Η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922, η πυρπόληση της Σμύρνης από τους Τούρκους, οι σφαγές, οι λεηλασίες και άλλες φρικαλεότητες εις βάρος χριστιανών Ελλήνων και Αρμενίων στη Σμύρνη καθώς και η εξόντωση και εκδίωξη εκατοντάδων χιλιάδων από το μικρασιατικό έδαφος, προπάντων όμως το ξερίζωμα του ελληνισμού από τις προαιώνιες εστίες του στη Μικρά Ασία, στον Πόντο και την Ανατολική Θράκη, συνθέτουν το σκηνικό της μεγαλύτερης καταστροφής στην ιστορία του Νεώτερου Ελληνισμού. Τη Μικρασιατική καταστροφή.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η δυναμική προβολή των ελληνικών διεκδικήσεων στη Μικρά Ασία και η ελληνοτουρκική σύγκρουση στα χρόνια 1919- 1922 δεν ήταν διμερές ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με την επεισοδιακή, μόνο, παρέμβαση του ξένου παράγοντα. Στην πραγματικότητα ήταν άμεσα συνυφασμένη με τις πολιτικές, τις οποίες οι νικήτριες ευρωπαϊκές δυνάμεις, υιοθέτησαν και προώθησαν με στόχο την προάσπιση των οικονομικών και γεωπολιτικών τους συμφερόντων.
Διαφορετικό χαρακτήρα ωστόσο, παρουσίαζαν οι ελληνικές διεκδικήσεις απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία καθώς η Ελλάδα επεδίωκε να αξιοποιήσει τη συνεισφορά της στη συμμαχική νίκη με την αποκατάσταση του αλύτρωτου ελληνισμού.
Αποφασιστικός συντελεστής των εξελίξεων ήταν και η αποχώρηση της Ρωσίας από το συμμαχικό στρατόπεδο, μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, που είχε σαν αποτέλεσμα την προώθηση της Ελλάδας ώστε να πληρωθεί το κενό που δημιουργήθηκε και να αποκατασταθεί η στρατιωτικοπολιτική και οικονομική ισορροπία στον ευαίσθητο χώρο της Εγγύς Ανατολής. Επίσης, η εμφάνιση του αμερικανικού παράγοντα στο Συνέδριο της Ειρήνης επέφερε ριζική μεταβολή στα επεκτατικά σχέδια των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ενώ η άνοδος του νεοτουρκικού εθνικισμού, έμελε να αποτελέσει τον καταλύτη των εξελίξεων.
ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Οι τύχες των ελληνικών πληθυσμών της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα κρίσιμα χρόνια που προηγήθηκαν της μικρασιατικής καταστροφής συνδέονται άμεσα με την κορύφωση του τουρκικού εθνικισμού, όπως εκφράστηκε μέσα από την ιδεολογία των Νεότουρκων, για μια Τουρκία στην οποία δεν θα υπήρχε χώρος όχι μόνο για μη μουσουλμανικές μειονότητες αλλά ούτε για μη Τούρκους μουσουλμάνους.
Εκτός όμως από την άνοδο του τουρκικού εθνικισμού που υπήρξε κύριος παράγοντας, στη δίωξη του ελληνικού στοιχείου συντέλεσαν και οικονομικοί λόγοι. Οι Έλληνες, με τη συγκέντρωση του εμπορίου και της βιομηχανίας στα χέρια τους, ήταν φυσικό να αποτελούν εμπόδιο στις οικονομικές επιδιώξεις των Μ. Δυνάμεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα 1915 προπαγανδιστικά φυλλάδια της Γερμανικής Τράπεζας Παλαιστίνης προέτρεπαν τους Τούρκους να μην έχουν εμπορικές σχέσεις με Έλληνες και Αρμενίους.
Οι διωγμοί των Ελλήνων στην Τουρκία, που άρχισαν συστηματικά με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων με αποκορύφωμα τη Μικρασιατική καταστροφή, κράτησαν σχεδόν 10 χρόνια (1913- 1922).
Ανάλογα με την έκταση και τη μορφή των καταπιέσεων του ελληνικού στοιχείου οι διωγμοί μπορούν να χωριστούν σε τρεις φάσεις.
