Αυτό αποκαλύπτει μια νέα έρευνα -η πρώτη του είδους της σε τόσο βάθος χρόνου (1931-2013)- από επιστήμονες του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.
Στις δεκαετίες του 1930 και του 1940 υπήρχε πολύ καλή ορατότητα στην Αθήνα (πάνω από 20 χιλιόμετρα) με συχνότητα 34%, δηλαδή μία μέρα στις τρεις περίπου. Τις μέρες αυτές, οι Αθηναίοι μπορούσαν να διακρίνουν ακόμα και τα σπίτια στην Αίγινα. Αυτή η καλή ορατότητα μειώθηκε σε συχνότητα μόλις στο 2% κατά την περίοδο 2004-2013.
Πολύ περιορισμένη ορατότητα (μικρότερη των δύο χιλιομέτρων) εμφανιζόταν σε ποσοστό μόνο 2% στις δεκαετίες 1930 και 1940, ενώ αυξήθηκε σε ποσοστό περίπου 25% μετά το 2004. Γενικά, μετά το 2004 παρατηρείται στην πρωτεύουσα ορατότητα μικρότερη των τεσσάρων χιλιομέτρων πάνω από τις μισές μέρες του έτους.
«ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ» ΔΕΚΑΕΤΙΑ
Η ορατότητα στην Αθήνα, σύμφωνα με τη μελέτη, σημείωσε εντυπωσιακή και σχεδόν συνεχή μείωση εδώ και πάνω από 80 χρόνια. Η μείωση έγινε «δραματική» στη δεκαετία του ΄50, όταν εντάθηκαν η διόγκωση του πληθυσμού, η αστικοποίηση, η κατασκευή κτιρίων και η αύξηση των οχημάτων στην πρωτεύουσα, με συνέπεια την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Την ίδια περίοδο, όμως, με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αυξάνονται δραματικά και οι εκπομπές ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη, οι οποίες σχεδόν τριπλασιάστηκαν μεταξύ 1950 και 1980. Έχει αποδειχθεί, σύμφωνα με τους ερευνητές, ότι πολύ μεγάλο ποσοστό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην περιοχή μας συνδέεται με μακρινή μεταφορά ρύπων από πηγές στην Ευρώπη. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την ταυτόχρονη μείωση της ορατότητας που παρατηρείται και σε μη αστικούς σταθμούς στην Ελλάδα από το 1960 και μετά.
Η λήψη αντιρρυπαντικών μέτρων στην Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1980 οδήγησε σε μείωση των εκπομπών και κατά συνέπεια σε σταθεροποίηση έως και οριακή βελτίωση της ορατότητας σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, αλλά και στην Ελλάδα μετά το 1990. Σε αυτό συντέλεσε και η οικονομική κρίση στην Ανατολική Ευρώπη την ίδια περίοδο.
Στην Αθήνα, η υποβάθμιση της ορατότητας συνεχίστηκε μέχρι και τις αρχές του 2000. Μετά πάντως το 2004, παρατηρείται σταθεροποίηση ή ακόμη και οριακή βελτίωση, καθώς καταγράφεται και μείωση της συγκέντρωσης των αιωρούμενων στην ατμόσφαιρα σωματιδίων. Αυτό οφείλεται στη βελτίωση των υποδομών μεταφοράς μετά τα Ολυμπιακά έργα (μετρό, τραμ, Αττική Οδός), ενώ, εν μέρει, μπορεί να οφείλεται και στο ότι, λόγω της οικονομικής ύφεσης, έχει μειωθεί περαιτέρω η εκπομπή ρύπων στο λεκανοπέδιο (με εξαίρεση την περιοδική καύση ξύλων στα τζάκια).
Η έρευνα, με επικεφαλής την ερευνήτρια δρ. Δήμητρα Φουντά, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Atmospheric Chemistry and Physics» βασίζεται στη σειρά δεδομένων ορατότητας που διατηρεί το Αστεροσκοπείο από το 1931 συνεχώς (με μόνη διακοπή έξι μέρες κατά τα Δεκεμβριανά του 1944), δηλαδή για πάνω από οκτώ δεκαετίες. Πρόκειται για την πιο μακρόχρονη ίσως σειρά αδιάλειπτων παρατηρήσεων ορατότητας στη Ανατολική Μεσόγειο. Οι παρατηρήσεις όλα αυτά τα χρόνια πραγματοποιούνται από το ίδιο σημείο, στο Λόφο των Νυμφών στο Θησείο, τουλάχιστον τρεις φορές ημερησίως.
