Σε μια προηγμένη πολιτικά και οικονομικά χώρα της Ευρώπης τα κατεστραμμένα κτίσματα θα αποκτούσαν εκ νέου την παλιά τους αίγλη με την κτιριακή αποκατάστασή τους. Έχουμε το παράδειγμα της γερμανικής πόλης Δρέσδης. Η αγγλική αεροπορία την είχε σχεδόν ισοπεδώσει κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και λίγες δεκαετίες μετά η πόλη αποκαταστάθηκε όπως ακριβώς ήταν προπολεμικά. Στη χώρα μας συνέβη το αντίθετο. Τα κατεστραμμένα κτίρια κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους σταδιακά κατασκευάστηκαν πολυώροφες οικοδομές, χωρίς καμιά αισθητική ομορφιά.
Τα γράφω αυτά για να σας παρουσιάσω στο σημερινό μου σημείωμα το κονάκι του Προκοπίου. Με το όνομα αυτό ήταν γνωστή μια παλιά μεγάλη τούρκικη διώροφη κατοικία, η οποία βρισκόταν στη σημερινή οδό της 28ης Οκτωβρίου [1], στο ύψος μεταξύ των διασταυρώσεών της με τη Μανδηλαρά και την Ηπείρου.
Το κονάκι μορφολογικά μας είναι σήμερα γνωστό από μια φωτογραφία του 1960 του Τάκη Τλούπα (1920-2003), η αξία του οποίου αναγνωρίστηκε πανελλήνια.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να γράψω δύο λόγια για τον χαρισματικό αυτόν φωτογράφο. Με τον φακό του, εκτός των άλλων, αποτύπωσε τον αστικό χώρο της Λάρισας σε μια εποχή που η πόλη, καθημαγμένη από τις κακουχίες της κατοχής, προσπαθούσε να βρει οικοδομικά τη νέα της σημερινή μορφή. Με τον τρόπο αυτό πρόλαβε να καταγράψει σε λήψεις ευρηματικές, όψεις της Λάρισας που χάθηκε οριστικά.
Σήμερα ανατρέχουμε στις φωτογραφίες του για να αναπλάσουμε την παλιά πόλη. Πέραν της καλλιτεχνικής του αξίας, δεν θα ήταν άστοχος ο χαρακτηρισμός του και ως ιστορικού φωτογράφου, αφού για 50 και πλέον χρόνια αποτύπωνε συνεχώς χαρακτηριστικές απόψεις της μεταπολεμικής και νεότερης Λάρισας, τη στιγμή που άλλοι φωτογράφοι περιορίζονταν αποκλειστικά στις φωτογραφίες πορτραίτα.
Το κονάκι [2] του Προκοπίου ήταν μια μεγάλη κατοικία, η οποία αρχικά είχε μια παλιά ανατολίτικη αρχιτεκτονική, η οποία όμως με την πάροδο του χρόνου και με διάφορες μεταπολεμικές προσθήκες πήρε τη μορφή που μας έχει αποτυπώσει το 1960 ο φακός του Τάκη Τλούπα. Πρέπει να κτίστηκε το 1863 [3]. Το κονάκι ανήκε στον Μαχμούτ μπέη και περί το 1915 το αγόρασε ο Παναγιώτης Προκοπίου. Το αρχικό ονοματεπώνυμο του τελευταίου ήταν Παναγιώτης Τσουσόπουλος, μετακόμισε στη Λάρισα στις αρχές της δεκαετίας του 1910 και για άγνωστο λόγο άλλαξε το επίθετό του σε Προκοπίου.
Στην πόλη μας ήλθε σε ηλικία 40 ετών περίπου, έπειτα από πρόσκληση ενός συγγενούς του, του Γιαννετάκη, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν αρχίατρος στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Λάρισας. Πρόθεση του τελευταίου ήταν να περιποιηθεί τα τραύματα του Προκοπίου που είχε αποκτήσει κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων.
