Ως έτος εγκατάστασής του στη Λάρισα αναφέρεται το 1870, εποχή κατά την οποία το μοναδικό φωτογραφείο που λειτουργούσε στην πόλη ανήκε στον Βολιώτη φωτογράφο Γεώργιο Φεχτζή (George Fehtsi) [1]. Επίσης δεν μας είναι γνωστή η θέση του φωτογραφείου του, τουλάχιστον από το 1870 μέχρι το 1882.
Τον Νοέμβριο του ιδίου έτους αγόρασε αντί 3.640 δρχ. τη μεγάλη έπαυλη του Οθωμανού κτηματία Χουσεΐν αγά Σαμπάν που βρισκόταν στη συνοικία Ραμαζάν Ατίκ (Παράσχου ή Αγίου Νικολάου) [2]. Η έπαυλη περιλάμβανε τέσσερα υπνοδωμάτια, μαγειρείο, κελάρι, πηγάδι, αποθήκες και διάφορους άλλους βοηθητικούς χώρους. Δίπλα από την τελευταία βρισκόταν οι κατοικίες του Παναγιώτη Θεοχαρίδη, της Αγλαΐας, χήρας του Αναστασίου Θεοχάρους (ή Σαμολαδά) και του Βασιλείου Χρ. Καραμπύλια. Σε έναν ιδιαίτερο χώρο της έπαυλης, ο Αποστολίδης μετέφερε το φωτογραφικό εργαστήριό του, το οποίο έκτοτε λειτούργησε συνεχώς, μέχρι τον θάνατό του.
Το 1890 έλαβε ως προίκα από τον πατέρα της συζύγου του Αικατερίνης (Κατίνας) [3] μία παλαιά οικία στην παραπάνω συνοικία, η οποία βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την δική του. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς απεφάσισε να την κατεδαφίσει και να αναγείρει στη θέση της μία καινούργια. Τα σχέδια της νέας κατοικίας τα οποία επιμελήθηκαν ο αρχιτέκτονας Γιαννόπουλος και ο μηχανικός της Νομαρχίας Λαρίσης Ηλίας Αγγελόπουλος προέβλεπαν την ανέγερση πλινθόκτιστης διωρόφου οικοδομής με εξωτερική και εσωτερική σκάλα, με πόρτες και παράθυρα γαλλικού τύπου και κεραμοσκεπή. Η ανέγερση ανατέθηκε στον εργολάβο Λάζαρο Γ. Κυριακού, το συνεργείο του οποίου θα παρέδιδε το έργο εντός 100 εργασίμων ημερών αντί συνολικής αμοιβής 2.100 δρχ. [4]. Τον Μάρτιο της επόμενης χρονιάς (1891), το Δημοτικό Συμβούλιο της Λάρισας (7 Μαρτίου 1891) αποφάσισε (λόγω της εφαρμογής του σχεδίου πόλεως), τη διάνοιξη μίας μικρής δημοτικής οδού, η οποία θα άρχιζε από την ειρημένη κατοικία και θα έφθανε μέχρι τα «Μεγάλα Μνήματα (Παράσχου)», συνολικής δαπάνης 5.293,29 δρχ. [5]. Λίγους μήνες αργότερα ο Αποστολίδης αναγκάστηκε να παραχωρήσει ένα τμήμα του οικοπέδου του στην γειτόνισσά του Αγλαΐα, χήρα του Αναστασίου Θεοχάρους (ή Σαμολαδά), λαμβάνοντας ως αποζημίωση 244,45 δρχ. [6]. Τρία χρόνια αργότερα, με τη σύμφωνη γνώμη της τελευταίας, ο Αποστολίδης προχώρησε σε εργασίες ανακατασκευής του περιτειχίσματος του οικοπέδου [7]. Η νεόδμητη οικία ενοικιάστηκε τον Οκτώβριο του 1894 για ένα έτος (από 1 Νοεμβρίου 1894 έως 30 Οκτωβρίου 1895) στον καφεπώλη Αριστείδη Γαρδίκη αντί συνολικού μισθώματος 600 δρχ. [8].
Το 1899 ο Αποστολίδης άρχισε να αναγείρει την τρίτη κατά σειρά κατοικία του στη Λάρισα, επί ιδιόκτητου οικοπέδου το οποίο βρισκόταν στην προαναφερθείσα συνοικία (Ραμαζάν Ατίκ), δίπλα ακριβώς από την ιδιοκτησία του δικαστικού επιμελητή Κωνσταντίνου Χατζή. Ταυτόχρονα παραχώρησε στον τελευταίο το δικαίωμα να αναγείρει ιδίοις εξόδοις την περίφραξη η οποία θα χώριζε τα οικόπεδά τους [9].
Πέρα από την φωτογράφιση πορτραίτων και ευτυχισμένων οικογενειακών στιγμών καθώς και γεγονότων και τοπίων, ο Γεώργιος Αποστολίδης ειδικεύτηκε στην μεταθανάτια φωτογραφία (post mortem photography), η οποία γνώρισε απήχηση στην μεγαλοαστική τάξη της Λάρισας την περίοδο από το 1870 έως το 1880 [10]. Παράλληλα πρέπει να ήταν και αξιόλογος ζωγράφος-αγιογράφος, αφού τον Δεκέμβριο του 1899 φιλοτέχνησε μία εικόνα του Ιησού Χριστού σε μικρό μέγεθος και την δώρισε στον νεοαναγειρόμενο ναό του Αγίου Κωνσταντίνου [11].
Ο Γεώργιος Αποστολίδης απεβίωσε στη Λάρισα στις αρχές Μαρτίου του 1900 μετά από «πολυώδυνο νόσο» [12]. Δύο μήνες αργότερα, η σύζυγός του Αικατερίνη (μαζί με τον ανήλικο γιο του Απόστολο), εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Βόλο. Σχεδόν αμέσως παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με τον Ιωάννη Θ. Ιωαννίδη, υπάλληλο των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων. Στις 7 Ιουνίου 1900 το Εφετείο της Λάρισας (απ. 297/1900) αναγνώρισε ως γενικό κληρονόμο του Γεωργίου Αποστολίδη τον ανήλικο γιό του Απόστολο και διόρισε την μητέρα του ως φυσική επίτροπο αυτού. Η Αικατερίνη διόρισε με την σειρά της, ως πληρεξούσιο διαχειριστή της περιουσίας του Απόστολου Αποστολίδη στη Λάρισα (τρείς κατοικίες), τον δεύτερο σύζυγό της Ιωάννη Ιωαννίδη [13]. Με αυτήν την ιδιότητα ο τελευταίος ενοικίασε την κατοικία που παλαιότερα λειτουργούσε ως φωτογραφείο του Γεωργίου Αποστολίδη (συνοικία Παράσχου), στην Ελένη, χήρα του πρώην βουλευτή και δημάρχου της Λάρισας Αχιλλέα Λογιωτάτου [14].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ο Γεώργιος Φεχτζής σύστησε το 1865 φωτογραφείο στον Βόλο (οδός Δημητριάδος), με υποκαταστήματα στη Λάρισα και στα Τρίκαλα. Επειδή δεν τον συναντούμε στην Λάρισα μετά την απελευθέρωση (1881), πολλοί ερευνητές υπέθεσαν ότι ήταν Οθωμανός που αναχώρησε από την πόλη.
[2]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 004 [1882-1883], αρ. 1002 (2 Νοεμβρίου 1882).
[3]. Με τη σύζυγό του απέκτησε τον Απόστολο για τον οποίο δεν διαθέτουμε καμία πληροφορία για την μετέπειτα τύχη του.
[4]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 030 [1890-1891], αρ. 10834 (7 Δεκεμβρίου 1890).
[5]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης, φκ. 005 [1890-1891], 7 Μαρτίου 1891, σ. 123.
[6]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 034 [1891-1892], αρ. 12072 (4 Οκτωβρίου 1891).
[7]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 045 [1894], αρ. 16207 (14 Μαρτίου 1894).
[8]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 047 [1894], αρ. 17153 (13 Οκτωβρίου 1894).
[9]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 066 [1899], αρ. 23900 (2 Νοεμβρίου 1891).
[10]. Σύμφωνα με τον ιστορικό της φωτογραφίας Άλκη Ξ. Ξανθάκη «η μεταθανάτια φωτογραφία τον 19ο αιώνα πρέπει να ερμηνευτεί υπό το πρίσμα του ανθρώπου που θρηνεί, μέσα από το γενικό πλαίσιο των εμπειριών και των προσδοκιών του για το θάνατο. Τέτοιες φωτογραφίες θεωρούνταν γενικά «θεραπευτικές», ενώ παράλληλα επαλήθευαν το θάνατο κάποιου προσώπου στους συγγενείς που έμεναν μακριά. Ο μεγάλος αριθμός φωτογραφικών διαφημίσεων, σχετικών με το θέμα αυτό στο εξωτερικό, υποδηλώνει ότι το νεκρικό πορτρέτο ήταν ευρέως διαδεδομένο, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τα παιδιά. Η κλασική πόζα, σαν αυτό να κοιμάται, αντιπροσώπευε την έκφραση της χριστιανικής πεποίθησης για την ανάσταση των νεκρών». Βλ. του ιδίου: Ιστορία της Ελληνικής Φωτογραφίας 1839-1970, Αθήνα: Πάπυρος, 2008.
[11]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 87 (11 Δεκεμβρίου 1899).
[12]. Μικρά (Λάρισα), φ. 5 (5 Μαρτίου 1900).
[13]. Αρχείο Συμβολαιογράφου Δημητρίου Σουρανή (Βόλος), αρ. 18195 (1 Ιουλίου 1900).
[14]. Η αρχική μίσθωση είχε διάρκεια ενός έτους και το ετήσιο μίσθωμα ανερχόταν στις 720 δρχ. Βλ. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 069 [1900], αρ. 24889 (3 Ιουλίου 1900).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου