Γνωρίζει τη δουλειά, γνωρίζει τους πελάτες, τις συνήθειες και τις παραξενιές τους. Γνωρίζει τις συμπεριφορές τους. Τους έχει δει να ψωνίζουν σε περιόδους κρίσεων όπως το 2015 με τα capital controls αλλά και τώρα εν μέσω πανδημίας και φόβου για ενδεχόμενες ελλείψεις. Και αυτή η φορά, όπως θα πει στην «Ε», είναι χειρότερη από κάθε άλλη. Από τη μια το κατοχικό σύνδρομο και η -ομολογουμένως ανθρώπινη- ανάγκη να έχεις γεμάτα τα ντουλάπια για παν ενδεχόμενο και από την άλλη η αδιαφορία για τον συνάνθρωπο που επίσης θέλει να ψωνίσει αλλά και για τον υπάλληλο που βρίσκεται εκεί για να σε εξυπηρετήσει με κίνδυνο της ζωής του.
ΤΟ ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
«Δεν προλαβαίνουμε να γεμίζουμε τα ράφια. Το είδαμε με τα αντισηπτικά, το χαρτί υγείας αλλά και τρόφιμα μακράς διάρκειας. Έρχονται δέκα άνθρωποι και είναι ικανοί να αδειάσουν τα ράφια σε μερικά λεπτά, χωρίς να σκέφτονται ότι μετά από αυτούς θα έρθουν και άλλοι. Τι θα το κάνουν άραγε όλο αυτό το χαρτί υγείας; Και τα απολυμαντικά; Πόσα άραγε χρειάζεσαι για να περάσεις 15 ημέρες και έναν μήνα; Έτσι όμως όπως δεν σκέφτονται για τον επόμενο δεν σκέφτονται ούτε για τον υπάλληλο. Στα σούπερ μάρκετ υπάρχει συνωστισμός, πράγμα που αντιτίθεται στα μέτρα προστασίας. Σε πολλά καταστήματα δεν τηρούνται οι αποστάσεις ασφαλείας παρά τις εκκλήσεις που αναγκαζόμαστε να κάνουμε συνεχώς, ενώ το χειρότερο είναι όταν κάποιος αντιδρά. Να έχεις τον πόνο σου, τον φόβο σου, το άγχος σου και να πρέπει να διαχειριστείς μια ένταση που στο κάτω κάτω, δεν οφείλεις καν να υποστείς».
Υπάρχουν ηλικιωμένοι, σημειώνει η Λαρισαία υπάλληλος, που για τους δικούς τους λόγους πιστεύουν σε σενάρια συνωμοσίας και αρνούνται ότι υφίσταται η πανδημία. Δεν ακούν κιόλας καλά, οπότε σε πλησιάζουν σε απόσταση αναπνοής για να σου πουν αυτό που θέλουν και όταν τους ζητήσεις να κρατήσουν τις αποστάσεις αρχίζουν και φωνάζουν… «Έλα μωρέ τι φοβάστε, ξέρεις πόσοι πέθαναν από γρίπη»;
ΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
«Για κάποιους άλλους, το «μένουμε σπίτι» μεταφράζεται σε «αφού δεν έχουμε πού άλλου να πάμε, ας πάμε στο σούπερ μάρκετ». Ειδικά σε καταστήματα που βρίσκονται κοντά σε χωριά, εκδράμει ολόκληρη η οικογένεια. Μαμά, μπαμπάς, παιδιά και παππούδες. Και περπατάνε όλοι μαζί ανάμεσα στους διαδρόμους. «Οικογένεια είμαστε», σου απαντούν όταν τους κάνεις παρατήρηση, ζητώντας να κρατήσουν τις αποστάσεις. Δεν είναι όλοι έτσι, όμως σε πάρα πολλές περιπτώσεις η συμπεριφορά του κόσμου φτάνει στα όρια της αγένειας. Αν κάτι λείπει, αν αργήσεις να τους εξυπηρετήσεις, γίνονται επιθετικοί. Είναι δύσκολο για όλους μας δεν λέω, όμως ας σκεφτούν ότι κι εμείς δεν είμαστε μόνο υπάλληλοι, είμαστε άνθρωποι οι οποίοι δουλεύουμε σε εξαντλητικά ωράρια για να εξυπηρετήσουμε το σύνολο. Και εμείς έχουμε οικογένειες τις οποίες φοβόμαστε μην κολλήσουμε όταν γυρίζουμε στο σπίτι και εμείς νιώθουμε φόβο και έχουμε άγχος για όλο αυτό που βιώνουμε».
Χαρίκλεια Βλαχάκη