Ως γραμματέας του κόμματος σε μια μικρή πόλη όπου το προσδόκιμο όριο ζωής είναι κάτω 50 ετών, ο 35χρονος νιώθει ότι βρίσκεται ήδη σε κρίση. «Δεν τολμώ να δουλέψω λιγότερο. Γνωρίζω ότι εάν το κάνω, κάποιος άλλος ίσως έχει την ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή», δήλωσε.
Κάθε υψόμετρο πάνω από τα 5.000 μέτρα θεωρείται ως ιδιαίτερα ακατάλληλο για τους ανθρώπους, με σημαντικές επιπτώσεις για την υγεία. Η Πουματσανγκτάνγκ στην Αυτόνομη Περιοχή του Θιβέτ, στα 5.373 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, είναι ένα τέτοιο μέρος. Οι κάτοικοι πρέπει να αντιμετωπίσουν ισχυρούς ανέμους, δριμύ ψύχος και χαμηλότερα επίπεδα οξυγόνου. Οι περισσότεροι πεθαίνουν πριν καν γεράσουν.
«Οι ισχυροί άνεμοι μπορούν να ρίξουν τους τηλεφωνικούς στύλους, ακόμα και να ξηλώσουν την πόρτα του αστυνομικού τμήματος. Κάποια φορά είχαμε διακοπή ρεύματος για μια ολόκληρη εβδομάδα», δήλωσε ο Τσεν Κεμίν, από το αστυνομικό τμήμα της Πουματσανγκτάγνκ.
Με μέση θερμοκρασία μείον επτά βαθμούς Κελσίου, τα πλυντήρια μπορούν να δουλέψουν μόνο εάν ζεσταθούν με καυτό νερό για περισσότερο από μισή ώρα. Οι κάτοικοι πρέπει να σκεπάζονται τουλάχιστον με δύο παπλώματα ακόμα και τις καλοκαιρινές νύχτες.
Η έλλειψη οξυγόνου είναι η μεγαλύτερη δυσκολία. Τα χείλη των κατοίκων έχουν γίνει μπλε καθώς το ποσοστό του οξυγόνου στον αέρα είναι περίπου 40% σε σχέση με αυτό στο επίπεδο της θάλασσας.
«Το άναμμα της φωτιάς καταναλώνει το σπάνιο οξυγόνο, άρα προτιμούμε να σκεπαζόμαστε με περισσότερα παπλώματα για να ζεσταινόμαστε το βράδυ παρά να ανάβουμε τη σόμπα στο δωμάτιο», δήλωσε ο συνοριοφύλακας Τζου Σινγκ. «Καμιά φορά δυσκολεύομαι να αναπνεύσω ακόμα κι όταν κάθομαι», πρόσθεσε.
Το μεγάλο υψόμετρο μπορεί να μετατρέψει μια μικρή αδιαθεσία σε μια κατάσταση που να απειλήσει σοβαρά την υγεία κάποιου. «Είναι δύσκολο να αναρρώσει κανείς από το βήχα απλά παίρνοντας χάπια», δήλωσε ο Σονάμ Νόρμπου, στον οποίο χορηγείται αντιβιοτικός ορός σε τοπική κλινική. Ο ίδιος παντρεύτηκε μια κοπέλα της περιοχής και μετακόμισε εκεί από το Σιγκάτζε, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Θιβέτ.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, ο πληθυσμός της Πουματσανγκτάγνκ αυξήθηκε από τους 883 κατοίκους το 2000 στους 1.031 πέρυσι. Το μέσο προσδόκιμο όριο ζωής, αν και πάλι χαμηλό, αυξήθηκε από τα 40 στα 49,5 χρόνια.
Χάρη στη στήριξη της κυβέρνησης, η κωμόπολη ήταν από τις πρώτες στο Θιβέτ όπου εξαλείφθηκε η φτώχεια. Το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε στα 10.110 γιουάν (περίπου 1.500 δολάρια) το 2016, υπερδιπλάσιο του αντίστοιχου ποσού το 2012 (4.000 γιουάν). «Χωρίς τη στήριξη της κυβέρνησης, δεν θα είχαμε τη ζωή που έχουμε σήμερα», δήλωσε η Νταγουά Μπούτρι, κτηνοτρόφος. Η ίδια κερδίζει 3.000 γιουάν το χρόνο, ενώ ο σύζυγός, που είναι αστυνομικός, περίπου 10.000 γιουάν το χρόνο. Μαζί με τα ετήσια επιδόματα των άνω των 10.000 γιουάν από την τοπική κυβέρνηση και τα 4.000 γιουάν επιπλέον που κερδίζουν από το παραδοσιακό θιβετιανό μάλλινο ύφασμα που υφαίνουν και πουλούν, το ετήσιο εισόδημα της οικογένειας είναι περίπου 30.000 γιουάν το χρόνο.
Οι ντόπιοι όπως η Νταγουά Μπούτρι ξέρουν ότι το μέλλον τους επιφυλάσσει καλύτερες ημέρες. Η κυβέρνηση έχει δημιουργήσει πολλές μονάδες για την επεξεργασία των γαλακτοκομικών προϊόντων και των προϊόντων από βοοειδή για να βοηθήσει τους κτηνοτρόφους να αυξήσουν το εισόδημά τους, ενώ στις οικογένειες με χαμηλό εισόδημα έχουν διατεθεί δωρεάν θερμοκήπια λαχανικών για να κερδίζουν περισσότερα χρήματα. Επιπλέον, όλοι οι χωρικοί θα μετακινηθούν από τα παλιά σπίτια που είναι χτισμένα από πέτρες και λάσπη σε καινούργια, ενισχυμένα με ατσάλι και μπετόν, όταν ζεσταθεί ο καιρός τον Μάιο. Ο 12χρονος Ντάμπα Ράτζε έχει ήδη το δικό του όραμα για το μέλλον της ιδιαίτερης του πατρίδας. Στη ζωγραφιά του, εμφανίζονται στο βάθος χιονοσκεπή βουνά, με τις αγελάδες να βόσκουν στους πράσινους λόφους, ενώ ακριβώς έξω από τα καινούργια σπίτια, ένας δρόμος με πολλές στροφές, στρωμένος όμως με άσφαλτο, τους οδηγεί σε μια νέα ζωή.