Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com
Θα φανεί ίσως παράξενο στους σύγχρονους Λαρισαίους. Από τις αρχές του 20ου αιώνα και καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου λειτούργησαν στη Λάρισα πολλές ιδιωτικές Τράπεζες τοπικών συμφερόντων, παράλληλα με τις άλλες, κρατικές ή μη. Και όμως ας μην εκπλαγούν όταν πληροφορηθούν ότι μερικά χρηματοπιστωτικά γραφεία που είχαν ιδρυθεί κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα από Λαρισαίους χρηματιστές, τόλμησαν να επεκτείνουν τις εργασίες τους και να ανοίξουν Τραπεζικά καταστήματα. Ξεκίνησε η Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας με εργασίες και υποκαταστήματα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Θεσσαλίας και ακολούθησαν οι Τράπεζες Σαμπετάϊ, Καραστεργίου, Καρακίτη και αργότερα η Τράπεζα Χολέβα-Μαρκατά, η Τράπεζα Λαρίσης, ίσως και άλλες. Στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε στην Τράπεζα Λαρίσης, της οποίας οι κύριοι μέτοχοι ήταν αποκλειστικά εύποροι πολίτες της Λάρισας.
Κατά το 1925 μια μικρή ομάδα ατόμων από γνωστές οικογένειες της πόλεως αποφάσισαν την ίδρυση τραπεζικού καταστήματος με την επωνυμία ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΑΡΙΣΗΣ. Ως ιδρυτικά μέλη αναφέρονται οι οικογένειες Κωνσταντίνου Οικονομίδη, Μιλτιάδη Ζαρίμπα, Κωνσταντίνου Σκαλιώρα, Βασιλείου Αρσενίδου, Δημητριάδου[1], οι οποίες συνεισέφεραν το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού εταιρικού κεφαλαίου, που ανερχόταν σε 9.500.000 δραχμές. Βέβαια υπήρχαν και πολλά άλλα άτομα τα οποία είχαν μετοχές, όμως την πλειοψηφία την διατηρούσαν οι κύριοι μέτοχοι που αναφέρθηκαν, οι οποίοι ουσιαστικά και την ήλεγχαν. Στην πρώτη Γενική Συνέλευση των μετόχων που έγινε ευθύς αμέσως, επέλεξαν ως Διοικητή και Γενικό Διευθυντή της Τράπεζας τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Οικονομίδη. Προϊστάμενος λογιστηρίου τοποθετήθηκε ο Κώστας Δημητριάδης, ο οποίος είχε χρηματίσει και δημοτικός σύμβουλος.
Ο Κων. Οικονομίδης γεννήθηκε το 1879. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και τον Ιούλιο του 1901 ορκίσθηκε δικηγόρος στη Λάρισα. Το 1909 νυμφεύθηκε την Κλεοπάτρα Αρσενίδου, με παράνυμφο τον Βασίλειο Σκαλιώρα[2]. Όταν η πόλη υδρευόταν από το νερό του Πηνειού, είχε εγκαταστήσει μαζί με τον αδελφό του στις όχθες του Πηνειού δίπλα στη γέφυρα αντλίες, με τις οποίες αντλούσαν νερό από τη κοίτη του ποταμού και το διέθεταν με βαρέλια που ήταν πάνω σε δίτροχα, στα σπίτια και τα καταστήματα. Αυτό γινόταν μέχρι το 1930 περίπου, γιατί εν τω μεταξύ είχε αναπτυχθεί το δίκτυο υδρεύσεως της πόλεως. Όπως και πολλοί άλλοι έγκριτοι πολίτες της Λάρισας, δεν έμεινε και αυτός μακριά από την πολιτική. Στις εκλογές της 1/14 Νοεμβρίου του 1920 τον βλέπουμε να εκλέγεται βουλευτής. Όμως η θητεία του διήρκησε μόνον μέχρι στις 21 Σεπτεμβρίου 1922, γιατί τον πρόλαβαν τα γεγονότα της μικρασιατικής καταστροφής[3].Όπως ανέφεραν άνθρωποι της εποχής εκείνης, ο Γενικός Διευθυντής της Τραπέζης Λαρίσης Κώστας Οικονομίδης ήταν ένας μεγαλοπρεπής άνθρωπος που τηρούσε στο ακέραιο όλους τους τύπους του υψηλού του αξιώματος. Ήθελε και επέβαλε όλοι οι υπάλληλοι να τον προσφωνούν «Κύριε Γενικέ». Διατηρούσε ιδιόκτητο αυτοκίνητο, πράγμα σπάνιο τότε για τη Λάρισα και διέθετε οδηγό με λιβρέα[4].
Τα επίσημα εγκαίνια της Τραπέζης Λαρίσης έγιναν στις 31 Αυγούστου 1926. Στεγάσθηκε σε ένα ιδιόκτητο κομψό κτίριο το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Μακεδονίας (Βενιζέλου) και Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), το οποίο κτίσθηκε γύρω στα 1925 σε οικόπεδο ιδιοκτησίας του εμπόρου Ιωάννου Αλεξάνδρου. Ο τελευταίος στη συνέχεια για να στεγάσει την επιχείρησή του έκτισε το διπλανό τριώροφο μέγαρο που διατηρείται μέχρι σήμερα. Ήταν διώροφο με υπόγειο. Σαν γωνιακό κτίσμα που ήταν, ο κατασκευαστής είχε τη δυνατότητα να διακοσμήσει και τις δύο προσόψεις. Κάθε πρόσοψη χωριζόταν σε τρία κάθετα τμήματα με την παρεμβολή απομιμήσεων ισομεγεθών τετραγωνισμένων λίθων. Η κυρία είσοδος είχε προσανατολισμό στην οδό Βενιζέλου, ήταν ψηλή και τοξωτή και είχε δεξιά και αριστερά δύο όμορφα φωτιστικά και δύο μεγάλα τοξωτά παράθυρα. Όλα τα ανοίγματα στο ισόγειο και από τις δύο προσόψεις ήταν ασφαλισμένα με όμορφα συμπλέγματα από σιδεριές. Στο κέντρο του ορόφου και στις δύο όψεις υπήρχαν εξώστες με σιδεριές, στηριγμένοι σε όμορφα μαρμάρινα φουρούσια. Τη στέγη πάνω από το γείσο περιτριγύριζε χαμηλό στηθαίο, στην κάθετη επιφάνεια του οποίου ήταν γραμμένη και από τις δύο πλευρές η επιγραφή ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΑΡΙΣΗΣ. Στις γωνίες των στηθαίων πρόβαλαν ψηλές, πήλινες, όμορφες καμινάδες.
Οι εργασίες της τράπεζας πήγαιναν πολύ καλά, γι’ αυτό και αποφασίσθηκε η ίδρυση σταδιακά υποκαταστημάτων. Το 1927 ιδρύθηκε υποκατάστημα στην Ελασσόνα. Δεν γνωρίζουμε όμως αν λειτούργησαν και σε άλλες πόλεις. Αλλά η ευημερία δεν κράτησε για πολλά χρόνια. Το 1929 είναι γνωστό ότι ξεκίνησε μια παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία συγκλόνισε ιδιαίτερα την Αμερική. Φυσικά δεν έμεινε ανεπηρέαστη και η χώρα μας. Ο αντίκτυπος για τους καταθέτες των τραπεζών ήταν τραγικός. Ξεκινώντας από την Αθήνα, οι Τράπεζες, κυρίως οι μικρές, άρχιζαν σιγά-σιγά να χρεοκοπούν. Εδώ στη Θεσσαλία χρεοκόπησε μετά το 1930 στον Βόλο η Τράπεζα Κοσμαδόπουλου, η οποία είχε επεκταθεί και στην Αθήνα. Η Τράπεζα Λαρίσης είχε με την τελευταία ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς. Στην αρχή η τοπική Τράπεζα μπόρεσε να ανταποκριθεί κατά μεγάλο μέρος προς τους καταθέτες της, γιατί κατέθεσε το χαρτοφυλάκιό της στην Εθνική Τράπεζα, από την οποία χρηματοδοτήθηκε για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της αλλά αργότερα κατέρρευσε. Την ίδια τύχη είχε και μια άλλη τοπική Τράπεζα των Χολέβα-Μαρκατά.
