Το πότε ακριβώς άρχισε να λειτουργεί το υποκατάστημα της Λάρισας δεν μας είναι γνωστό [2]. Για τη μορφή που είχε το κτίριο έχουμε μόνον γραπτές και προφορικές περιγραφές, αλλά φωτογραφία ολόκληρου του κτιρίου δεν έχει εντοπισθεί [3]. Μόνο στα αρχεία του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου της πόλης μας υπάρχει η δημοσιευόμενη φωτογραφία του 1927, στην οποία απεικονίζεται η υπάλληλος της Τράπεζας Αθηνών Λίτσα Μακρή, κόρη του δημοσιογράφου και διευθυντή της εφημερίδας «Μικρά» Θρασύβουλου Μακρή, στα σκαλοπάτια της κύριας εισόδου της.
Σύμφωνα με τις περιγραφές, επρόκειτο για ένα διώροφο κτίριο με υπερυψωμένο υπόγειο, το οποίο αρχιτεκτονικά είχε πολλά νεοκλασικά στοιχεία στην εξωτερική όψη του. Φάνταζε επιβλητικό, καθώς υπερείχε σε ύψος και ομορφιά από τα γειτονικά κτίρια. Στον κάτω όροφο στεγαζόταν η Διεύθυνση και το Λογιστήριο της Τράπεζας, ενώ ο επάνω όροφος χρησίμευε ως κατοικία της οικογένειας του εκάστοτε διευθυντή του υποκαταστήματος. Η κύρια είσοδος βρισκόταν επί της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), ενώ η είσοδος με το κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στον επάνω όροφο ήταν επί της Αθανασίου Διάκου. Πάνω από την κύρια είσοδο υπήρχε εξώστης ο οποίος υποστηριζόταν με μαρμάρινα φουρούσια και περιοριζόταν από τις τρεις πλευρές του με όμορφη σφυρήλατη σιδεριά. Όλα τα ανοίγματα (παράθυρα και πόρτες) έφεραν παραστάδες, δηλαδή ήταν κορνιζαρισμένα γύρω-γύρω με απαλή προεξοχή του επιχρίσματος των τοίχων, ενώ στο ισόγειο και το υπόγειο, τα ανοίγματα προστατεύονταν από ισχυρές σιδεριές.
Από τους διευθυντές στο υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών που άφησαν το στίγμα τους στη Λάρισα ήταν ο Αχιλλέας Καλεύρας [4], λόγω της ισχυρής προσωπικότητας που διέθετε. Είχε διορισθεί το 1918 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο Νομάρχης στην πόλη μας, η θητεία του όμως ήταν σύντομη, γιατί με την ήττα των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1920 υποχρεώθηκε να αποχωρήσει από τη θέση του και να εγκαταλείψει την πόλη που, όπως τόνιζε, είχε αγαπήσει πραγματικά. Αλλά η πορεία των γεγονότων τον έφερε πάλι στη Λάρισα, τώρα ως διευθυντή του τοπικού υποκαταστήματος της Τράπεζας Αθηνών. Πότε ακριβώς ανέλαβε δεν το γνωρίζουμε. Πάντως σύμφωνα με το ημερολόγιο της Αγγελικής Γκατζώγια, συζύγου του δημοσιογράφου Θρασύβουλου Μακρή, τον Σεπτέμβριο του 1925, όταν διορίσθηκε η κόρη τους Λίτσα ως υπάλληλος της Τράπεζας, ήταν ήδη διευθυντής ο Αχιλλέας Καλεύρας. Η προηγούμενη θητεία του ως Νομάρχη στη Λάρισα, τον βοήθησε με τις γνωριμίες του να αναπτύξει τις εργασίες της Τράπεζας σε μεγάλο βαθμό. Εδώ στη Λάρισα φοίτησαν για ένα διάστημα τα παιδιά του στο Γυμνάσιο και ανέπτυξαν παιδικές φιλίες. Μάλιστα αργότερα ο ένας γιος του, ο Μιχάλης, πέρασε και αυτός από την πόλη μας ως πρόεδρος Εφετών και δοκίμασε ισχυρές συγκινήσεις από τη ζωή των παιδικών του χρόνων. Τον Σεπτέμβριο του 1926 τοποθετήθηκε Γενικός Διοικητής Μακεδονίας και συγχρόνως διατήρησε για μερικούς μήνες ονομαστικά την θέση του Διευθυντού της Τράπεζας Αθηνών εδώ στη Λάρισα.
Στη συνέχεια διευθυντής του υποκαταστήματος διορίσθηκε ο Γεώργιος Ξηραδάκης. Είχε νυμφευθεί την κόρη του στρατηγού Ιωάννη Άρτη Νίνα. Η οικογένεια Άρτη, από τις πιο γνωστές και κοινωνικά δραστήριες στη Λάρισα, διέμενε σε ένα παλιό τριώροφο αρχοντικό στη νότια πλευρά του ναού του Αγίου Νικολάου, το οποίο κατοικήθηκε και μετά τα γεγονότα της κατοχής. Τελικά κατεδαφίσθηκε και αντικαταστάθηκε από πολυώροφη οικοδομή.
