Προήχθη σε ανθυπασπιστή στις 8 Ιανουαρίου 1862 (ΦΕΚ 5/Α/29-1-1862), ενώ στις 14 Αυγούστου 1868 σε υπολοχαγό (ΦΕΚ 41/Α/18-9-1868). Με έξοδα της Πολιτείας μετεκπαιδεύθηκε στη Στρατιωτική Σχολή του Μετς (Γαλλία) και επιστρέφοντας (23 Νοεμβρίου 1870) διορίσθηκε καθηγητής της «πολεμικής τέχνης και στρατιωτικής τεχνολογίας» στη Σχολή Ευελπίδων (ΦΕΚ 42/Α/11-12-1870). Στις 10 Φεβρουαρίου 1874 διορίσθηκε υπασπιστής στο Υπουργείο των Στρατιωτικών (ΦΕΚ 9/Α/11-3-1874), ενώ στις 10 Απριλίου 1874 προήχθη σε λοχαγό δευτέρας τάξεως (ΦΕΚ 24/Α/16-6-1874).
Στις 7 Φεβρουαρίου 1878 προήχθη σε λοχαγό πρώτης τάξεως (ΦΕΚ 41/Α/26-7-1878) ενώ από τις 9 Φεβρουαρίου έως τις 21 Μαρτίου 1878 «καταρτίσας ίδιον επαναστατικόν σώμα εξήλθεν εις τας θεσσαλικάς πεδιάδας ως αρχηγός αυτού» και έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας [2]. Μετά τη μάχη της Ματαράγκας απέσυρε τα ένοπλα σώματα από τη Δυτική Θεσσαλία και επέστρεψε στην Αθήνα. Το επόμενο διάστημα συνέγραψε μελέτη για την στρατιωτική οργάνωση της Ελλάδος η οποία εκδόθηκε το 1880 [3].
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881) έλαβε μέρος στις βουλευτικές εκλογές (20 Δεκεμβρίου 1881) ως υποψήφιος του Νομού Λαρίσης. Εκλέχθηκε βουλευτής μαζί με τον Αναστάσιο Ζαρμάνη και τους Οθωμανούς κτηματίες Δερβίς Χαλήλ βέη και Σερέφ Εδίπ βέη (μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου 1885). Στις 4 Μαρτίου 1882 τέθηκε σε προσωρινή διαθεσιμότητα από το Σώμα του Πυροβολικού επειδή είχε εκλεγεί βουλευτής (ΦΕΚ 25/Α/10-4-1882). Κατά το διάστημα της παραμονής του στη Λάρισα ενοικίασε την κατοικία του κτηματία Νισέτ εφένδη Αβραάμ η οποία βρισκόταν στη συνοικία Ντάρκολι της πόλης [4].
Το 1883 διετέλεσε γραμματεύς της επιτροπής που συστάθηκε με πρωτοβουλία του αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου και του μητροπολίτη Λαρίσης Νεόφυτου Πετρίδη για τη συλλογή εράνων υπέρ των κατοίκων της Λάρισας που επλήγησαν από τις πλημμύρες του Πηνειού της χρονιάς εκείνης [5]. Πρώτος αυτός διέθεσε τη βουλευτική του αποζημίωση για τον παραπάνω σκοπό. Στις βουλευτικές εκλογές του 7 Απριλίου 1885 εξελέγη βουλευτής Λαρίσης μαζί με τους Διονύσιο Γαλάτη, Κωνσταντίνο Μαρκίδη και Ιωάννη Φίλιο. Η Βουλή όμως, στη συνεδρίαση της 14ης Ιουνίου 1885, ακύρωσε τις εκλογές των Γαλάτη, Ισχόμαχου και Μαρκίδη, δεχόμενη ως μόνη έγκυρη την εκλογή Φίλιου [6]. Προκηρύχθηκαν επαναληπτικές εκλογές (14 Ιουλίου 1885) στις οποίες έλαβε μέρος αλλά δεν εκλέχθηκε [7].
Επανήλθε στις τάξεις του στρατού και προήχθη σε ταγματάρχη, ενώ στις 31 Οκτωβρίου 1885 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη (ΦΕΚ 80/Α/20-7-1885) και διορίσθηκε διευθυντής του Οπλοστασίου Αθηνών (ΦΕΚ 102/Α/22-8-1885). Μετά το 1887 διορίσθηκε ως επικεφαλής του Επιτελικού γραφείου του Υπουργείου των Στρατιωτικών. Την περίοδο αυτή «περιέπεσεν εις τα συνήθη εκείνα σφάλματα του πειρασμού της τύχης εις ά τόσον επιρρεπείς είνε ακριβώς οι μάλλον αχέρωγοι χαρακτήρες ως εκ της περιφρονήσεως ήν αισθάνονται προς ό,τι οι άλλοι λατρεύουσιν και θεοποιούν» [8]. Η μελαγχολία και η κατάθλιψη δεν άργησαν να εμφανιστούν και οδηγήθηκε στην αυτοκτονία το απόγευμα του Σαββάτου της 28ης Μαΐου 1888 [9].
Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε στον μητροπολιτικό ναό των Αθηνών παρουσία του τότε Πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη. Παρευρέθηκαν οι υπουργοί Γ. Θεοτόκης, Κ. Λομβάρδος, Π. Μανέτας και σύσσωμη η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο ταγματάρχης του Πυροβολικού και παιδικός του φίλος Αριστόβουλος Μάνεσης καθώς και ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεόδωρος Αφεντούλης (1824-1893) (εκ μέρους του Δήμου της Λάρισας) εκφώνησαν τους επικήδειους λόγους [10]. Πέντε δήμαρχοι των τότε επαρχιών του νομού Λαρίσης [Νέσσωνος, Ογχηστού, Συκουρίου, Κρανώνος και Φακίου] απέστειλαν στεφάνους και εξουσιοδότησαν τον δήμαρχο Αθηναίων Τιμολέοντα Φιλήμονα να εκφωνήσει τον επιτάφιο λόγο: «Μόνον ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, ο γιγνώσκων τα μύχια της καρδίας και της διανοίας των ανθρώπων, μόνον Αυτός εν τη ανεκκλήτω και τελικήν κρίσιν Αυτού ας κρίνει την σκληράν πράξιν ήν εξετέλεσες χθες. Ημείς δεν δυνάμεθα να πράξωμεν άλλως ή να σοι απευθύνωμεν αδελφικόν παράπονον, ότι από της οικίας σου, από των φίλων σου, από των αντιθέτων σου, από της πατρίδος εν τέλει αφήρεσες άνδρα πολύτιμον και προωρισμένον επιφανείς να προσφέρη υπηρεσίας τω Έθνει» [11].
Από τον γάμο του με την Ιουλία Προβελέγγιου, αδελφής του λόγιου και ακαδημαϊκού Αριστομένη Προβελέγγιου (1850-1936), απέκτησε τρία παιδιά: τον Ιωάννη (μετέπειτα βουλευτή), την Έλλη και την Μαρία. Είχε τιμηθεί με τα παράσημα των Ταξιαρχών της Τυνησίας και της Σερβίας ενώ στις 31 Οκτωβρίου 1876 του επιτράπηκε να φέρει το παράσημο Μετζητιέ τετάρτης τάξεως που του είχε απονείμει λίγους μήνες νωρίτερα ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ (ΦΕΚ 29/Α/25-4-1877). Η Ελληνική Πολιτεία τον τίμησε στις 31 Δεκεμβρίου 1873 με τον Χρυσό Σταυρό των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος (ΦΕΚ 9/Α/11-3-1874) και την 1η Δεκεμβρίου 1886 με το παράσημο των Ανωτέρων Ταξιαρχών (ΦΕΚ 333/Α/4-12-1886).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ο άλλος του αδελφός ήταν ο Φιλώτας (1845-1900) που υπήρξε αξιωματικός, διπλωμάτης και βουλευτής της Λάρισας (Βιογραφικό σε προσεχές σημείωμα).
[2]. Εφημερίς (Αθήνα), φ. 150 (29 Μαΐου 1888).
[3]. Κωνσταντίνος Ισχόμαχος, Μελέτη επί της στρατιωτικής οργανώσεως της Ελλάδος Αθήνησιν: Εκ του Τυπογραφείου Παρνασσού διευθυνομένου υπό Σ. Π. Οικονόμου, 1880.
[4]. Όταν αναχώρησε οριστικά για την Αθήνα, η οικία ενοικιάστηκε στο Δημόσιο και λειτούργησε εκεί το Α΄ Ελληνικό Σχολείο της Λάρισας. Βλ. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 011 [1884], αρ. 3159 (20 Οκτωβρίου 1884).
[5]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 207 (26 Οκτωβρίου 1883) και Καρδίτσα (Καρδίτσα), φ. 42 (5 Νοεμβρίου 1883).
[6]. Επί συνόλου 162 βουλευτών οι 103 τάχθηκαν κατά της εκλογής, οι 58 υπέρ, ενώ υπήρξε και μία άρνηση ψήφου. Βλ. Πρακτικά Συνεδριάσεων Βουλής (από 9/5/1885 έως 18/7/1885). Εν Αθήναις: εκ του Εθνικού Τυπογραφείου 1885, σ. 57-62.
[7]. Θεσσαλία (Βόλος), φ. 624 (17 Ιουλίου 1885).
[8]. Ακρόπολις (Αθήνα), φ. 2173 (29 Μαΐου 1888).
[9]. Βυζαντίς (Κωνσταντινούπολη), φ. 3430/619 (4 Ιουνίου 1888).
[10]. Εφημερίς (Αθήνα), φ. 151 (30 Μαΐου 1888).
[11].Τιμολέων Φιλήμων, «Λόγος επιτάφιος επί τω νεκρώ του Κωνσταντίνου Ισχόμαχου», Αιών (Αθήνα), φ. 5246 (31 Μαΐου 1888).
* Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου