Του Δημήτρη Βάλλα
Είναι μια μαρμάρινη στήλη, έξω από το Κλειστό Γυμναστήριο της Νεάπολης στην οδό Καρδίτσης, που πάνω της φιγουράρουν ανάγλυφα σκαλισμένα τέσσερα ονόματα πεσόντων: Ενός ταγματάρχη, δύο λοχιών και ενός στρατιώτη και παρακάτω μία επιγραφή αναφέρει με κεφαλαία γράμματα: «ΕΙΣ ΕΝΔΕΙΞΙΝ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΑΣ ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ Ο ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ ΕΣΤΗΣΕ ΤΟΔΕ», με ημερομηνία 30 Μαΐου 1917.
Το μνημείο είχε πολλές περιπέτειες καθώς η παλιά του θέση ήταν απέναντι -σήμερα θα εντοπιζόταν πάνω στον δρόμο που διαπλατύνθηκε- με τα έργα η στήλη σχεδόν πετάχτηκε σε παρακείμενο χώρο όπου τώρα στεγάζεται ο συνεταιρισμός ραδιοταξί και διασώθηκε χάρη στην ευαισθησία ορισμένων Λαρισαίων που απευθύνθηκαν στον τότε αντιδήμαρχο κ. Κώστα Σαμουρέλη με παρέμβαση του οποίου το μνημείο τοποθετήθηκε στη σημερινή του θέση.
Λίγοι γνωρίζουν την ιστορία του, καθώς οι ταραγμένοι καιροί της εποχής μάλλον επέβαλαν να ξεχαστεί, ενώ ένα μυστήριο καλύπτει ακόμα τους «υπερασπιστές της σημαίας», αλλά και την τύχη της που ακόμα αγνοείται!
Είναι η σημαία του 1/38 Συντάγματος των Ευζώνων που με τον τότε Δ/κτή του αντισυνταγματάρχη Αθανάσιο Φράγκου έδωσε τη μάχη της τιμής τέτοια εποχή μέσα στα στάχια του Μεζούρλου. Η ειρωνεία της... ιστορίας το θέλησε η μάχη να γίνει με γαλλικά στρατεύματα με τα οποία ήμασταν σύμμαχοι και αμέσως μετά πολεμήσαμε πλάι - πλάι στα χαρακώματα στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο!
Ήταν μάχη αιματηρή και πολύνεκρη με Σενεγαλέζους πεζούς, σπαχήδες Μαροκινούς ιππείς και τσολιάδες!
Τώρα πώς τα πράγματα μπλέχτηκαν τόσο; Η ιστορία είναι συγκλονιστική, αποτέλεσε ερέθισμα για έρευνα πολύμηνη που μας οδήγησε ακόμα και στο όνομα του Γάλλου τότε ανθυπίλαρχου των σπαχήδων που την πήρε σαν τρόπαιο, μέσα από τα αιματοβαμμένα πτώματα των τσολιάδων που την κάλυπταν και που έρχεται για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας.
TROFEE ENCOMBRANT
Συγγενής του τότε Δ/κτη του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων αντισυνταγματάρχη Αθανασίου Φράγκου, ο κ. Κ. Κοκκορόγιαννης σε εισήγησή του στο Γ’ Συνέδριο Αλμυριώτικων Σπουδών μας ενημερώνει, βάζοντάς μας στο κλίμα των καιρών:
«Στα τέλη Μαΐου 1917 (παλαιό ημερολόγιο), ο τότε ακόμη αντισυνταγματάρχης Αθανάσιος Φράγκου βρέθηκε στο επίκεντρο των πολιτικοστρατιωτικών γεγονότων στη Θεσσαλία, καθώς συνέδεσε το όνομα του με τη μοναδική προβολή ένοπλης αντίστασης στις προελαύνουσες γαλλικές δυνάμεις της ειδικά συγκροτηθείσης Προσωρινής Μεραρχίας του στρατηγού Venel. Η Μεραρχία εκείνη εκτελούσε τις εντολές της γαλλικής Κυβέρνησης του Αλεξάντρ Ριμπώ. Πράγματι η τελευταία είχε καταλήξει στο οριστικό και αμετάκλητο συμπέρασμα, πως η ασαφής και «περίεργη» κατάσταση στην επί εννεάμηνο χωρισμένη στα δύο Ελλάδα («κωνσταντινική» και «βενιζελική»), έπρεπε πλέον να τερματιστεί, έστω και με την άμεση χρήση ωμής βίας και ασχέτως των όποιων αντιρρήσεων των υπολοίπων Συμμάχων (Βρετανών, Ιταλών, Ρώσων, Σέρβων), οι οποίοι για τους δικούς του λόγους συμφέροντος ο καθένας, ήθελαν να διαφοροποιήσουν τη στάση τους. Έπειτα λοιπόν από επίσκεψη του Α. Ριμπώ στο Λονδίνο και τριήμερη διάσκεψη των Αγγλο-Γάλλων (14/27 Μαΐου έως 16/29 του ίδιου μήνα), η εφαρμογή της γαλλικής πολιτικής επί του ελληνικού ζητήματος εξασφάλισε την «χλιαρή» συγκατάθεση των Βρετανών και έτσι οι εξελίξεις άρχισαν να επιταχύνονται. Οι γαλλικές δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί στην Ουδέτερη Ζώνη, ανάμεσα στην «κωνσταντινική» και τη «βενιζελική» Ελλάδα, διατάχθηκαν να αρχίσουν την προέλασή τους προς τα νότια τη νύχτα της 28ης Μαΐου (10ης Ιουνίου) προς την 29η Μαΐου (11η Ιουνίου) 1917.
Μεταξύ των τμημάτων της Προσωρινής Μεραρχίας του Venel περιλαμβάνονταν -για την εκτέλεση των απαραίτητων γρήγορων κινήσεων, αναφορικά με την κατάληψη των τελικών αντικειμενικών στόχων- και τέσσερα Συντάγματα Ιππικού. Οι ιππείς των δυο από αυτά, επρόκειτο τελικά να εμπλακούν σε ένα αιματηρό επεισόδιο με μερικούς πεζούς του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων του Αθ. Φράγκου, το οποίο σημάδεψε ανεξίτηλα την όλη επιχείρηση των Γάλλων στη Λάρισα...»
Σαν «ακατανόητο τρόπαιο» ή «περιφραστικά τρόπαιο αμηχανίας» (trophée encombrant) περιγραφεί την απόκτηση της σημαίας, ανασκαλεύοντας τις μνήμες σε δημοσίευμα της Επιθεώρησης Ιστορίας των Γαλλικών Ενόπλων Δυνάμεων ο τότε Γάλλος στρατηγός Serge Andolenko, εκφράζοντας τον σεβασμό του στον όρκο του στρατιωτικού και στον «κώδικα τιμής»: «Μετά από ένα τελεσίγραφο που απευθύνθηκε προς τον Κωνσταντίνο, τα συμμαχικά στρατεύματα μπήκαν στη ζώνη εδαφών την οποία διοικούσε ο βασιλιάς. Δεν εξετάζουμε εδώ τη στάση των στρατιωτικών δυνάμεων που ήσαν τοποθετημένες απέναντι στη Γαλλική Στρατιά της Ανατολής και των ελληνικών μονάδων που ήσαν πιστές στον βασιλιά.
«Τα γαλλικά στρατεύματα εκτελούσαν τις διαταγές των αρχηγών τους, που κι αυτούς τους διέτασσε η κυβέρνησή τους. Σύμφωνα με τις παμπάλαιες παραδόσεις του Στρατού, αυτές οι διαταγές δεν επιδέχονταν ούτε δισταγμούς ούτε μουρμούρες. Εξάλλου, στα μάτια των μαχητών, ένας βασιλιάς του οποίου η σύζυγος ήταν αδελφή του Γουλιέλμου Β', ήταν αρκετά ύποπτος. Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες αξιωματικοί ή σαν δεμένοι με όρκο στον μονάρχη τους. Η τιμή τους πρόσταζε ν' αντισταθούν ενεργά στα ξένα στρατεύματα. Κατά τη διάρκεια των αιματηρών γεγονότων του Ιουνίου 1917 (σ.σ. νέο ημερολόγιο), τόσο τα γαλλικά στρατεύματα όσο και τα ελληνικά, έκαναν απλώς το καθήκον τους.
«Βεβαιότατα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, κρίνοντας την αντίσταση αδύνατη, παραιτήθηκε' όμως η απόφαση αυτή χρειάστηκε κάποιο χρονικό διάστημα για να φτάσει στα στρατεύματα, τα οποία ήδη έδιναν κάποιες αψιμαχίες, που στη Λάρισα έλαβαν τη μορφή αιματηρής μάχης. Στις 12 Ιουνίου 1917, ένα απόσπασμα ιππικού, υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Fourtou, εισήλθε στη Λάρισα. Οι Έλληνες οι οποίοι κατείχαν την πόλη, υποδέχτηκαν τους Γάλλους ιππείς με τουφεκισμούς, γεγονός που προκάλεσε στις τάξεις τους πολυάριθμα θύματα. Οι Μαροκινοί Σπαχήδες και οι Κυνηγοί της Αφρικής (σ.σ.: έφιπποι ακροβολιστές από τη Σενεγάλη) ανταπάντησαν με μια ρωμαλέα τους επέλαση. Το ελληνικό πεζικό καταλογχίστηκε και μια σημαία συντάγματος κατελήφθη ως λάφυρο, έπειτα από σκληρή πάλη.
...Η Ελλάδα προσχώρησε στο σύνολο της στην Συμμαχία και το λυπηρό επεισόδιο πέρασε σιωπηλά, όπως και τα περί του λαφύρου. Τι του συνέβη όμως έκτοτε; Κανείς δεν μπορεί ν' αποφανθεί, παρά μόνον με υποθέσεις. Ο στρατηγός Sarrail κράτησε τη σημαία στο Στρατηγείο του (σ.σ.: στη Θεσσαλονίκη) και έπειτα, κατά την επιστροφή του στη Γαλλία, την έφερε μαζί του. Δεν ετίθετο θέμα να την εκθέσουν σε κάποιο μουσείο. Μια τέτοια έκθεσή της, δικαίως θα γινόταν με δυσφορία δεκτή, επειδή οι γενναίοι σύμμαχοι μας (σ.σ.: εδώ εννοούνται οι Έλληνες) πολέμησαν με ζήλο, πλάι πλάι με τους στρατιώτες μας. Να αποδοθεί στην Ελλάδα; Θα μπορούσε ίσως αυτό να φανεί πιο «κομψό». Όμως δυο αξιωματικοί και επτά Γάλλοι στρατιώτες σκοτώθηκαν για να την πάρουν και ένας αριθμός άλλων έχυσε το αίμα του. Αξιοπεριέργως, απ' όλα τα εμβλήματα τα οποία καταλήφθηκαν από τον Γαλλικό Στρατό κατά τη διάρκεια του «Μεγάλου Πολέμου», σ' αυτήν την ελληνική σημαία -που δεν θα μπορούσε ποτέ να χαρακτηρισθεί ως εχθρική-, θα ταίριαζε καλύτερα να της δοθεί ο τίτλος του «τροπαίου». Μήπως υπήρχε κι άλλο λάφυρο (που να έπεσε) στα χέρια του στρατού, ως αντάλλαγμα για μια θανατηφόρα έφοδο ιππικού στο στυλ της Α Αυτοκρατορίας (σ.σ. δηλ. στο στυλ των επελάσεων ιππικού της ναπολεόντειας εποχής)...».
ΝΕΚΡΟΙ ΚΑΙ ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ
Τα στοιχεία που έχουμε για τη μάχη που δόθηκε από ελληνικής πλευράς είναι σχεδόν ανύπαρκτα και μόνο λιτά περιγράφονται σε τόμο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού που αναφέρει «πολλές απώλειες και από τις δύο πλευρές και την αιχμαλωσία 49 Ελλήνων αξιωματικών και 269 οπλιτών».
Εδώ ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά του Γάλλου συνταγματάρχη Δ/κτη του Σώματος Ιππικού που εμπεριέχεται στο κείμενο του Andolenko:
«Η μάχη της 12ης Ιουνίου διεξήχθη μεταξύ στοιχείων του 4ου Συντάγματος Πεζικού και του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων (από ελληνικής πλευράς) και μικρών τμημάτων της 1ης και τη 4ης επιλαρχίας των Κυνηγών της Αφρικής, των Μαροκινών Σπαχήδων και μιας διμοιρίας μυδραλιοβόλων της Γαλλικής Στρατιάς της Ανατολής.
Η εμπροσθοφυλακή του σώματος του ιππικού (αποτελούμενη από την 1η επιλαρχία των Κυνηγών της Αφρικής, την διμοιρία των μυδραλιοβόλων και μια πυροβολαρχία), ακολουθώντας τις διαταγές που είχε λάβει, κατέλαβε αιφνιδιαστικά την γέφυρα της Λάρισας καθώς και διάφορα δημόσια κτίρια τα οποία ήταν απολύτως απαραίτητο να καταληφθούν πάραυτα, και απέσπασε περίπου τρεις ίλες για να φυλάξουν τις εξόδους της πόλης και να εμποδίσουν την φυγή των πολυάριθμων υπόπτων, οι οποίοι -σύμφωνα με τις αναφορές-βρίσκονταν στη Λάρισα. Την ίδια ώρα, ο κύριος όγκος της φάλαγγας, με γρήγορες κινήσεις ασκεί πίεση στις εφεδρείες του Ελληνικού Στρατού, για να συντρίψει τις (πιθανές) αντιστάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να εκδηλωθούν κατά την εξέλιξη της όλης επιχείρησης.
Σε εκτέλεση των διαταγών, ο ταγματάρχης διοικητής της 1ης επιλαρχίας των Κυνηγών Petiton, στρέφεται με δύο ίλες προς τους ελληνικούς στρατώνες. Είχε ως αποστολή να κρατήσει αποκλεισμένη εντός των στρατώνων την (ελληνική) φρουρά, αν και ο διοικητής της 1ης Μεραρχίας υποστράτηγος Μπαΐρας, είχε διαβεβαιώσει ότι τα στρατεύματα του δεν επρόκειτο να προβάλλουν καμία αντίσταση...
Ο ταγματάρχης Petiton περικύκλωσε τους στρατώνες και έδωσε εντολή στους συνταγματάρχες Γρίβα και Φράγκου να καταθέσουν τα όπλα και οι ίδιοι προσωπικά να του παραδώσουν τα ξίφη τους (σ.σ.: Σε όλους τους στρατούς του κόσμου θεωρείται ύψιστη προσβολή και ταπείνωση, να παραδώσει αξιωματικός το ξίφος του σε αντίπαλο αξιωματικό κατωτέρου βαθμού. Ο «κώδικας τιμής» απαιτεί ώστε ο αντίπαλος αξιωματικός να είναι τουλάχιστον ομοιόβαθμος).
Οι δύο αξιωματικοί αρνούνται και υπεκφεύγουν, ώσπου φτάνει αυτοπροσώπως ο συνταγματάρχης διοικητής του σώματος, επικεφαλής του κυρίου όγκου της φάλαγγας (δηλ. ο ίδιος ο Fourtou , ο οποίος χρησιμοποιεί για τον εαυτό του το γ' πρόσωπο). Αυτός διέταξε εκ νέου τους δύο συνταγματάρχες να παραδοθούν, αλλά κι αυτοί δεν δέχονται, παρά το ότι παίρνουν διαταγή και από τον δικό τους στρατηγό, ο οποίος ήρθε, τους έδωσε την διαταγή και αποχώρησε.
Οι Έλληνες αξιωματικοί ξανασυναθροίστηκαν και ο συνταγματάρχης διοικητής του σώματος τους έδωκε δέκα λεπτά προθεσμία, για να εκτελέσουν την εντολή που είχαν πάρει.
...Εκμεταλλευόμενοι αυτή την καθυστέρηση, κάποιοι από τους Έλληνες αξιωματικούς -μεταξύ των οποίων και οι δύο συνταγματάρχες- ανεβαίνουν στα άλογα τους και οδηγούν 300 από τους άνδρες τους με τον εξοπλισμό και τα εφόδια τους, προς το εσωτερικό της δομημένης περιοχής. Επιτίθενται στην λεπτή γραμμή επιτήρησης, την οποία είχε οργανώσει ( περιμετρικά των στρατώνων) η 1η επιλαρχία των Κυνηγών. Οι Έλληνες άρχισαν πρώτοι τα πυρά, στα οποία απάντησαν αμέσως τα μυδραλιοβόλα της 1ης Κυνηγών, που είχαν τοποθετηθεί στις γωνίες των στρατώνων, από μία συστοιχία.
Οι Έλληνες απομακρύνονται γρήγορα, «καθ' ον χρόνον» δύο ουλαμοί της ίλης Drevon της 1ης επιλαρχίας των Κυνηγών, ιππεύουν και αρχίζουν την καταδίωξη.
Ο συνταγματάρχης Dupertuis (σ.σ.: αυτός ο τελευταίος διοικούσε τους Μαροκινούς Σπαχήδες) φτάνει επικεφαλής του κύριου όγκου ιππέων, οδηγείται στους στρατώνες από τον λοχαγό Bellanger, ενημερώνεται για την εξέλιξη της κατάστασης και του μεταβιβάζεται η εντολή της ένοπλης εμπλοκής. Οι Μαροκινοί Σπαχήδες κατευθύνονται έτσι προς τα δεξιά των στρατώνων και -όντας λαμπρά εκπαιδευμένοι από τον συνταγματάρχη τους- ξεχύνονται καλπάζοντας, γινόμενοι όμως δεκτοί με σφοδρά πυρά.
Μία ίλη της 4ης επιλαρχίας των Κυνηγών κατευθύνεται προς τα αριστερά των στρατώνων, με εντολή να πλαγιοκοπήσει τους φυγάδες από τα αριστερά τους, σε συνδυασμό με την κίνηση των Σπαχήδων και της 1ης Κυνηγών. Τα μυδραλιοβόλα -των οποίων αρχική αποστολή ήταν να συνεργαστούν για την κατάληψη του σιδηροδρομικού σταθμού- ανακλήθηκαν στους στρατώνες και ανέλαβαν δράση στο κέντρο της διάταξης, ανάμεσα στους Σπαχήδες και την 1η Κυνηγών, ακολουθώντας την κίνηση του ιππικού μέσα από τα θερισμένα σπαρτά.
Ένα τμήμα πυροβολικού -η πυροβολαρχία της εμπροσθοφυλακής δηλαδή-, από τη νότια πύλη στην οποία κατέληγε η κεντρική δενδροστοιχία των στρατώνων (όπου ήταν τοποθετημένα τα πυροβόλα), ετοιμάζεται να εξαπολύσει μία ομοβροντία στο κέντρο των αντιπάλων. Δύο ίλες της 8ης επιλαρχίας των Κυνηγών παρέμεναν στο μεταξύ ως εφεδρεία πίσω στην γέφυρα. Όλο το υπόλοιπο πυροβολικό, που η χρησιμοποίηση του δεν είχε κριθεί απαραίτητη, παρέμεινε στον δρόμο στα βόρεια της Λάρισας. Η καταδίωξη (των Ελλήνων φυγάδων) συνεχίστηκε για πάνω από 6 χιλιόμετρα. Στο τέλος, έπειτα από τρεις ώρες μάχης, έπεσαν στα χέρια μας, περίπου 13 αξιωματικοί, 13 υπαξιωματικοί (εννοεί τους λοχίες), 22 δεκανείς, 164 στρατιώτες, καθώς και η σημαία των Ευζώνων, η οποία μετά από σκληρή πάλη πάρθηκε από τους Σπαχήδες.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει, για την εξαιρετικά βίαιη ένοπλη σύγκρουση, στην οποία ενεπλάκησαν ένα απόσπασμα της ίλης Drevon (1ης επιλαρχίας Κυνηγών) και ένα απόσπασμα της ίλης Ballet των Μαροκινών Σπαχήδων. Αυτά τα δύο αποσπάσματα, που συγκέντρωναν δύναμη 80 ιππέων, ρίχτηκαν με πολύ μεγάλο θάρρος εναντίον ενός λόχου Ευζώνων, οι οποίοι τα περίμεναν -ιστάμενοι ακλόνητοι στα πόδια τους- μέσα στα σπαρτά. Ο λοχαγός (ίλαρχος) Drevon τραυματίστηκε βαρύτατα, ενώ οι υπίλαρχοι Berton της 1ης Κυνηγών και Lantaires των Σπαχήδων σκοτώθηκαν βαλλόμενοι από πολύ κοντά. Ο λοχαγός (ίλαρχος) Drevon ανατράπηκε, πέφτοντας κάτω από το σκοτωμένο άλογο του, όπως έπεσαν και άλλοι 13 ιππείς, τόσο Κυνηγοί όσο και Σπαχήδες. Εξ αυτών οι 7 σκοτώθηκαν και οι 6 τραυματίστηκαν βαριά. Ο λόχος των Ευζώνων εκμεταλλεύτηκε τη σύγχυση και διέφυγε' όμως λίγο μετά, εντοπίστηκε και πάλι. Οι δύο ίλες, ενισχυθείσες και από στοιχεία της ίλης Dupeyron της 4ης επιλαρχίας των Κυνηγών, περικύκλωσαν τον λόχο των Ευζώνων. Τότε είναι που ο συνταγματάρχης Φράγκου -ο οποίος διοικούσε- και η σημαία του Συντάγματος έπεσαν στα χέρια μας».
ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ...
Ο αντισυνταγματάρχης Φράγκου στη συνέχεια με τον αντισυνταγματάρχη Γρίβα μεταφέρονται στη Θεσσαλονίκη με συνοδεία Σενεγαλέζων κυνηγών και Μαροκινών σπαχήδων στη Θεσσαλονίκη. Στη συνοδεία και ο Γάλλος ανθυπίλαρχος τότε των σπαχήδων Verselíppe που στην έφοδο πήρε την ελληνική σημαία.
Θεωρείται ο πλέον παρασημοφορημένος αξιωματικός του Γαλλικού Στρατού. Οι αιχμάλωτοι με τη συνοδεία φθάνουν στο γραφείο του στρατηγού Σαρράιγ.
Ο ανθυπίλαρχος του παραδίδει ως τρόπαιο τη σημαία και ο Σαρράιγ του απονέμει την ανώτερη διάκριση: Το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Η σημαία παραμένει τρόπαιο στα χέρια του Στρατηγού Σαρράιγ και των απογόνων του. Ο Andolenko επιμένει και το 1972 τη φωτογραφίζει, άγνωστο πού.
Οι πληροφορίες τη θέλουν οι απόγονοι να της επέστρεψαν στο Πρώτο Σύνταγμα των Σπαχήδων που ακόμα διατηρείται χωρίς τη λέξη «Μαροκινό» στην επωνυμία του, έχει μετατραπεί σε τεθωρακισμένο, μετείχε στον πόλεμο του Αφγανιστάν ,και εδρεύει στην πόλη Βαλάνς στη Ν. Γαλλία.
Όσο για τους νεκρούς Ευζώνους οι γαλλικές πηγές τους ανεβάζουν στους 72.
Στο ξεχασμένο μνημείο στο Κλειστό της Νεάπολης τα ονόματα των πεσόντων είναι μόνο τέσσερα προφανώς των Λαρισαίων. Τα υπόλοιπα μάλλον πέρασαν στη λήθη!
Όσο για τους Ευζώνους και τον Δ/κτη τους έσωσαν την τιμή της χώρας μια που οι σημαίες δεν παραδίδονται αλλά κατακτώνται!
Όμως ο θρήνος, έστω και ξεχασμένος παραμένει θρήνος καθώς:
«Τα μεν κατά βαρβάρων τρόπαια ύμνους απαιτεί
Τα δε κατά Ελλήνων θρήνους».