Η Τράπεζα Λαρίσης είχε στην κατοχή της και ένα μεγάλο οικόπεδο στη νότια πλευρά της Κεντρικής Πλατείας Θέμιδος, αυτό στο οποίο αργότερα στεγάσθηκε ο θερινός κινηματογράφος «Τιτάνια». Το είχε αγοράσει η Τράπεζα Λαρίσης από τους κληρονόμους του Νικολάου Καρανίκα που είχαν το διπλανό διώροφο κτίριο στη γωνία των οδών Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) και Ίωνος Δραγούμη. Μαζί με τους άλλους τίτλους η Τράπεζα μεταβίβασε το 1932 στην Εθνική Τράπεζα και την κυριότητα του οικοπέδου αυτού, την οποία κατείχε μέχρι πρόσφατα.
Τον Οκτώβριο του 1932 ο Κωνσταντίνος Οικονομίδης εγκατέλειψε την Τράπεζα Λαρίσης η οποία βρισκόταν υπό χρεοκοπίαν και ανέλαβε διευθυντής του υποκαταστήματος της Αγροτικής Τραπέζης που είχε ιδρυθεί τότε στη Λάρισα.
Το κτίριο της Τραπέζης Λαρίσης επέζησε από τις συμφορές της κατοχής (σεισμός, βομβαρδισμοί) με ελάχιστες φθορές, χάρη στη στερεά κατασκευή του. Τελικά εκποιήθηκε κατά την περίοδο της κατοχής, περιήλθε στην ιδιοκτησία των αδελφών Αμπαριάν και τη δεκαετία του 1970 κατεδαφίσθηκε για να κτισθεί νέα οικοδομή.
Στη φωτογραφία που δημοσιεύεται διακρίνεται η πλεονεκτική θέση του κτιρίου της Τραπέζης Λαρίσης. Η φωτογραφία είναι της περιόδου του 1935 περίπου, τραβηγμένη ένα ηλιόλουστο απογευματινό, χωρίς κίνηση. Η Τράπεζα είχε χρεοκοπήσει και η λειτουργία της είχε περιορισθεί. Δίπλα της το τριώροφο κτίριο του Αλεξάνδρου. Στο ισόγειο στεγαζόταν η επιχείρηση του Ιωάννου Αλεξάνδρου, ενώ οι όροφοι είχαν κατά καιρούς διάφορες χρήσεις.
Στο βάθος γίνεται αισθητή η παρουσία του ιδιόρρυθμου τρούλου του μεγάρου Μεχμέτ Χατζημέτου, που είχε στεγάσει τη Λέσχη Ασλάνη και δεξιότερα το πίσω μέρος του ξενοδοχείου «Το Στέμμα». Όποιος περιεργασθεί με υπομονή τη φωτογραφία αυτή, μπορεί να αναζητήσει και άλλα γνωστά προπολεμικά κτίρια, που σήμερα δεν υπάρχουν.
[1]. Οι οικογένειες αυτές διατηρούσαν στενούς συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους. Π. χ. η αδελφή του κτηματία και εργολάβου Κωνσταντίνου Σκαλιώρα, Φανή, είχε παντρευτεί το 1874 τον χρυσοχόο Νικόλαο Αρσενίδη. Ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Οικονομίδης είχε νυμφευθεί το 1909 την αδελφή του μεγαλοκτηματία και κάποια στιγμή δημάρχου Βασιλείου Αρσενίδου, Κλεοπάτρα. Συγγενικοί δεσμοί, μη διευκρινισμένοι όμως, υπήρχαν και με την οικογένεια Δημητριάδου.
[2].Γρηγορίου Αλέξανδρος, Η οικογένεια του κοσμηματοπώλη Νικολάου Αρσενίδη (1840-1883), εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 11ης Οκτωβρίου 2015.
[3]. Καζάκης Φοίβος, Δημήτριος Αστερ. Καζάκης βουλευτής και γερουσιαστής και οι Θεσσαλοί βουλευταί-γερουσιασταί (1881-1946), Λάρισα (2006) σελ. 66.
[4]. Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας), Ένας δρόμος που άλλαζε μορφές, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 7ης Οκτωβρίου 1974.