Αυτό συνέβη πρόσφατα, ξεφυλλίζοντας το φύλλο της 10ης Ιανουαρίου 1920 της εφημερίδας «Μικρά», η οποία την περίοδο εκείνη αυτοχαρακτηριζόταν ως «Καθημερινή πρωινή εφημερίς φιλελευθέρων αρχών» που διηύθυνε ο Θρασύβουλος Μακρής [1]. Σε μία από τις σελίδες της καταχωρείται αγγελία, η οποία παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, γιατί σχετίζεται με την κοινωνική ζωή μιας αστικής οικογένειας της Λάρισας των παλαιότερων χρόνων. Η αγγελία αναφέρει: «Πωλείται το εις τας όχθας του Πηνειού και παρά την Ζωοδόχον Πηγήν εν Λαρίση κτήμα του Γεωργίου Ροδοπούλου εκ μέτρων τετραγωνικών 6.000 περίπου, περιέχον οικίαν διώροφον με 5 δωμάτια και κουζίναν και αποθήκας, πλυστήριον, κήπον, φρέαρ με μοναδικόν πόσιμον ύδωρ κ.λπ. Απευθυντέον εις το δικηγορικόν γραφείον του κ. Βασιλείου Σ. Μουλούλη».
Ο Γεώργιος Ροδόπουλος ήταν γιος του Ανδρέα Ροδόπουλου. Ο τελευταίος ήταν ο γενάρχης μιας οικογένειας, πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν αργότερα σε διάφορους τομείς. Η καταγωγή του ήταν από την Πάτρα και εξασκούσε το επάγγελμα του συμβολαιογράφου. Νυμφεύθηκε την Καλλιόπη Μαυροπούλου. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 η οικογένεια του Ανδρέα Ροδόπουλου μετακόμισε στη Λάρισα και διορίσθηκε συμβολαιογράφος [2]. Η αποχώρηση πολλών Τούρκων και ιδίως πλουσίων μπέηδων, οι οποίοι φοβήθηκαν μήπως χάσουν τις απέραντες γαιοκτησίες στον θεσσαλικό κάμπο και τα ακίνητά τους στη Λάρισα, τους οδήγησε να πωλήσουν τις περιουσίες τους σε πάμπλουτους Έλληνες της διασποράς και σε εύπορους Λαρισαίους. Επομένως, η παρουσία συμβολαιογράφων σε μια τέτοια στιγμή ήταν αρκετά κερδοφόρα. Το συμβολαιογραφικό του γραφείο αρχικά στεγάσθηκε «εν ενί κατά την θέσιν Ξυλοπάζαρον δημοτικώ εργαστηρίω», δηλαδή σε δημοτικό κατάστημα-γραφείο στην περιοχή Ξυλοπάζαρο. Το 1898, μετά την αποχώρηση των Τούρκων, μετακόμισε σε κατάστημα ιδιοκτησίας του φαρμακοποιού Κων. Μανεσιώτου στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής πλατείας, κοντά στην οδό Κούμα.
Ο Ανδρέας Δημητρίου Ροδόπουλος κι ενώ βρισκόταν ακόμη στην Πάτρα, απέκτησε δύο τέκνα. Ο πρώτος ήταν ο Δημήτριος, δικηγόρος, ο οποίος τον Φεβρουάριο του 1902, σε ηλικία σαράντα περίπου ετών, πέθανε εδώ στη Λάρισα. Ο δεύτερος ήταν ο Γεώργιος. Γεννήθηκε το 1863, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και την πρώτη γνωριμία του με τη Λάρισα την έκανε το 1885, όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία κι ενώ η οικογένειά του είχε ήδη μόνιμα εγκατασταθεί εδώ. Το 1891 νυμφεύθηκε την Ανθή, κόρη του Σταμουλάκη Μουλούλη από τον Τύρναβο. Τα επόμενα χρόνια δραστηριοποιήθηκε αρχικά στην τοπική αυτοδιοίκηση και αργότερα στην κεντρική πολιτική σκηνή, όταν εκλέχθηκε βουλευτής της επαρχίας Τυρνάβου στις εκλογές του 1899 και του 1903. Όμως, το 1904 παραιτήθηκε και διορίσθηκε διευθυντής υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας σε πολλές επαρχιακές πόλεις, μεταξύ των οποίων και στη Λάρισα, και το 1918 έφθασε να γίνει διοικητής της Εθνικής Τράπεζας.
