[Λάρισα] «Μόλις εγένετο η κατάληψις της Λαρίσης, το ήμισυ σχεδόν των κατοίκων έσπευσαν να επανέλθουν εις τα εστίας των διά να ίδουν εάν εσώθη τίποτα ή όχι. Και βλέποντες τα καταστήματά των γυμνά, τας οικίας των διηρπασμένας, ερρίφθησαν κατά των απομεινάντων εντοπίων Τούρκων και μηνύσεις υποβάλλονται καθ’ εκάστην εναντίων αυτών και προσημειώσεις γίνονται και συντηρητικαί κατασχέσεις. Είνε δε αι μηνύσεις αυταί άπειροι. Κάθε κάτοικος θα έχη κάμη δύο ή τρεις τουλάχιστον μηνύσεις εναντίον Εβραίων και Τούρκων. Διότι τίποτε δεν έχει να χάση δι’ αυτάς, παρά μίαν κόλλαν χαρτιού μόνον. Κάποιος φίλος μου Λαρισηνός μου έλεγε μίαν ημέραν σχετικώς με το ζήτημα αυτό: – Εάν αι μηνύσεις εγίνοντο επί χαρτοσήμου δύο δραχμών μόνον, δεν θα έβλεπες ούτε τας μισάς. Τώρα ο καθένας δεν χάνει τίποτε, εάν κάμη και μίαν μήνυσιν. Εάν δεν επιτύχη, δεν είχε, ούτε έχασεν τίποτε.
Το εμπόριον της Λαρίσης είνε ακόμη νεκρόν. Και τούτο αποδοτέον όχι μόνον εις την πτώχειαν του κόσμου, αλλά και εις την έλλειψιν νέων χρηματικών κεφαλαίων εκ μέρους των εμπόρων προς ανίδρυσιν νέων καταστημάτων. Καθώς δεν φαίνεται, θα αργήση πολύ η Λάρισα να αναλάβη την προτέραν όψιν της. Όπως και εις τας άλλας πόλεις της Θεσσαλίας, τοιουτοτρόπως και εις την Λάρισαν παρουσιάζονται πολλά ζητήματα προς εξέτασιν εις τον δημοσιογράφον, ζητήματα χρήζοντα μάλιστα ένεκα της λεπτότητος αυτών ευρυτάτης ερεύνης. Το γεωργικόν ζήτημα κατά πρώτον λόγον ως εκ του αμέσου ενδιαφέροντός του. Το ζήτημα κατόπιν της απομακρύνσεως εκ της πόλεως ταύτης όλων των μεγαλειτέρων στρατιωτικών, διοικητικών και δικαστικών αρχών.
Και τελευταίον το ζήτημα της κατά των Εβραίων και Τούρκων καταφοράς, το οποίον διά να διευκρινιθή καλώς πρέπει να εξατασθή από άνθρωπον αμερόληπτον, ψυχρόν και του οποίου τα συμφέροντα δεν συνδέονται με την Λάρισαν και δεν υπάρχει, επομένως, εν αυτώ ουδεμία προκατάληψις εναντίων των ξενικών στοιχείων» [1].
«Ο συμπαθής κ. Γ. Νικολαΐδης, όστις πολύ επαξίως κατέχει και πάλιν την έδραν της Νομαρχίας Λαρίσης, με εδέχθη εν τω άριστα ηυπρεπισμένω γραφείω του. Μετά τας πρώτας και συνήθεις φιλοφρονήσεις τον ηρώτησα περί του επικρατούντος ερεθισμού μεταξύ του χριστιανικού στοιχείου της Λαρίσης εναντίον των Εβραίων και των Τούρκων.
Νομάρχης: – (...) Όσα διαδίδονται περί των Τούρκων είνε υπερβολαί και τίποτε περισσότερον. Εγώ τους ανθρώπους αυτούς, εκτός ολίγων εξαιρέσεων τους εξετίμησα. Διότι μου αρέσει πάντοτε να εξετάζω τα πράγματα κατά βάθος και να ψυχολογώ επί των γεγονότων. Κατηγορούν τους Λαρισηνούς Τούρκους, ότι κατά την είσοδον του τουρκικού στρατού εις Λάρισαν εξήλθον έξω της πόλεως προς προϋπάντησίν του. Ευρίσκετε καμμίαν κατηγορίαν εις αυτό; Εγώ τουλάχιστον όχι. Με τους χριστιανούς έζησαν δεκαεπτά έτη [= μετά από την απελευθέρωση το 1881] μαζή εν μεγάλη ομονοία. Κατά τον πόλεμον έμεινον αμερόληπτοι, ως επί το πλείστον. Αλλά οι άνθρωποι αυτοί δεν είχον ψυχή; Δεν είχον πατριωτικόν αίσθημα; Δεν έπρεπε να υποδεχθούν τους ομοφύλους των ερχομένους νικητάς; Είνε κατηγορία αυτό; Τι ηθέλατε να κάμουν οι Έλληνες της Μακεδονίας, εάν ο ελληνικός στρατός εισήλαυνεν εις το τουρκικόν έδαφος; (...). Από τους Τούρκους, αυτοί που έδειξαν κατά την διάρκειαν της τουρκικής κατοχής κακήν διαγωγήν ήσαν από τα κατώτερα στρώματα. Οι απαίδευτοι, οι οποίοι νομίσαντες ότι θα εκρατείτο διαρκώς η Θεσσαλία από τους Τούρκους, προέβησαν εις παρεκτροπάς εναντίον των περιουσιών των Ελλήνων (...)» [2].
Στη συζήτηση την οποία είχε ο Σπυρίδων Σπυρίδης με τον νομάρχη της Λάρισας εθίγη το ζήτημα της περιουσίας (αστικά ακίνητα, αγροτεμάχια), εκείνων των Τούρκων κατοίκων που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη Λάρισα μετά από το τέλος της κατοχής και να εγκατασταθούν σε πόλεις της Τουρκίας (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και Προύσα). Ο Νομάρχης δήλωσε ότι: «Πολλοί χριστιανοί κατέλαβον αυθαιρέτως τας οικίας των αποδημησάντων. Ηναγκάσθην τότε να αποστείλλω έγγραφον εις τον κ. Αστυνόμον, διά του οποίου εντέλλετο να υπάγη εις τας οικίας αυτάς και εκδιώξη τους επιδρομείς, εκτός εάν είχον πληρεξούσια. Αι οικίαι αυταί και τα κτήματα πρέπει να κηρυχθώσιν ως αδέσποτα, διά να τα καταλάβη το δημόσιον». Η δική μας έρευνα στα συμβολαιογραφικά αρχεία της περιόδου απέδειξε ότι η πλειονότητα των κατοίκων της Λάρισας, που σύμφωνα με τις δηλώσεις του Νομάρχη έδρασαν «αυθαιρέτως», είχαν διορισθεί πληρεξούσιοι διαχειριστές των τουρκικών περιουσιών, μέχρι την οριστική πώλησή τους σε τρίτους.
(Συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Σκριπ (Αθήνα), φ. 1013 (19 Ιουνίου 1898).
[2]. Σκριπ (Αθήνα), φ. 1014 (20 Ιουνίου 1898).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου