Παγκόσμιο σοκ προκάλεσε η ανακάλυψη στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ότι σε ύψος δέκα χλμ. πάνω από την Ανταρκτική υπάρχει μια τεράστια τρύπα στο στρώμα του όζοντος στην ατμόσφαιρα. Το στρώμα του όζοντος προστατεύει τον πλανήτη από τις βλαβερές επιπτώσεις της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας και η ζημιά σε αυτό εγκυμονεί πολύ σοβαρούς κινδύνους στην υγεία των ανθρώπων αλλά και γενικότερα στη χλωρίδα και την πανίδα της Γης. Έκτοτε γίνονται μόνιμα παρατηρήσεις στην τρύπα αυτή και κάθε φορά παρουσιάζονται αυξομειώσεις στο μέγεθος της.
ΤΑ ΝΕΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Η Αμερικανίδα επιστήμονας Σούζαν Σόλομον του MIT από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστό το πρόβλημα ασχολήθηκε με αυτό και δημιούργησε μια ερευνητική ομάδα παρακολούθησης. Η ομάδα αυτή μελετώντας τα δεδομένα παρατήρησης της τρύπας από το 2000-2015 ανακοίνωσαν ότι η τρύπα έχει συρρικνωθεί κατά περίπου 4 εκατ. τετραγωνικά χλμ. (όσο περίπου η έκταση της Ινδίας) από την έκταση που είχε στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Το στρώμα του όζοντος άρχισε να αραιώνει κυρίως λόγω των χλωροφθορανθράκων (CFC), ουσιών που χρησιμοποιούνταν ευρέως σε σπρέι και υγρά για ψυγεία και κλιματιστικά. Η κυρίαρχη επιστημονική άποψη είναι ότι η παρατηρούμενη ανάκαμψη είναι εν πολλοίς αποτέλεσμα της Συνθήκης του Μόντρεαλ το 1987, με την οποία όλες οι χώρες-μέλη του ΟΗΕ δεσμεύτηκαν να τερματίσουν σταδιακά τη χρήση αυτών των αερίων. Όμως υπάρχουν και ορισμένοι ειδικοί που δεν αποδέχονται αυτή την εξήγηση και δηλώνουν ότι δεν είναι σαφείς οι αιτίες της συρρίκνωσης. Οι αισιόδοξες προβλέψεις αναφέρουν ότι η συρρίκνωση θα συνεχιστεί και στα μέσα του αιώνα είναι πιθανό η τρύπα να έχει κλείσει.