερνάει. Η ανατολή και η δύση του ήλιου δεν παύουν να με εκπλήσσουν. Με κουβεντιάζουν! Για την αναγνώριση αυτής της κουβέντας χρησιμοποιώ τη λέξη «θεός», ελλείψει άλλης που δεν έχω βρει ως τώρα.
* Άνθρωπος των γραμμάτων και παράλληλα ειδικός σύμβουλος σε θέματα πολιτισμού, ένα είδος τεχνοκράτη θα μπορούσαμε να πούμε. Πώς συνδυάζονται οι δύο ιδιότητες;
- Η ανάγκη της επιβίωσης υποχρεώνει να κάνεις συνδυασμούς. Πάντα, μπαίνοντας σε ένα σπίτι ή σε μια αίθουσα, δεν έπαψα να κοιτάζω από πού θα έφευγα. Ήταν ο φόβος του εγκλωβισμού. Δεν έπαψα να εργάζομαι, να σπουδάζω και να πασχίζω να ζήσω. Μπορεί να αποτελεί βλασφημία η ιδέα μου πως είμαι ένας «Βέγγος», αλλά σας διαβεβαιώνω πως έχω τρέξει τόσο πολύ που δεν μπορώ πια να σταματήσω. Εργάσθηκα σε 33 χώρες (πλην Ελλάδας) από το 1972 ως το 2012, ανέλαβα την υλοποίηση έργων πολιτισμού χρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Παγκόσμια Τράπεζα και τον ΟΟΣΑ υποβάλλοντας το βιογραφικό μου, περνώντας εξετάσεις, δίνοντας αποδείξεις και πιστοποιήσεις των ικανοτήτων μου και της γλωσσομάθειάς μου. Ο προσδιορισμός «σύμβουλος» έχει εξευτελιστεί τόσο πολύ στην Ελλάδα, που προτιμώ να δηλώσω πως είμαι ένας «εξειδικευμένος εργαζόμενος σε διεπιστημονικά έργα πολιτισμού». Δεν βρίσκω τη λέξη που θα κάλυπτε τις απαιτήσεις αυτής της δραστηριότητας.
* Έχετε εντοπίσει, βάσει της διεθνούς σας εμπειρίας, τον λόγο για τον οποίο απουσιάζουν από την Ελλάδα οι «δεξαμενές σκέψεις» (think tanks) που τόσο σημαντικές είναι παγκοσμίως;
- Για να υπάρχουν «δεξαμενές», πρέπει να υπάρχει νερό. Για να υπάρχουν «σκέψεις», πρέπει να υπάρχει θέληση για σκέψη. Επιπλέον, η σκέψη είναι κουραστική. Και χρειάζεται υποστήριξη θεσμική, οικονομική. Χρειάζονται συνεργασίες, αλλά και αναγνώριση, σεβασμός στην Ιστορία, διάχυση στην κοινωνία και στην παιδεία. Ο Θεός της Ελλάδας δεν έχει προβλέψει ούτε για νερό, ούτε για κούραση, ούτε για όλα τα άλλα.
* Αξιοπρέπεια: η λέξη των καιρών. Τι περιεχόμενο της δίνετε;
- Να αναζητάς αυτό που σου πρέπει και όχι αυτό που θέλεις. Να αναγνωρίζεις πως όταν σε φτύνουν, δεν βρέχει. Να μην κρατάς ομπρέλα!
* Τελευταία ερώτηση και υποχρεωτική απάντηση! Ποιο είναι το νόημα της ζωής;
- Ο κλαυσίγελως, η χαρμολύπη.