Tά Χριστούγεννα, δηλαδή ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πού γίνεται καί υἱός ἀνθρώπου, ἀρχίζει τό ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ ἀναδημιουργίας καί σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔρχεται καί ἀποφυλακίζει τόν ὑπόδικο ἄνθρωπο, πού χωρίς ἐλπίδα βοήθειας περιμένει τήν ὁριστική καταδίκη του. Τό σωτηριῶδες καί ἀπολυτρωτικό αὐτό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει ὄχι ἁπλῶς ἠθικές ἀλλά —ὅπως λέμε στή γλώσσα τῆς θεολογίας— κυρίως ὀντολογικές (ὑπαρξιακές) διαστάσεις γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν κτίση, ἔρχεται νά τό μιμηθεῖ στό ἐπίπεδο τῆς ἠθικῆς καί τῆς ὁριζόντιας ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο ἕνας ἅγιος πού γιορτάζει πέντε μόλις ἡμέρες πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα, στίς 20 Δεκεμβρίου.
Πρόκειται γιά τόν ἅγιο Φιλογόνιο, πού ἔζησε στό δεύτερο μισό τοῦ 3ου αἰώνα καί ἐκοιμήθη ὡς ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας στό πρῶτο τέταρτο τοῦ 4ου αἰώνα(τό 324), ἕνα χρόνο πρίν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α’ οἰκουμενικῆς συνόδου. Ὁ ἅγιος Φιλογόνιος ἐργάσθηκε φιλόπονα καί συστηματικά στά δέκα χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς διακονίας του γιά τήν προστασία τοῦ ποιμνίου του ἀπό τίς αἱρέσεις καί ἰδιαίτερα ἀπό τήν δεινή αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τήν ὁποία καταδίκασε ἡ Α’ οἰκουμενική σύνοδος καί θριάμβευσε ἡ ὀρθοδοξία ἔναντι τῆς ἐν λόγῳ αἱρέσεως ἡ ὁποία ἔπληττε καίρια τήν ἀλήθεια τοῦ τριαδολογικοῦ δόγματος. Ὁ ἅγιος Φιλογόνιος, παρόλο πού δέν εὑρίσκετο στή ζωή ὅταν συγκλήθηκε ἡ Α’ οἰκουμενική σύνοδος, μποροῦμε νά ποῦμε χωρίς νά ὑπερβάλουμε ὅτι μέ τούς ἀντιαιρετικούς του ἀγῶνες προετοίμασε τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, πού ἐπῆλθε μέ τόν ὀρθόδοξο δογματικό ὅρο πού ἐξέδωσε τελικά ἡ σύνοδος περί τῆς θεότητας τοῦ Υἱοῦ καί τῆς ἀκεραιότητας τοῦ τριαδολογικοῦ δόγματος.
Ὁ ἅγιος Φιλογόνιος ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ στόν ἐπισκοπικό του θρόνο ἀφοῦ προηγουμένως ἔγινε γιά τόν λαό του «ὁ ποιμήν ὁ καλός» (Ἰω. ι’, 11), ἀκόλουθος τοῦ «ἀρχιποίμενος» Χριστοῦ (Α’ Πέτ. δ’, 4), ὁρατή εἰκόνα τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Πρόφθανε τά πάντα γιά νά τά διορθώσει καί τούς πάντες γιά νά τούς διακονήσει, σύμφωνα μέ τό παράδειγμα καί τόν λόγο τοῦ Κυρίου του, πού εἶπε ὅτι δέν ἦλθε νά διακονηθεῖ ἀλλά νά διακονήσει (Ματ. κ’, 28).
Ἀξίζει νά δοῦμε μία πολύ ἐνδιαφέρουσα πτυχή τοῦ βίου του, πολύ πρίν ἀπό τήν ἄνοδό του στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ἀντιόχειας. Μία διακονία πού τήν ἐπιτέλεσε ὡς λαϊκός καί γιά ὑπερδιπλάσια χρόνια ἀπό ὅσα ἐπισκόπευσε. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, πού γεννήθηκε στήν ἴδια πόλη 25 χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ ἁγίου Φιλογονίου, στίς ὁμιλίες του καί ἰδιαίτερα στήν ἕκτη ὁμιλία Περί ἀκαταλήπτου, ἀναφέρεται στίς ἐξαιρετικές ἀρετές τοῦ συντοπίτη του ἁγίου, ἀλλά τονίζει ἐναργέστατα καί τήν πρίν ἀπό τήν ἀρχιερωσύνη του πτυχή τοῦ βίου του καί τῆς διακονίας του.
