Από το 1896 λοιπόν το εκκλησιαστικό συμβούλιο του ναού άρχισε σταδιακά να αλλάζει την μορφή και να αναβαθμίζει την αισθητική του. Σαν πρώτο βήμα προτάθηκε να οικοδομηθεί, σε επαφή με τη δυτική πλευρά της βασιλικής, ένα σύμπλεγμα αψιδωτού πρόπυλου νεοκλασικού ρυθμού, με δύο υψηλά κωδωνοστάσια εκατέρωθεν. Στο κατώτερο τμήμα της αναπτυσσόταν ένα συμμετρικό τρίλοβο προστώο με αψίδες. Δύο διπλοί ραβδωτοί μαρμάρινοι κίονες στο κέντρο και δύο διπλοί ημικίονες σε επαφή με τα πλάγια τοιχώματα του προστώου, συγκρατούσαν με όμορφα σκαλισμένα κιονόκρανα το τοίχωμα, δημιουργώντας έτσι ανάμεσά τους τρία τόξα. Το όλο νεοκλασικό σύμπλεγμα προσέδιδε ομορφιά και μεγαλοπρέπεια στην κεντρική είσοδο του ναού. Τα δύο κωδωνοστάσια βόρεια και νότια της νέας πρόσοψης ήταν τετραώροφα. Ο τελευταίος όροφος και των δύο, υψηλότερος όλων, φιλοξενούσε τις καμπάνες του ναού. Ολόκληρη η πρόσοψη ήταν δομημένη με λίθους, σμιλεμένους με τέχνη και επιδεξιότητα, έτσι ώστε να αποτελεί ένα εντυπωσιακό σύνολο.
Η ανακαίνιση όμως μόνον της πρόσοψης του ναού του Αγίου Αχιλλίου φαίνεται ότι δεν ικανοποιούσε πλήρως την αισθητική των κατοίκων της πόλης. Για τον λόγο αυτό τα εκάστοτε εκκλησιαστικά συμβούλια του ναού συνέχισαν να εργάζονται εντατικά, με σκοπό την ανεύρεση πόρων για την ολοκλήρωση νέου καθεδρικού ναού. Έτσι το 1904, επί αρχιερατείας του από Πλαταμώνος μητροπολίτου Λαρίσης Αμβροσίου Κασσάρα (1900-1910) και έπειτα από 110 χρόνια από την περιπετειώδη κατασκευή του το 1794, κατεδαφίσθηκε η ταπεινή βασιλική, μαζί με το παρακείμενο ετοιμόρροπο κτίριο του παλαιού επισκοπείου και στην ίδια ακριβώς θέση οικοδομήθηκε περίλαμπρος ναός που αποτυπώνεται στη δημοσιευόμενη φωτογραφία. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας μεγάλης σε μέγεθος και επιβλητικής σε ύψος τρίκλιτης σταυροειδούς βασιλικής με τρούλο, της οποίας η θέση ψηλά στον λόφο της προσέδιδε επί πλέον ύψος, ειδικά όταν την αντίκριζε κανείς από κάτω, καθώς διέσχιζε την πέτρινη γέφυρα του Πηνειού.
Στην ανατολική όψη προείχαν τρεις μεγάλες πεντάπλευρες κόγχες. Η μεσαία ήταν μεγαλύτερη και αντιστοιχούσε εσωτερικά στην κεντρική αψίδα του Ιερού Βήματος. Οι δύο πλάγιες, βόρεια και νότια, εσωτερικά αντιστοιχούσαν στις αψίδες της Προθέσεως και του Διακονικού αντίστοιχα, ήταν ισομεγέθεις και σε διαστάσεις μικρότερες από την κεντρική. Η στέγη του κυρίως ναού ήταν σταυροειδής. Στο κέντρο της σταυροειδούς στέγης, ορθώνονταν ο τρούλος, ψηλός, κομψός , επιβλητικός και έφερε περιμετρικά δώδεκα ψηλά παράθυρα με έγχρωμους υαλοπίνακες, τα οποία δημιουργούσαν με τις ακτίνες του ηλίου στο εσωτερικό του ναού εξαιρετική χρωματική πανδαισία. Στην κορυφή του τρούλου δέσποζε μεγάλος μαρμάρινος σταυρός, ορατός από μεγάλη απόσταση.
