Η αύξηση στην τιμή του πετρελαίου έβγαλε τη χρήση του από την κατηγορία της ψυχαγωγίας και την έβαλε στην κατηγορία με τις επιλογές για θέρμανση σπιτιών, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται περισσότερο η ατμόσφαιρα με ρύπους.
Η ατμόσφαιρα στα μεγάλα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα τις ημέρες κατά τις οποίες επικρατεί άπνοια γίνεται αποπνικτική μετά τη δύση του ήλιου. Μάλιστα, σύμφωνα με έρευνες, ενώ παλιότερα η συγκέντρωση των αιωρούμενων σωματιδίων ήταν εντονότερη τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής, τώρα είναι εντονότερη μετά τις 8 το βράδυ όταν ανάβουν τα τζάκια. Η έντονη μυρωδιά είναι απόδειξη των σωματιδίων που συγκεντρώνονται στον αέρα και ανάλογα με την ποσότητά τους βλάπτουν περισσότερο ή λιγότερο.
Η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος παρακολουθεί την εξέλιξη των τιμών των συγκεντρώσεων αιωρουμένων σωματιδίων σε 24ωρη βάση και συνιστά τη μη χρήση των τζακιών όταν οι μετεωρολογικές συνθήκες είναι τέτοιες που ευνοούν τη συσσώρευση ρύπανσης από αιωρούμενα σωματίδια στην ατμόσφαιρα.
«Όταν επικρατούν συγκεκριμένες κλιματικές συνθήκες, πρέπει να μην ανάβουμε κανένα τζάκι γιατί προκαλείται μεγάλη ατμοσφαιρική ρύπανση η οποία έχει επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Βήχας, άσθματα, βρογχιτιδικά επεισόδια, μύτες βουλωμένες, μάτια ηλεκτρισμένα είναι μερικά μόνο από τα αποτελέσματα», δηλώνει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο καθηγητής Πνευμονολογίας, Παναγιώτης Μπεχράκης και προσθέτει: «Δεν πρέπει να ανάβουμε το τζάκι για να διασκεδάσουμε και να παθαίνει άσθμα το παιδί του διπλανού μας».
ΟΛΑ ΡΥΠΑΙΝΟΥΝ
«Κάποιοι θεωρούν ότι αν κάψουν καλά ξύλα τα πράγματα είναι καλύτερα. Συνδέουν τη ρύπανση μόνο με τα μη κατάλληλα καυσόξυλα ή άλλα είδη που καίγονται. Δεν ισχύει αυτό. Και το καλύτερο καυσόξυλο ρυπαίνει. Αυτό πρέπει να γίνει σαφές. Δεν αποφεύγεται η ρύπανση με την καύση ποιοτικών ξύλων. Πρέπει να σεβόμαστε το περιβάλλον μας και να ακολουθούμε τις οδηγίες των αρχών γύρω από το ζήτημα. Είναι λίγες ημέρες του χρόνου που απαγορεύεται και πρέπει να σεβόμαστε τις συστάσεις», δηλώνει ο κ. Μπεχράκης.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση από τα τζάκια σύμφωνα με τους επιστήμονες επηρεάζει κυρίως τις ευπαθείς ομάδες, δηλαδή τους ηλικιωμένους, ιδιαίτερα αυτούς που έχουν υφιστάμενα πνευμονολογικά νοσήματα και τα μωρά.
«Δεν μπορεί να κάνει κανείς κάτι απέναντι σε αυτή την κατάσταση. Δεν γίνεται να καταστρέφουμε το περιβάλλον και να μην έχουμε επιπτώσεις από αυτό. Το περιβάλλον μας αποτελεί προέκταση του βιολογικού μας εγώ και κατά συνέπεια όταν χαλάμε το περιβάλλον μας, χαλάμε τον εαυτό μας τον ίδιο. Και αυτό δεν αποφεύγεται», καταλήγει ο κ. Μπεχράκης, σημειώνοντας ότι οι λύσεις ενός μαντηλιού ή μιας μάσκας στο πρόσωπο για να μην εισπνέουμε τη ρύπανση, βοηθούν ελάχιστα. Αντιπροτείνει την προσπάθεια να εισπνέει κανείς μόνο από τη μύτη, που αποτελεί φυσικό φίλτρο.