Η πρώτη αρχίζει το 1913 με τη βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και τελειώνει με την έξοδο της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Οκτώβριος 1914), που συνεπάγεται την αλλοίωση της εθνολογικής συστάσεως της δυτικής Μ. Ασίας.
Στη δεύτερη, που καλύπτει όλη τη διάρκεια του πολέμου, επιχειρείται η εξόντωση των Ελλήνων παράλληλα με τη γενοκτονία των Αρμενίων.
Η τρίτη, τέλος, ξεκινά με την απόβαση των Ελλήνων στη Σμύρνη και χαρακτηρίζεται από τη δυναμική αντίσταση του επαναστατικού στρατού του Κεμάλ με αποτέλεσμα τη συντριβή του μικρασιάτικου ελληνισμού (Μάιος 1919- Σεπτέμβριος 1922).
Σύμφωνα με στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως τα τέλη του 1914 εκτοπίστηκαν 153.890 Έλληνες από τα παράλια της Μ. Ασίας στο εσωτερικό. Στον απολογισμό της πρώτης φάσης των διωγμών εγγράφονται ακόμη η εξάρθρωση του ελληνικού εμπορίου, η μείωση των μαθητών στα ελληνικά σχολεία - στην Κωνσταντινούπολη 30- 40%- και η προσφυγιά. Μέχρι το τέλος των Βαλκανικών πολέμων η Ελλάδα είχε δεχθεί 150.000 πρόσφυγες.
Ένα ακόμη μέτρο που αφορούσε αποκλειστικά τους Έλληνες και άρχισε να εφαρμόζεται την επαύριον της συμμαχικής εκστρατείας στα Δαρδανέλια (Φεβρουάριος 1915), ήταν η μετατόπιση πληθυσμών από τις ακτές, στα ενδότερα της Μικράς Ασίας, γεγονός που ερμηνεύεται περισσότερο ως μια προσπάθεια αλλοιώσεως της εθνολογικής σύστασης του μικρασιατικού πληθυσμού, από την πλευρά της Τουρκίας. Οι νέοι τόποι εγκαταστάσεως ήταν πάντα απομονωμένα χωριά της μικρασιατικής ενδοχώρας με αμιγή τουρκικό πληθυσμό.
Σε σύγκριση με την απροκάλυπτη γενοκτονία των Αρμενίων που είχε προηγηθεί, προκαλώντας την ευρωπαϊκή κατακραυγή, η εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού, με τη στρατολόγηση και τις εκτοπίσεις, ήταν αργός θάνατος, που μεθοδεύτηκε για να αποφευχθεί η δημιουργία ανάλογων εντυπώσεων στη διεθνή κοινή γνώμη.
Με την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο, ο ακμάζων ελληνισμός του Πόντου ακολούθησε την τύχη των Ελλήνων της ανατολικής Θράκης και της Μ. Ασίας. Με τους μετριότερους υπολογισμούς εξορίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου 235.000 Πόντιοι και 80.000 κατέφυγαν στη Ρωσία, ενώ ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής πλησίαζε στις παραμονές του πολέμου τις 500.000.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ιδιαίτερα πυκνός ήταν ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης όπου, στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε σύνολο 350.000 περίπου κατοίκων οι Έλληνες ήταν 200.000. Αυτή η υψηλή αναλογία του ελληνικού στοιχείου αναγνωρίζονταν και από τους Τούρκους και εκφράζονταν με την προσωνυμία "Γκιαούρ Ισμίρ" που θα πει, "Σμύρνη των απίστων".
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Αναλαμβάνοντας σαν εντολοδόχος των Συμμάχων την περιφρούρηση της Σμύρνης, η Ελλάδα ανταποκρινόταν στην επείγουσα ανάγκη προστασίας των ελληνικών πληθυσμών που είχαν πρόσφατα υποστεί συστηματικούς διωγμούς, ενώ συγχρόνως απέβλεπε στην υπηρέτηση της πολιτικής της εθνικής αποκαταστάσεως.
Η αναγνώριση των ελληνικών διεκδικήσεων στη Συνθήκη των Σεβρών δικαίωνε την ελληνική επέμβαση. Αλλά οι πολιτικές εξελίξεις στον ελληνικό και ευρωπαϊκό χώρο, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του Κεμαλικού κινήματος, επηρέασαν άμεσα στην ελληνική υπόθεση.
