Κατά την ξενάγηση διαπιστώθηκε ότι το σπουδαίο αυτό τέκνο της πόλης μας είναι γνωστό για την ομώνυμη κεντρική οδό, ίσως και για την προτομή του στην Κεντρική πλατεία Μιχαήλ Σάπκα. Ελάχιστοι, όμως, γνωρίζουν ποιος πράγματι ήταν ο Κωνσταντίνος Κούμας και αυτό μας υποχρεώνει να σκιαγραφήσουμε εν συντομία τη ζωή και το έργο του.
Ο Κωνσταντίνος Κούμας υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους «Διδασκάλους του Γένους», ο οποίος εργάσθηκε με σθένος για την πνευματική αφύπνιση του υπόδουλου γένους. Με το τεράστιο συγγραφικό έργο και την εκπαιδευτική του δράση, προετοίμασε πνευματικά μαζί με άλλους, τη γενιά των Ελλήνων που πραγματοποίησε την Επανάσταση του 1821.
Γεννήθηκε στη Λάρισα στις 26 Σεπτεμβρίου του 1777 [1]. Πατέρας του ήταν ο Μιχαήλ Κούμας, ένας ευκατάστατος γούναρης στο επάγγελμα, μητέρα του μια απλή γυναίκα, η Αβραμική. Επειδή η Λάρισα (Γενή Σεχίρ για τους Τούρκους) κατοικούνταν από «μισόχριστους και εις άκρα θηριώδεις» μουσουλμάνους, οι γονείς του τον είχαν έγκλειστο, φοβούμενοι μήπως τον συλλάβουν οι γενίτσαροι. Γι’ αυτό και μέχρι την ηλικία των δέκα ετών δεν είχε πάει καθόλου στο σχολείο. Το 1787 έπληξε τη Λάρισα σοβαρή επιδημία πανώλης, η οποία ανάγκασε την οικογένειά του να μετακομίσει προσωρινά στον Τύρναβο, όπου κατόρθωσε να μάθει τα πρώτα γράμματα. Αργότερα, μαθήτευσε για έξι χρόνια κοντά στον περίφημο ιεροδιδάσκαλο του Τυρνάβου Ιωάννη Πέζαρο. Το διάστημα αυτό ήταν τόσο αποφασιστικό για την πνευματική του συγκρότηση, ώστε προσδιόρισε ολοκληρωτικά τη μετέπειτα ζωή του. Επιστρέφοντας το 1796 στη Λάρισα, έπειτα από προτροπή του τότε Μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου Καλλιάρχη, τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπηρέτησε γραμματικός στην ηγεμονική αυλή του Κων. Υφηλάντη. Σύντομα, όμως, επέστρεψε στη Λάρισα, γιατί ο χαρακτήρας του τον οδηγούσε σε άλλους ανεξάρτητους ατραπούς.
Για πρώτη φορά διδασκαλικά καθήκοντα ανέλαβε το 1798 και μάλιστα στο Σχολείο της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Λάρισας. Την ίδια χρονιά νυμφεύθηκε τη Σταμουλίτσα, μικρότερη αδελφή της γυναίκας του Ιωάννη Πέζαρου. Έτσι, με τον δάσκαλό του στον Τύρναβο έγιναν σύγαμπροι. Όμως, έναν χρόνο μετά, η γυναίκα του πέθανε [2] και από τότε μέχρι το τέλος του βίου του ζούσε με τη μητέρα του και την κόρη του. Στη συνέχεια, αρχίζει για τον Κούμα μια σειρά μετακινήσεων που ξεκινούν από τις κωμοπόλεις της Θεσσαλίας (Τσαριτσάνη, Αμπελάκια) και φθάνουν μέχρι τα μεγάλα αστικά κέντρα του Ελληνισμού, όπως η Σμύρνη και η Κωνσταντινούπολη και στην Ευρώπη η Βιέννη, η Τεργέστη και ορισμένες πόλεις της Γερμανίας, οι οποίες μάλιστα του απένειμαν υψηλές τιμητικές διακρίσεις. Η Λειψία τον ανακήρυξε διδάκτορα της Φιλοσοφίας και των Καλών Τεχνών, ενώ η Βασιλική Ακαδημία του Βερολίνου και η αντίστοιχη του Μονάχου τον υποδέχθηκαν ως επίτιμο μέλος τους.
Η ίδρυση στη Σμύρνη το 1809 από τον Κούμα του Φιλολογικού Γυμνασίου θεωρείται το αποκορύφωμα της διδασκαλικής του δράσης. Προσκάλεσε για διδάσκαλο της Ελληνικής γλώσσας τον Κωνσταντίνο Οικονόμο εξ Οικονόμων από την Τσαριτσάνη, ενώ ο ίδιος παράλληλα δίδασκε και επιστημονικά μαθήματα. Στην ιστορία της Εκπαίδευσης θεωρείται ότι το Φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης υπήρξε το πρώτο από όλα τα ελληνικά ιδρύματα της Ανατολής, όπου διδάχθηκαν συστηματικά η Χημεία, η Φυσική και τα Λατινικά.
Το 1821, μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, εγκατέλειψε τη Σμύρνη ως πρόσφυγας και εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Τεργέστη. Σε κάποιο ταξίδι του στη Βιέννη συνελήφθη από την Αστυνομία και φυλακίστηκε προσωρινά με την κατηγορία της συμμετοχής του στη Φιλική Εταιρεία. Όμως, του στέρησαν το διαβατήριο και δεν του επέτρεπαν να επιστρέψει στην οικογένειά του στην Τεργέστη μέχρι το 1827.
Από το 1933 ο βασιλέας Όθων και η Ελληνική Κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας τις ικανότητές του, τον προσκάλεσαν να έλθει στην Ελλάδα για να μορφώσει «την σπουδάζουσαν νεολαίαν». Όμως, η κλονισμένη υγεία και η ηλικία του τον ανάγκασαν να μην αποδεχθεί την πρόσκληση. Λίγα χρόνια αργότερα προσβλήθηκε από χολέρα και την 1η Μαΐου 1836 [3] πέθανε σε ηλικία 59 ετών. Ενταφιάστηκε στο ορθόδοξο νεκροταφείο των Αγίων Αποστόλων της Τεργέστης.
Είδαμε, λοιπόν, ότι το διδακτικό έργο του Κούμα υπήρξε τεράστιο, νεωτεριστικό, αποδοτικό και αναπτύχθηκε σε Ευρώπη και Ανατολή. Αλλά και το συγγραφικό του έργο είναι και αυτό εκτεταμένο και έχει κατ’ εξοχήν διδακτικό χαρακτήρα. Έχει υπολογιστεί ότι κυκλοφόρησε συνολικά 45 τόμους, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αποτελεί συμπλήρωμα της εκπαιδευτικής του δράσης. Η πνευματική παραγωγή του περιλάμβανε πρωτότυπη συγγραφή, μεταφράσεις και σχολιασμό κειμένων.
Στις 25 Οκτωβρίου 1930, έγιναν στην Κεντρική πλατεία Θέμιδος με κάθε επισημότητα τα αποκαλυπτήρια της προτομής του, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα.
Στις 11 Δεκεμβρίου του 1965, με πρωτοβουλία του Μορφωτικού Εκδρομικού Συλλόγου «Αριστεύς», έγινε η ανακομιδή των οστών του Κούμα από την Τεργέστη στη Λάρισα και από τότε αυτά αναπαύονται στην πατρική γη, στο Α’ Δημοτικό Νεκροταφείο της πόλης μας.
[1]. Κούμας Κωνσταντίνος, Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών μας, τόμ. 12ος, εν Βιέννη της Αυστρίας, 1932, σελ. 583. Στο κεφάλαιο «Κατάστασις της Παιδείας των νεωτέρων Ελλήνων», στις σελίδες 583-598 δημοσιεύει την αυτοβιογραφία του.
[2]. «Η καλή σύζυγος του εγέννησε θυγάτριον την 9ην Νοεμβρίου 1799 και μετ’ ολίγας ημέρας απέθανεν». Κούμας Κωνσταντίνος, Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων, ό.π. σελ. 584.
[3]. Ως επίσημη αιτία θανάτου αναφέρεται η παραλυσία και ημερομηνία η 13η Μαΐου 1836.