Μετά το πέρας των εγκυκλίων μαθημάτων στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων εγγράφθηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών απ’ όπου αναγορεύθηκε διδάκτορας των Νομικών Επιστημών (1866).
Αρχικά άσκησε τη δικηγορία στην Αθήνα αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1867 διορίσθηκε στην κενή θέση του αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών της Κέρκυρας (ΦΕΚ 61/Α/19-10-1867) ενώ στις 24 Ιανουαρίου 1868 μετατέθηκε στην αντίστοιχη θέση του Πρωτοδικείου Πατρών (ΦΕΚ 17/Α/15-4-1868). Το 1870 προήχθη σε Πρωτοδίκη και μετατέθηκε στη Χαλκίδα (ΦΕΚ 28/Α/17-8-1870). Στις 28 Αυγούστου 1870 μετατέθηκε στο Πρωτοδικείο των Αθηνών (ΦΕΚ 36/Α/4-11-1870) ενώ στις 12 Οκτωβρίου 1871 διορίσθηκε τακτικός ανακριτής (ΦΕΚ 12/Α/27-3-1872). Στο Πρωτοδικείο της Αθήνας υπηρέτησε επί μία δεκαετία.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας προήχθη σε εφέτη (6 Ιανουαρίου 1882) και μετατέθηκε στο νεοσύστατο Εφετείο της Λάρισας (ΦΕΚ 70/Α/28-7-1882). Η προαγωγή του επικυρώθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα της 29ης Μαρτίου 1882 (ΦΕΚ 89/Α/29-8-1882). Στις 5 Ιανουαρίου 1883 συμμετείχε στη σύνταξη του Κανονισμού του Εφετείου της Λάρισας [2] από κοινού με τους εφέτες Μιχαήλ Ιδρωμένο (πρόεδρο), Κωνσταντίνο Παρασκευαΐδη [3], Αντώνιο Χωματιανό και Ευστάθιο Δημητρίου. Στη Λάρισα εγκαταστάθηκε στη συνοικία Σαλασλάρ όπου για να στεγάσει την πολυμελή οικογένειά του αγόρασε με δάνειο ένα οικόπεδο 2.160 τ.μ. εντός του οποίου βρίσκονταν δύο πλινθόκτιστες οικίες [4].
Στη Λάρισα παρέμεινε επί εννέα συναπτά έτη και αγαπήθηκε από την Λαρισαϊκή κοινωνία, όσο κανείς άλλος δικαστικός λειτουργός που υπηρέτησε στην πόλη. Τον Αύγουστο του 1891 προήχθη σε Αρεοπαγίτη και μετατέθηκε στην Αθήνα. Ο δικηγόρος της Λάρισας Αθανάσιος Μανδαλόπουλος έπλεξε το εγκώμιό του στον τοπικό Τύπο:
«Εν εποχή καθ’ ήν ουχί η ατομική αξία χορηγεί τας τιμάς και τα αξιώματα, η προαγωγή του Εφέτου κ. Αραβαντινού εις την ανωτάτην δικαστικήν θέσιν του Αρεοπαγίτου αποτελεί πραγματικήν όασιν, η δ’ εκτίμησις αύτη, ήτις απενεμήθη τω κ. Αραβαντινώ είθε να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα εις το μέλλον, και κατανοηθή καλώς παρ’ όλων ότι την Δικαιοσύνην τουλάχιστον δεν πρέπει να πλήττωσι βέλη εμβεβαπτισμένα εις τα παντοειδή κακοήθη μέσα, άτινα τίθενται εις ενέργειαν επί τη προσδοκία προαγωγής και άτινα δυστυχώς ανεγνωρίσθη οποίας ολεθρίας επιδράσεις επέφεραν εις την κοινωνίαν μας […]. Εν τη αναιμία ήτις παρατηρείται εν τω δικαστικώ κόσμω ο κ. Αραβαντινός μετά τινών άλλων αποτελεί εξαίρεσιν. Η υπηρεσία του δύναται να θεωρηθή ως υπόδειγμα εργασίας μύστου της επιστήμης αφοσιωμένου εις το καθήκον του, η δε επιστημονική αυτού αξία απεικονίζεται εν ταις αποφάσεσι άς ως εισηγητής συνέτασσε, άς διακρίνει σαφήνεια, λεπτότης απαράμιλλος περί την λύσιν των επιστημονικών ζητημάτων, κρίσις βαθεία και επί πλέον γλώσσα ρέουσα μέχρι γλαφυρότητος […]. Αλλά πλην της επιστημονικής αξίας του, ο κ. Αραβαντινός χαρακτηρίζεται και διά την ακεραιότητά του […]. Καθ’ όλο το μακρόν χρόνον όν διήνυσε ως Εφέτης εν Λαρίση, εν ή αν ως Δικαστικός υπήρξε τοιούτος και εν τη κοινωνία καθείξε λίαν έξοχον θέσιν. Ολίγοι ως αυτόν ηγαπήθησαν διά τον χαρακτήρα του, αφού ουδέποτε έδωκε αφορμήν θέτουσα υπό αμφιβολίαν τον χαρακτήρα του» [5].
Διετέλεσε Υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Νικολάου Δηλιγιάννη (από 12 Ιανουαρίου 1895 έως 31 Μαΐου 1895). Την ίδια χρονιά εξέδωσε τη μελέτη που είχε αφήσει ημιτελή ο πατέρας του [6], ενώ μέχρι το θάνατό του δημοσίευσε άρθρα και μελέτες νομικού περιεχομένου στον Αθηναϊκό Τύπο. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 12 Απριλίου 1906 [7]. Η εξόδιος ακολουθία πραγματοποιήθηκε την επομένη από τον Ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής [8].
Από τον γάμο του με την Ελευθερία Μέκιου απέκτησε οκτώ παιδιά: Την Μελπομένη [9], την Παρασκευή [10], την Πανδώρα, τον Παναγιώτη, την Καλλιόπη, την Ελένη, την Άρτεμη και τη Βασιλική.
Τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία στις 20 Μαΐου 1884 με τον Αργυρό Σταυρό των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος (ΦΕΚ 306/Α/27-7-1884) ενώ την 1η Δεκεμβρίου 1886 με τον Χρυσό Σταυρό του ιδίου Τάγματος (ΦΕΚ 335/Α/6-12-1886). Ο Σπυρίδων Αραβαντινός «υπήρξεν σπάνιον υπόδειγμα εναρέτου και υψηλόφρονος δικαστού συναισθανομένου βαθύτατα την ιερότητα των υπό της Πολιτείας διαπεπιστευμένων αυτώ καθηκόντων» [11].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Από τον γάμο τους απέκτησαν τέσσερα παιδιά: Τον τραπεζίτη και μετέπειτα βουλευτή Αττικοβοιωτίας Κωνσταντίνο (1846-1911), τον ιατρό Αριστείδη (1852-1923) και τον λαογράφο Περικλή (1854-1932).
[2]. Υπουργική Απόφαση αρ. 1 (5 Ιανουαρίου 1883): «Περί εγκρίσεως Κανονισμού του δικαστηρίου των εν Λαρίσση Εφετών» (ΦΕΚ 22/Α/19-1-1883).
[3]. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, «Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης (1940-1903): Ο «εκκεντρικός» και «ιδιόρρυθμος» Εφέτης της Λάρισας», Ελευθερία (Λάρισα), φ. 32526 (26 Οκτωβρίου 2014).
[4] . Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 570 (1 Απριλίου 1901).
[5]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 99 (31 Αυγούστου 1891).
[6]. Σπυρίδων Αραβαντινός, Ιστορία Αλή πασά του Τεπελενλή. Συγγραφείσα επί τη βάσει ανεκδότου έργου του Παναγιώτου Αραβαντινού. Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Σπυρίδωνος Κουσουλίνου, 1895.
[7]. «Επί τω θανάτω του Σπυρίδωνος Αραβαντινού, συνελθόν εκτάκτως το Συμβούλιον του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, εξέφρασε προς την οικογένειαν του μεταστάντος τα βαθύτατα συλλυπητήρια των μελών του Συλλόγου». Βλ. Δικαιοσύνη: Εφημερίς των δικηγόρων (Αθήνα), φ. 15 (15 Απριλίου 1906).
[8]. Αθήναι (Αθήνα), φ. 173/1292 (13 Απριλίου 1906) και Ημέρα (Αθήνα), φ. 3271 (20 Απριλίου 1906).
[9]. Παντρεύτηκε τον υπολοχαγό του Πυροβολικού Δημοσθένη Ομηρίδη. Βλ. Βασιλικό Διάταγμα (3 Απριλίου 1889): «Περί αδείας νυμφεύσεως εις τον υπολοχαγόν Δημοσθένην Ομηρίδην» (ΦΕΚ 301/Α/11-12-1889).
[10]. Παντρεύτηκε τον Γεώργιο Βαββανάκο.
[11]. Κωνσταντίνος Σκόκος, «Σπυρίδων Αραβαντινός», Εθνικόν Ημερολόγιον (Αθήνα), τ. 22 (1907), σ. 223-224. Ειδικώς σ. 224.
Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου