Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας – συγγραφέα
Η Λάρισα, εκτός από έδρα επισκόπου, αρχικά, και μητροπολίτη, αργότερα, διετέλεσε έδρα του στρατηγού του Ελλαδικού Θέματος τον 10ο και 11ο αιώνα. Ο σπουδαίος σύγχρονος αρχαιολόγος Λάζαρος Δεριζιώτης πιστεύει ότι “ίσως στα σπλάχνα της η γη της Λάρισας να κρύβει πολλά, η ύπαρξη των οποίων όμως είναι άγνωστη, όπως και η τύχη των. Γιατί δεν είναι μόνο οι επιδρομές των διάφορων λαών που εξαφάνισαν τις πηγές, δυστυχώς, ακόμα και σήμερα η νοοτροπία των λαών της Ευρώπης μας ταλαιπωρεί και πολλές φορές και με τον επίσημο μανδύα του κράτους, ακόμα δυστυχώς και της Εκκλησίας, έστω κι αν πρόκειται για λατρευτικά ιδρύματα».1
Η άποψη του σεβαστού αρχαιολόγου δικαιώθηκε πρόσφατα (2004-5) με τη βιαστική επιχωμάτωση του ιερού της μεγάλης βασιλικής που ανασκάφτηκε στη συμβολή των οδών Ολύμπου και Βενιζέλου κατά την κατασκευή του υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων στην πλατεία Λαού. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Αγία Τράπεζα του Ιερού Βήματος θεμελιώθηκε πάνω σε λείψανα κάποιου, τοπικού ίσως, αγίου. Το 1978 έγιναν οι δύο συνολικά ανακαλύψεις πρωτοβυζαντινών ναών στη Λάρισα. Η πρώτη ήταν στην ακρόπολη της αρχαίας Λάρισας, στον «Λόφο του Φρουρίου». Ο πρώτος που υπέθεσε την ύπαρξη αυτού του ναού ήταν ο Α. Αρβανιτόπουλος το 1910. Η θεμελίωση της βασιλικής αυτή τελικά αποκαλύφθηκε σχεδόν ολόκληρη.
Ο ναός ήταν πλήρως κατεστραμμένος, χωρίς λείψανα τοιχοποιίας. Εκτός των θεμελίων του ναού, σώθηκαν ελάχιστα ψηφιδωτά δάπεδα. Η σημαντικότερη ανακάλυψη όμως στον ιερό αυτό χώρο ήταν ένας καμαροσκεπής τάφος, στο βόρειο κλίτος και ένας μικρότερος στο μεσαίο κλίτος. Αποκαλύφθηκαν, επίσης, και άλλοι μικρότεροι τάφοι με μορφή λάκκου κοντά στους προηγούμενους. Όλοι αυτοί οι τάφοι είναι κάτω από το επίπεδο του δαπέδου του ναού κι αυτό σίγουρα σημαίνει ότι ο ναός κτίστηκε αργότερα από την περίοδο που έγιναν οι τάφοι αυτοί. Στον μεγαλύτερο από τους τάφους ήρθαν στο φως παραστάσεις καλοσχηματισμένων σταυρών.
Αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα αυτού του τάφου οδήγησε τους αρχαιολόγους στην εικασία ότι επρόκειτο για τον τάφο κάποιου εξέχοντος προσώπου, επισκόπου ή ακόμα και του ίδιου του Αγίου Αχιλλίου4.
Γνωρίζουμε ότι ο ιερός άνδρας είχε προβλέψει την ημέρα της κοιμήσεως του και είχε μεριμνήσει για την κατασκευή του τάφου του2. Επίσης, γνωρίζουμε ότι με την πάροδο του χρόνου, τις ληστρικές βαρβαρικές επιδρομές και τη μαρτυρική περίοδο της Εικονομαχίας, ο τάφος του Αγίου έμενε άγνωστος, και, μετά από παρέλευση ίσως και 300 ετών, κάπου στα τέλη του 9ου αιώνα, φανερώθηκε κατά θαυμαστό τρόπο η ύπαρξή του, την 10η Φεβρουαρίου3.
Τότε οι κάτοικοι της Λάρισας ανήγειραν εκ βάθρων τον ιερό του ναό, όπου και τοποθέτησαν σε λάρνακα το σκήνωμα του Αγίου. Το ιερό λείψανο έμενε στη νέα του θέση μέχρι την επιδρομή του Σαμουήλ. Η ύπαρξη των άλλων τάφων, που βρέθηκαν στον ίδιο χώρο, εξηγείται από τη συνήθεια των πιστών Χριστιανών να θάπτονται κοντά στον πνευματικό τους πατέρα, πράγμα που συνέβαινε και στα σκοτεινά χρόνια των διωγμών.
Το όνομα του Αχιλλίου βρέθηκε γραμμένο στο στόμιο κάποιου φρέατος καθώς και σε ορισμένες πλίνθους του ναού4. Οι αρχαιολόγοι τοποθετούν χρονικά την ανέγερση αυτής της βασιλικής στα μέσα του 7ου αιώνα. Η δεύτερη μεγάλη ανακάλυψη, κατ’ ευφημισμό μιας και σήμερα δεν διακρίνεται κανένα σημάδι της, είναι μια μεγάλη, για τα δεδομένα της εποχής, βασιλική με τρία κλίτη που αρχίζει περίπου από τη διασταύρωση των οδών Ερμού και Κύπρου και καταλήγει στην οδό Ολύμπου. Πρόκειται για έναν τεράστιο παλαιοχριστιανικό ναό, από τους μεγαλύτερους στην Ελλάδα, που κτίστηκε στα τέλη του 4ου (!) αιώνα, στα χρόνια δηλαδή που την πόλη εποίμενε ο Άγιος Αχίλλιος, ή λίγο αργότερα. Τμήμα του ναού αποκαλύφθηκε πρώτα σε οικόπεδο της οδού Κύπρου (1964), αργότερα σε εργασίες θεμελίωσης άλλων οικοδομών της περιοχής, ενώ τέλος το ιερό βήμα του ναού βρέθηκε στο χώρο της Πλατείας Λαού (στην Παλιά Αγορά), όταν έγινε η εκσκαφή του χώρου όπου δημιουργήθηκε ο υπόγειος σταθμός αυτοκινήτων. [Αλήθεια, δεν θα μπορούσε να τοποθετηθεί ένα καντηλάκι, ένα εικονοστάσι, που να πληροφορεί το διαβάτη ότι κάτω από το δάπεδο του πεζοδρομίου υφίσταται το ιερό βήμα ενός πανάρχαιου Ορθοδόξου Ναού;]. Το πλάτος του ναού ήταν 22 μέτρα, ενώ το μήκος του 44 ή 66 μέτρα. Αν αυτός ο ναός ερχόταν στο φως, σίγουρα η Λάρισα θα λαμπρυνόταν με ένα ακόμα αξιοθέατο, που θα ήταν τουλάχιστο αντάξιο του ελληνιστικού της θεάτρου. Είναι πολύ πιθανό, κι αυτό είναι προσωπική άποψη, αυτός να ήταν ο αρχικός μητροπολιτικός ναός της Λάρισας και μάλιστα ίσως σ’ αυτόν να ιερουργούσε ο ίδιος ο επίσκοπος της πόλης, ο Άγιος Αχίλλιος, ενώ στο χώρο του «Φρουρίου» είναι πιθανό να υπήρχε, κατ’ αρχήν, ένας μικρός κοιμητηριακός ναός, που αναβαθμίστηκε σε μητροπολιτικό μετά την εύρεση του λειψάνου του Αγίου Αχιλλίου (8ος-9ος αι.) και την καταστροφή της τρίκλιτης βασιλικής από επιδρομές ή σεισμούς.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στο επόμενο άρθρο μας, τη μεθεπόμενη Κυριακή, θα αναφερθούμε στον ανερχόμενο ισλαμισμό, τις πειρατικές επιδρομές των Σαρακηνών και την άλωση της Δημητριάδας.
1. Λαζ. Δεριζιώτης, «Παλαιοχριστιανικά κτίσματα της πόλεως Λαρίσης», Πρακτικά Συμποσίου «Λάρισα, παρελθόν και μέλλον», Λάρισα 1985, 199-204.
2 Κώδικας αριθμ. 143 και 212 της Ι. Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους.
3. Θα μπορούσε να θεσπιστεί από την Εκκλησία μας η μέρα αυτή [10.2] ως ημέρα εύρεσης [ανακομιδή] των λειψάνων του Αγίου Αχιλλίου.
4. Ίσως να πρόκειται για τον άλλο επίσκοπο Λάρισας με το όνομα Αχίλλιος (Β’) που έζησε τον 6ο αιώνα.