Πριν από τον πόλεμο του 1897 ο Ανδρέας Ροδόπουλος είχε κτίσει στα Ταμπάκικα, σε μια έκταση έξη στρεμμάτων κοντά στην εκκλησία της Παναγίας και κοντά στις όχθες του Πηνειού, μια διώροφη κατοικία, η οποία ανάμεσα στα αραιά χαμόσπιτα που υπήρχαν τότε στην περιοχή αυτή, φάνταζε πραγματικά σαν πύργος και έτσι το αποκαλούσαν όλοι, πράγμα που κολάκευε τον οικοδεσπότη. Πέθανε το 1904 και τον πύργο του Ανδρέα Ροδόπουλου κληρονόμησε ο γιος του Γεώργιος. Ο δικηγόρος Βασίλειος Σ. Μουλούλης που αναφέρεται στην αγγελία ήταν αδελφός της γυναίκας του Ανθής Μουλούλη. Ο Μ. Καραγάτσης (κατά κόσμον Δημήτριος Ροδόπουλος) στο βιβλίο του «Ο Μεγάλος Ύπνος» παρουσιάζει το πορτραίτο του παππού του Ανδρέα με πολύ ρεαλιστικό τρόπο και περιγράφει τον πύργο και τις διάφορες κωμικές ιστορίες που είχε ακούσει για τον πυργοδεσπότη.
Από την περιγραφή της κατοικίας που υπάρχει στην αγγελία εντυπωσιάζει η μεγάλη οικοπεδική έκταση στην οποία είναι κτισμένη, οι πολλοί κύριοι και βοηθητικοί χώροι και το «φρέαρ με μοναδικόν πόσιμον ύδωρ». Την εποχή εκείνη όλα τα σπίτια της Λάρισας είχαν πηγάδια στις αυλές τους, αλλά το νερό τους δεν ήταν πόσιμο, γιατί βρισκόταν κοντά σε βόθρους και το χρησιμοποιούσαν για τις υπόλοιπες ανάγκες του σπιτιού. Για πόσιμο χρησιμοποιούσαν το νερό που μετέφεραν από τον Πηνειό σακατζήδες και βαρελάδες. Οι νοικοκυρές το αποθήκευαν σε μεγάλα κιούπια, με στύψη καθίζαναν οι προσμίξεις και το νερό έπειτα από μερικές ημέρες γινόταν διαυγές και έτοιμο προς πόση. Το μοναδικό πόσιμο νερό που αναφέρεται στην αγγελία δικαιολογείται από το γεγονός ότι το πηγάδι πρέπει να βρισκόταν πολύ κοντά στο ποτάμι και γι’ αυτό το νερό του ήταν «καθαρό».
Η φωτογραφία που δημοσιεύεται είναι λεπτομέρεια επιστολικού δελταρίου του 1900 περίπου και παρουσιάζει την περιοχή που βρισκόταν ο πύργος του Ροδόπουλου, χωρίς, όμως, να μπορεί να εντοπισθεί. Πιθανόν να βρισκόταν μέσα στη δενδρόφυτη περιοχή που απεικονίζεται πίσω από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, όπου διακρίνεται η σιλουέτα ενός μεγάλου κτίσματος. Η μετέπειτα τύχη του πυργόσπιτου του Ροδόπουλου στα Ταμπάκικα αγνοείται.
[1]. Η εφημερίδα «Μικρά» εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1896 και κυκλοφόρησε μέχρι το 1926, με πολλές ενδιάμεσες διακοπές λόγω πολέμων και οικονομικών δυσχερειών. Θεωρείται ιστορική, λόγω του πολύ μικρού σχήματος με το οποίο κυκλοφορούσε. Ο εκδότης και διευθυντής του Θρασύβουλος Μακρής ήταν φανατικός υποστηρικτής του κόμματος των Φιλελευθέρων και θαυμαστής του Ελευθερίου Βενιζέλου
[2]. Διορίσθηκε δικηγόρος και συμβολαιογράφος Λαρίσης στις 10 Νοεμβρίου 1881 (ΦΕΚ 10/Α/ 20-2-1882). Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Το Α’ Δημοτικό Νεκροταφείο της Λάρισας (1889-1993), Θεσσαλονίκη (2013), σελ. 99.