«Οι ιστορικές παρατηρήσεις ορατότητας του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών διάρκειας μεγαλύτερης των 80 ετών, ‘αποκαλύπτουν' μοναδική πληροφορία για την ατμόσφαιρα της Αθήνας σε εποχές που δεν υπήρχαν μετρήσεις ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Πλήθος γεγονότων, όπως το τέλος πολέμων, η αστικοποίηση, οι οικονομικές κρίσεις, τα Ολυμπιακά έργα κ.ά, έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στις ιστορικές χρονοσειρές ορατότητας του Αστεροσκοπείου Αθηνών», δήλωσε η δρ Δ. Φουντά στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο ΜΑΡΤΙΟΣ Ο ΠΙΟ ΘΟΛΟΣ ΜΗΝΑΣ
Μεταξύ άλλων, η μελέτη αποκαλύπτει ότι η ορατότητα στην Αθήνα εμφανίζει διαχρονικά ένα εποχικό κύκλο, καθώς είναι μεγαλύτερη κατά τους ζεστούς και ξηρούς μήνες του έτους, αν και τις τελευταίες δεκαετίες η εποχικότητα είναι λιγότερο εμφανής.
Ο μήνας με την μικρότερη ορατότητα είναι σταθερά ο Μάρτιος, σαν συνέπεια των σχετικά ακόμα υψηλών επιπέδων υγρασίας στην ατμόσφαιρα, σε συνδυασμό με αυξημένες συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων λόγω μεταφερόμενης σκόνης, γύρης κλπ. Γενικότερα, όταν αυξάνεται η υγρασία, η ορατότητα μειώνεται, ενώ αντίθετα αυξάνεται, όταν επικρατούν ισχυροί άνεμοι στην πόλη. Η χαμηλότερη ορατότητα παρατηρείται, όταν φυσάνε νοτιάδες, που μεταφέρουν υγρές αέριες μάζες από τη θάλασσα και συχνά σκόνη από την Αφρική. Οι ασθενείς άνεμοι ευνοούν τη συγκέντρωση ρύπων και φωτοχημικού νέφους πάνω από την πόλη.
Η μεγαλύτερη ορατότητα παρατηρείται, όταν επικρατούν βορειοδυτικοί άνεμοι -που είναι πιο ξηροί καθώς έχουν χάσει την υγρασία τους διασχίζοντας τα ψηλά ελληνικά όρη όπως η Πίνδος- και αυτό δεν έχει αλλάξει από την Αθήνα του μεσοπολέμου μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα, οι ψηλές οροσειρές της Δυτικής Ελλάδας ‘μπλοκάρουν' και μέρος της μεταφερόμενης ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τη ΒΔ Ευρώπη. Οι πιο συχνοί άνεμοι στην Αθήνα είναι από βόρεια-βορειανατολική κατεύθυνση (38%) και ακολουθούν οι νότιοι-νοτιοδυτικοί (27%).
Σε όλο τον κόσμο οι επιστήμονες θεωρούν την ορατότητα ένα αξιόπιστο δείκτη για την ποιότητα του αέρα, κυρίως για την ποσότητα των αιωρούμενων σωματιδίων άνθρακα, θείου κ.α., σε συνδυασμό με την ύπαρξη υγρασίας (άρα ομίχλης) και ανέμων. Σε παγκόσμιο επίπεδο και κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες (Κίνα, Ινδία κλπ.) καταγράφεται μια μείωση της ορατότητας μετά το 1975. Στην Ευρώπη η ορατότητα εμφανίζει βελτίωση μετά τη δεκαετία του 1980, χάρη στα μέτρα που ελήφθησαν κατά της ρύπανσης του αέρα.