Ὁ περί οὗ ὁ λόγος ἅγιος Φιλογόνιος ἦταν προικισμένος ἀπό τόν Θεό μέ λαμπρές φυσικές ἱκανότητες, πού τίς ἀξιοποίησε ὡς «πιστός καί ἀγαθός δοῦλος» (Πρβλ. Ματ. κε’, 21). Ἀπέκτησε ἐνδελεχεῖς γνώσεις ἐπί παντός ἐπιστητοῦ. Ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ δικηγόρου («δικολόγου», «ρήτορος»), πού τότε ἦταν τό πλέον λαμπρό καί προβεβλημένο ἐπάγγελμα, καί ἔθεσε τίς γνώσεις καί τήν ρητορική του δεινότητα στήν ὑπηρεσία τῶν συνανθρώπων του. Ὑπερασπιζόταν στά δικαστήρια ὡς συνήγορος ὑπόδικους πού δέν εἶχαν τά οἰκονομικά μέσα νά ὑπερασπισθοῦν τον ἑαυτό τους, καί ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος γιά τήν ἀποτελεσματικότητα τοῦ ἔργου του στά δικαστήρια: ἀναδείκνυε «τούς ἀδικουμένους τῶν ἀδικούντων ἰσχυροτέρους». Τόσο ἀκτινοβολοῦσε ἡ ἀρετή του, ὥστε μετά τήν κοίμηση τοῦ ἐπισκόπου Ἀντιοχείας ἐξελέγη ὁ Φιλογόνιος ἐπίσκοπος μέ ἀπαίτηση τῆς χριστιανικῆς κοινότητας τῆς μεγάλης ἐκείνης πόλης καί τή φανέρωση θεϊκοῦ σημείου.
Λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι ἐργάσθηκε περισσότερα χρόνια μέσα στά δικαστήρια ὑπερασπιζόμενος τούς ἀδυνάτους, παρά στήν ἐπισκοπική του ἕδρα, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἁγιάσθηκε κατά τήν ἐνάσκηση τῆς δικηγορίας, καί τελείως φυσιολογικά μεταπήδησε ἀπό τό βῆμα τοῦ συνήγορου στό βῆμα τοῦ ἐπισκόπου. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἔχει τή δική του διατύπωση: «ἀπό βήματος δικαστικοῦ ἐπί βῆμα ἤγετο ἱερόν». Κατόπιν τούτων, ἔχουμε τό δικαίωμα νά γενικεύουμε κάποια ἀρνητικά παραδείγματα, πού ἐξάλλου δέν λείπουν ἀπό κανένα ἐπάγγελμα ἤ λειτούργημα, καί νά ἰσχυριζόμαστε ὅτι τιμιότητα καί δικηγορία εἶναι ἀσύμβατες μεταξύ τους ἔννοιες καί πραγματικότητες;
Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά ἐκφράσω μία ἀπορία πού εἶναι συγρόνως καί ἔμμεση πρόταση. Τό λειτούργημα τῶν δικαστῶν εἶναι δημόσιο, ἐνῶ τό ἔργο τῶν δικηγόρων, μπορεῖ νά ἐπιτελεῖται στίς ἴδιες αἴθουσες μέ αὐτό τῶν δικαστῶν, ἀνήκει ὅμως στά ἐλεύθερα ἐπαγγέλματα. Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, προστάτης τοῦ δικαστικοῦ καί δικηγορικοῦ κλάδου, ἦταν δικαστικός καί ὄχι δικηγόρος. Δέν θά ἦταν καλύτερα νά ἀποκτήσουν οἱ δικηγόροι ἕναν ἅγιο ἀποκλειστικά δικό τους ὡς προστάτη, πού μάλιστα ἡ ζωή του, τό λειτούργημά του καί ἡ προσφορά του εἶχε νά κάνει μέ τήν ὑπεράσπιση τῶν ὑποδίκων, ὅ,τι ἔργο ἀκριβῶς καλοῦνται νά ἐπιτελοῦν οἱ δικηγόροι;
Ἀκροτελευτίως θά μποροῦσα νά συμπληρώσω πόσο κερδισμένοι θά εἴμασταν ὅλοι (δικηγόροι, ὑπόδικοι, μάρτυρες) ἀπό τήν καθιέρωση τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Φιλογονίου ὡς προστάτη τῶν δικηγόρων, ἀφοῦ ἀπό τήν εὔφημη ἐκκλησιαστική μνήμη του θά προέκυπτε γιά ὅλους μας ἀπό ἐκεῖνον ἀντίδοση τῆς ἔμπρακτης εὐλογίας του, τήν ὁποία ἔχουμε ἀνάγκη.
Ἄς καταφύγουμε πάλι στήν εὔστοχη χρυσοστομική διατύπωση: «Οὕτω δή καί οὗτος λαβών παρ᾿ ἡμῶν εὐφημίαν ρημάτων, ἧς οὐδέν δεῖται, ἀντιδώσει τήν διά τῶν ἔργων εὐλογίαν ἡμῖν, ἧς ἀεί χρήζομεν». Δέν θά ἦταν ἄστοχο νά ἀναφέρουμε ὅτι προκειμένης κάποιας δίκης, θά ἦταν εὐλογία γιά δικηγόρους, ὑπόδικους καί μάρτυρες νά ἐπικαλεσθεῖ ὁ καθένας ἀπό αὐτούς τήν εὐλογία καί προστασία τοῦ προστάτη ἁγίου ψάλλοντας ἤ διαβάζοντας τήν σχετική πρός τόν ἅγιο παράκληση (ἤδη τό κάνουν τοῦτο κάποιοι).
Ἀρχιμανδρίτης Αἰμιλιανός Καζανζίδης,
καθηγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς
Ἁγίου Παντελεήμονος Ἁγιᾶς