ΑΘΗΝΑ
Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την επίτευξη του παγκόσμιου στόχου που είχε τεθεί στους Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας (ΑΣΧ) για ασφαλές πόσιμο νερό, και μετά τη διακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ ότι το νερό είναι ανθρώπινο δικαίωμα, 768 εκατ. άνθρωποι, οι περισσότεροι από αυτούς φτωχοί, ακόμα δεν καλύπτουν αυτή τη βασική τους ανάγκη, δηλώνει η UNICEF, με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας για το Νερό (22 Μαρτίου).
Η UNICEF υπολογίζει ότι 1.400 παιδιά κάτω των 5 ετών πεθαίνουν κάθε μέρα από διαρροϊκές ασθένειες που συνδέονται με την έλλειψη ασφαλούς πόσιμου νερού και επαρκούς αποχέτευσης και υγιεινής.
«Κάθε παιδί, πλούσιο ή φτωχό, έχει το δικαίωμα να επιβιώσει, το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στο μέλλον» δηλώνει ο Sanjay Wijesekera, επικεφαλής των παγκοσμίων προγραμμάτων της UNICEF για το νερό, την αποχέτευση και την υγιεινή.
Ο στόχος των ΑΣΧ για το πόσιμο νερό επιτεύχθηκε και ξεπεράστηκε το 2010, όταν το 89% του παγκόσμιου πληθυσμού είχε πρόσβαση σε βελτιωμένες πηγές πόσιμου νερού - όπως δίκτυα ύδρευσης, γεωτρήσεις με αντλίες και προστατευόμενα φρεάτια. Επίσης, το 2010 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αναγνώρισε το ασφαλές πόσιμο νερό και την αποχέτευση ως ανθρώπινο δικαίωμα, που σημαίνει ότι κάθε άτομο θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε ασφαλές νερό και βασικές εγκαταστάσεις υγιεινής. Ωστόσο, αυτό το βασικό δικαίωμα συνεχίζει να αποστερείται από τους φτωχότερους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
«Αυτό που εξακολουθεί να είναι εντυπωσιακό και ίσως ακόμη και συγκλονιστικό, είναι ότι ακόμη και σε χώρες μεσαίου εισοδήματος υπάρχουν εκατομμύρια φτωχοί άνθρωποι που δεν έχουν καθαρό νερό να πιουν», προσθέτει ο Sanjay Wijesekera.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της UNICEF και της ΠΟΥ, 10 χώρες φιλοξενούν σχεδόν τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού χωρίς πρόσβαση σε βελτιωμένες πηγές πόσιμου νερού. Αυτές είναι: Κίνα (108 εκατομμύρια), Ινδία (99), Νιγηρία (63), Αιθιοπία (43), Ινδονησία (39), Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (37), Μπανγκλαντές (26), Ενωμένη Δημοκρατία της Τανζανίας (22), Κένυα (16) και Πακιστάν (16).
Η UNICEF αναφέρει ότι οι γυναίκες και τα κορίτσια πλήττονται δυσανάλογα από την έλλειψη πρόσβασης σε ασφαλές νερό. Εκτιμάται ότι το 71% του βάρους της συλλογής πόσιμου νερού το επωμίζονται οι γυναίκες και τα κορίτσια.
Τα προγράμματα της UNICEF για το νερό και την υγιεινή υλοποιούνται σε πάνω από 100 χώρες και νέες πρωτοβουλίες όπως οικονομικά αποδοτικές γεωτρήσεις και κοινοτικής βάσης σχεδιασμός για την ασφάλεια του νερού, φέρνουν πόσιμο νερό σε οικογένειες που ζουν σε μερικές από τις πιο απομονωμένες περιοχές.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Από την πλευρά του το Δίκτυο «Μεσόγειος SOS», επισημαίνει σε ανακοίνωσή του πως «είναι ξεκάθαρο ότι το νερό υπερβαίνει την έννοια της ιδιοκτησίας και η δημόσια διαχείρισή του αποτελεί τον μόνο ενδεδειγμένο τρόπο και την απαραίτητη προϋπόθεση για την αποδοτικότερη χρήση και την προστασία του, εξασφαλίζοντας παράλληλα την ελεύθερη πρόσβαση από όλα τα έμβια όντα».
Αναφορικά με την εικόνα των υδάτων της Ελλάδας σημειώνει ότι «η Ελλάδα παρουσιάζει κατά μέσο όρο σχετικά υψηλά επίπεδα βροχοπτώσεων, με έντονη όμως ανισοκατανομή και φυσικούς και ανθρωπογενείς λόγους που προκαλούν πολλαπλά ζητήματα στην αξιοποίησή τους, δεδομένου ότι: (α) η διαθέσιμη αξιοποιήσιμη ποσότητα νερού συνεχώς περιορίζεται, έτσι ώστε σημαντικές περιοχές να είναι ή τείνουν να γίνουν ελλειμματικές σε νερό, (β) η χρήση του νερού εντατικοποιείται και (γ) η δυνατότητα διαχείρισης των προσφερόμενων υδατικών πόρων με την υφιστάμενη υποδομή και τον υπάρχοντα σχεδιασμό διαρκώς μειώνεται. Συνεπώς η χώρα σε πάρα πολλές περιοχές (κυρίως νησιωτικές και αγροτικές) βρίσκεται σε μια κατάσταση μη αντιστρεπτής μόνιμης λειψυδρίας».
Σημαντικά είναι, όπως αναφέρει, και τα ζητήματα ρύπανσης τόσο των επιφανειακών όσο και των υπόγειων νερών. Ειδικότερα οι πιέσεις που δημιουργούν απόβλητα, χημικά φυτοφάρμακα και λιπάσματα καθιστούν ακατάλληλους για χρήση σημαντικούς υδατικούς πόρους με υψηλό περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος. Η υπεράντληση των υδροφορέων, η αλόγιστη χρήση, η μη αποδοτική μεταφορά με σημαντικές απώλειες, σε συνδυασμό με την έλλειψη ολοκληρωμένου σχεδιασμού, έχει ως αποτέλεσμα την ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση των υδάτινων σωμάτων.
Το Δίκτυο προτείνει συντονισμένες διαχειριστικές δράσεις για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης του νερού, προσαρμογή δηλαδή των υδροβόρων δραστηριοτήτων σε επίπεδα ανάλογα των φυσικών διαθεσίμων, μείωση απωλειών, αναβάθμιση των εφαρμοζόμενων αγροτικών πρακτικών, κ.α. «Η λύση για την εξεύρεση των ελλειμματικών πόρων εντοπίζεται σε ένα μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης τόσο για τον πρωτογενή τομέα παραγωγικότητας όσο και για τη διατήρηση και προστασία των υδατικών πόρων της περιοχής», επισημαίνει.
«Τα προβλήματα έλλειψης νερού οφείλονται περισσότερο σε κοινωνικοοικονομικά αίτια παρά σε πραγματική έλλειψη φυσικών πόρων, ενώ συνδέονται κυρίως με τη σπάταλη και την καταχρηστική κατανάλωση νερού και δεν αντιμετωπίζονται με μεταφορά υδατικών πόρων, αλλά με αυστηρά διαχειριστικά μέτρα», προσθέτει το Δίκτυο και συμπληρώνει ότι «η άποψη ότι τα ποτάμια αποτελούν αγωγούς νερού στους οποίους μπορούν οι μηχανικοί να παρεμβαίνουν αλλάζοντάς τους τη ροή έχει αναθεωρηθεί, καθώς οι σύγχρονες αντιλήψεις θεωρούν τα ποτάμια ως αναπόσπαστο μέρος οικοσυστημάτων, που διαδραματίζουν πολλαπλό ρόλο στο κλίμα, την προστασία παράκτιων περιοχών, την κοινωνικοοικονομική ζωή και τον φυσικό πλούτο των ευρύτερων περιοχών, επιστρέφοντας σε μια νέα πολιτική σεβασμού των ποταμών και του περιβάλλοντος γενικότερα».