Συγχρόνως προσπάθησε να τον βοηθήσει για να βρει κάποια εργασία. Τελικά του πρότεινε να αναλάβει τον καθαρισμό όλου του ιματισμού του Στρατιωτικού Νοσοκομείου. Το πλύσιμο γινόταν στο σπίτι του, σε εγκαταστάσεις που είχε ήδη βρει από τους Τούρκους ιδιοκτήτες του.
Εν συνεχεία επειδή η εργασία ήταν κοπιώδης και ο όγκος του ιματισμού μεγάλος, προσέλαβε γυναίκες για να κάνουν την εργασία αυτή με πρωτόγονα μέσα σε μεγάλες κοπάνες.
Ο Παναγιώτης Προκοπίου νυμφεύθηκε με τη Βασιλική, μια χήρα από την περιοχή του Δομοκού που είχε δύο τέκνα και μαζί της έκανε άλλα πέντε και έτσι η οικογένεια έγινε πολύτεκνη. Ο Προκοπίου απεβίωσε το 1931 και στο κονάκι παρέμεινε η σύζυγός του με τα παιδιά. Το 1955 πέθανε και η ίδια και τελικά το σπίτι εγκαταλείφθηκε από τα παιδιά και βαθμιαία άρχισε να αυτοκαταστρέφεται.
Όπως φαίνεται και στη φωτογραφία, το κονάκι ήταν διώροφο. Στο ισόγειο υπήρχαν πέντε δωμάτια, ενώ στον όροφο υπήρχε ένας τεράστιος χώρος υποδοχής και επί τουρκοκρατίας ο οντάς, για τους επισκέπτες και τους ξένους.
Μπροστά από το κονάκι υπήρχε ένα μεγάλο οικόπεδο, το οποίο είχε δένδρα, κληματαριές, κήπο με λουλούδια και σε ένα σημείο μπαχτσές όπου καλλιεργούσαν και διάφορα λαχανικά και ζαρζαβατικά.
Το 1972 στο μπροστινό μέρος του οικοπέδου και παράλληλα με τον δρόμο κατασκευάστηκε πολυώροφη οικοδομή, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα, ενώ γύρω στα 1975 το κονάκι κατεδαφίστηκε και έτσι μια μακρινή ανάμνηση από την περίοδο της τουρκοκρατίας χάθηκε. Η Λάρισα, μια πόλη η οποία κατά το 1668, όταν για ένα διάστημα 2-3 ετών ο Σουλτάνος είχε μετακομίσει εδώ, είχε πληθυσμό που έφθανε στους 200.000 και 300.000 σύμφωνα με τους ξένους περιηγητές της εποχής (Edward Brown, Robert de Dreux, La Guilletiere) [4], σήμερα το μοναδικό κτίσμα, κατάλοιπο της τουρκοκρατίας, είναι το σπίτι του Γερολυμάτου στην οδό Σεφέρη και αυτό υπό κατάρρευση. ———————————————
[1]. Προπολεμικά ο δρόμος αυτός ονομαζόταν Κοραή. Μεταπολεμικά η Κοραή έγινε η συνέχεια της οδού Πατρόκλου από την οδό Παναγούλη μέχρι την Λάμπρου Κατσώνη.
[2]. Η λέξη κονάκι είναι τούρκικη και σημαίνει μεγάλη κατοικία, αρχοντικό Οθωμανού ευγενούς.
[3]. Η χρονολογία αυτή πιστεύεται ότι αναφέρεται στο έτος κτίσεώς του. Σύμφωνα με πληροφορίες του ιδιοκτήτη, η χρονολογία αυτή βρέθηκε σε μια επιγραφή της στέγης του σπιτιού, κατά τη διάρκεια κατασκευαστικών εργασιών.
[4]. Αριθμός εξωπραγματικός που δεν γίνεται ακόμα και σήμερα πιστευτός.