Η νέα λοιπόν αυτή εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου, επιβλητική και κομψή, εγκαινιάσθηκε από τον μητροπολίτη Λαρίσης Αμβρόσιο την Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου του 1907 και αποδόθηκε μεγαλοπρεπής στη λατρεία όλων των Λαρισαίων και ιδιαίτερα των ενοριτών του Τρανού Μαχαλά. Αποτελούσε πλέον το κόσμημα του λόφου της Ακρόπολης και πρόβαλε ευχάριστα σε κάθε επισκέπτη της Λάρισας από την πύλη του Τυρνάβου.
Στο εσωτερικό του ναού εντύπωση προκαλούσαν οι δεσποτικές εικόνες, οι οποίες με παραίνεση του μητροπολίτου Αμβροσίου, παρέμειναν οι ίδιες της παλαιάς εκκλησίας. Είχαν αγιογραφηθεί το 1802 στη Μόσχα και ήταν εξαιρετικής τέχνης [2].
Η διάρκεια ζωής του προπολεμικού ναού του Αγίου Αχιλλίου υπήρξε δυστυχώς πολύ σύντομη, μόλις 34 χρόνια. Στις 5 και 53΄ το πρωί της 1ης Μαρτίου 1941, σεισμός 6,3 βαθμών της κλίμακας Richter επέφερε στον ναό σημαντικές καταστροφές. Κατέρρευσαν οι επάνω όροφοι των κωδωνοστασίων και μέρος της στέγης και πληγώθηκαν ανεπανόρθωτα οι τοίχοι. Ακολούθησαν οι συνεχόμενοι βομβαρδισμοί, αρχικά της ιταλικής και εν συνεχεία της γερμανικής αεροπορίας, οι οποίοι ολοκλήρωσαν την καταστροφή με την πτώση του τρούλου και ολόκληρης της στέγης. Έτσι ερειπωμένος παρέμεινε μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οπότε κατεδαφίσθηκε εντελώς και στη θέση του δημιουργήθηκε ανθόκηπος. Σήμερα ως ενθύμιο της ύπαρξής του παραμένει μόνο ο κίονας επάνω στον οποίο στηριζόταν η Αγία Τράπεζα. Στον ίδιο χώρο δυτικότερα τοποθετήθηκε η προτομή του μητροπολίτου Λαρίσης Πολυκάρπου Δαρδαίου (1811-1818 και 1821), ο οποίος καρατομήθηκε από τους Τούρκους τον Σεπτέμβριο του 1821. Η προτομή αυτή είναι έργο του διάσημου Έλληνα γλύπτη Μιχαήλ Τόμπρα και αποτέλεσε δωρεά στην πόλη του Λαρισαίου εμπόρου Ηλία Κολέσκα.
Η δημοσιευόμενη φωτογραφία προέρχεται από επιστολικό δελτάριο της τυπογραφικής εταιρείας ΔΕΛΤΑ της Αθήνας του Εμμανουήλ Διακάκη, η οποία εν συνεργασία με τον βιβλιοχαρτοπωλείο του Λαρισαίου Α. Παναγιωτακόπουλου κυκλοφόρησε κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1930.
——————————
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Ιερός ναός Αγίου Αχιλλίου Λαρίσης. Ιστορική διαδρομή 15 αιώνων. Λάρισα (2015) σελ.25-26.
[2]. Ορισμένες εξ αυτών έχουν διασωθεί από τον σεισμό του 1941 και τους βομβαρδισμούς της κατοχής και έχουν συντηρηθεί από ειδικούς συντηρητές του Διαχρονικού Μουσείου.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com