Οι καταστροφές της κατοχής δεν έπληξαν σοβαρά το κτίριο της Τράπεζας Αθηνών, γι’ αυτό και συνέχισε τη λειτουργία του και μεταπολεμικά. Τελευταίος διευθυντής της υπήρξε ο Αλέκος Ισμυρίδης, αδελφός του οφθαλμίατρου της Λάρισας Κωνσταντίνου Ισμυρίδη. Στις 8 Ιανουαρίου 1953, κατά τη διάρκεια της θητείας του Ισμυρίδη η Τράπεζα Αθηνών, ύστερα από απόφαση της κυβέρνησης Παπάγου, συγχωνεύθηκε με την Εθνική Τράπεζα. Το κτίριο έμεινε κενό, αγοράσθηκε από το δημόσιο και έπειτα από μερικά χρόνια κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κτίσθηκε ένα νέο ισόγειο κτίριο, το οποίο στέγασε το Εφετείο της Λάρισας. Όταν το 1972 εγκαινιάσθηκε το σύγχρονο Δικαστικό Μέγαρο, οι υπηρεσίες του Εφετείου, όπως ήταν φυσικό, μεταφέρθηκαν στο νέο μέγαρο. Το παλιό κτίριο του Εφετείου κατεδαφίσθηκε και στη θέση του οικοδομήθηκε το κτίριο του Ταχυδρομείου που υπάρχει μέχρι σήμερα.
[1]. Η Τράπεζα Αθηνών ιδρύθηκε το 1893 με σκοπό τη δραστηριοποίησή της στον χώρο του εμπορίου και της βιομηχανίας τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό. Το 1953, επί κυβερνήσεως Παπάγου και με υπουργό Οικονομικών τον Σπ. Μαρκεζίνη συγχωνεύτηκε με την Εθνική Τράπεζα.
[2]. Πάντως κατά το 1902 υπήρχε υποκατάστημά της μόνον στον Βόλο, το οποίο εξυπηρετούσε ολόκληρη τη Θεσσαλία, ενώ το 1932 είχε ήδη 108 υποκαταστήματα στην Ελλάδα και 6 στο εξωτερικό. Στον νομό μας είχε υποκαταστήματα στη Λάρισα, στον Τύρναβο και στην Ελασσόνα.
[3]. Κάνουμε έκκληση σε όποιον έχει φωτογραφία του κτιρίου της Τράπεζας Αθηνών, να επικοινωνήσει στην ηλεκτρονική διεύθυνση
nikapap@hotmail.com ή στο τηλέφωνο 6951-004.232.
[4]. Ο Αχιλλεύς Καλεύρας γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1884. Αποφοίτησε από το Λύκειο Χατζηκώστα της Κωνσταντινούπολης και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ελβετία στις νομικές και πολιτικές επιστήμες. Αρχικά εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην Κωνσταντινούπολη, αλλά το 1912 συνελήφθη από τους Τούρκους και απελάθηκε. Στην Ελλάδα εργάσθηκε κατά καιρούς σε διάφορες θέσεις.
Δέκα χρόνια αδιάλειπτης δημοσίευσης των δύο στηλών του ιστορικού ερευνητή και γιατρού, Νίκου Παπαθεοδώρου, στην «Ε», και συγκεκριμένα των «Ιχνηλατώντας» και «Λάρισα. Μια εικόνα χίλιες λέξεις…», συμπληρώνονται φέτος, με τον ερχομό του 2024.
Η στήλη που εγκαινίασε αυτή τη σημαντική συνεργασία μεταξύ του κ. Παπαθεοδώρου και της εφημερίδας «Ελευθερία» ήταν η «Ιχνηλατώντας», η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε την 1η Ιανουαρίου του 2014 και έκτοτε φιλοξενείται κάθε Τετάρτη στην τέταρτη σελίδα της «Ε».
Λίγους μήνες μετά ξεκίνησε και η φιλοξενία μιας δεύτερης ιστορικής στήλης, της «Λάρισα. Μια εικόνα χίλιες λέξεις…», η οποία ανελλιπώς δημοσιεύεται από το 2014, επίσης στην τέταρτη σελίδα της εφημερίδας, αλλά κάθε Κυριακή.
Ο κ. Παπαθεοδώρου, πιστός στα «ραντεβού» του με τους αναγνώστες της «Ε», δεν έλειψε ούτε μια φορά.
Δέκα χρόνια τώρα, ακμαίος, ακούραστος και χωρίς να τον εμποδίσουν ποτέ προβλήματα υγείας που κατά διαστήματα αντιμετώπισε, αισίως συμπλήρωσε 1.000 δημοσιεύσεις κειμένων του (και από τις δύο στήλες) στην «Ε».
Μια πολύτιμη συνεργασία συνεχίζεται με μεγάλη επιτυχία και μας βοηθά να πλουτίσουμε τις γνώσεις μας για το άγνωστο παρελθόν της Λάρισας, το οποίο με αυτόν τον τρόπο γίνεται κτήμα όλων.