Στη δεύτερη φάση της Μικρασιατικής εκστρατείας, με τους συμμάχους της Ελλάδας κατά τον πόλεμο θεατές ή συνομιλητές του Κεμάλ, το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε από τον πολιτικό τομέα στον στρατιωτικό και ο ελληνικός στρατός ανέλαβε το βαρύ εγχείρημα.
Η προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, η ήττα και η αποχώρηση τούς από τη Μικρά Ασία (τέλος Αυγούστου- Αρχές Σεπτεμβρίου 1922), επέφεραν το ξερίζωμα του μικρασιατικού ελληνισμού και το τέλος της μεγάλης ιδέας.
Η κατάσταση στη Σμύρνη επιδεινώθηκε απότομα όταν, στις 15 Αυγούστου, δυο ημέρες μετά την αναμενόμενη μεγάλη επίθεση των Τούρκων στο Αφιόν Καραχισάρ, μια σύντομη ανακοίνωση ανέφερε την κατάρρευση του μετώπου και την εκκένωση του από τον ελληνικό στρατό.
Ταχύτητα άρχισαν να κυκλοφορούν σε όλη την πόλη φήμες για καταστροφή ενώ η ανησυχία καθημερινά μεγάλωνε καθώς κατέφθαναν στην πόλη από το εσωτερικό της Μ. Ασίας, τρένα κατάμεστα από πρόσφυγες και στρατιώτες. Σύμφωνα με πηγές, οι Αμερικανοί υπολόγιζαν ότι οι πρόσφυγες από το εσωτερικό, έφθαναν στη Σμύρνη με ρυθμό 30.000 ατόμων την ημέρα και έβρισκαν καταφύγιο στις εκκλησίες στα νεκροταφεία ή στο ύπαιθρό.
Ατελείωτες είναι επίσης οι περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων για το θλιβερό θέαμα που παρουσίαζαν τα πλήθη των προσφύγων, οι οποίοι με το φόβο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους δεν είχαν παρά μόνο μια σκέψη: να φύγουν το συντομότερο δυνατό από τη Μ. Ασία.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα και γνωρίζοντας ότι σύντομα θα έφθαναν στην πόλη οι Τούρκοι, οι Μ. Δυνάμεις έστειλαν στην πόλη πλοία για να προστατεύσουν τους ομοεθνείς τους, ενώ η 25η Αυγούστου, ήταν η τελευταία μέρα παρουσίας των ελληνικών αρχών στη Σμύρνη.
Το πρωί της 26ης Αυγούστου, όλα τα στρατιωτικά καταστήματα, οι στρατώνες, τα νοσοκομεία και το φρουραρχείο είχαν εκκενωθεί. Όλοι μαζεύονταν στην προκυμαία ελπίζοντας να βρουν θέση σε ένα από τα τελευταία πλοία που θα έφευγαν από τη Σμύρνη.
Όταν βράδιασε πλέον, το πλήθος άρχισε να αποτραβιέται προς το εσωτερικό της πόλης αναζητώντας πρόχειρο καταφύγιο σε σπίτια Ευρωπαίων, στο προαύλιο της Αγίας Φωτεινής και σε διάφορα οικήματα της αμερικανικής αποστολής.
Το πρωί του Σαββάτου της 27ης Αυγούστου, στην τουρκική συνοικία της Σμύρνης υψώθηκαν τούρκικες σημαίες. Στις 10.30 π.μ., οι πρώτοι έφιπποι τσέτες, μπήκαν στη Σμύρνη και κατευθύνθηκαν προς το διοικητήριο, ενώ ακόμη 200 μπήκαν στην ελληνική συνοικία, όπου διαπράχθηκαν οι πρώτοι φόνοι Ελλήνων και Αρμενίων. Οι λεηλασίες και οι φόνοι στο εσωτερικό της πόλης συνεχίστηκαν όλη τη νύχτα ενώ προς τα ξημερώματα ακούστηκαν γοερές κραυγές. Οι τσέτες είχαν μπει σε εκκλησίες των προαστίων Αγ. Τριάδας και Πετρωτών φονεύοντας χριστιανούς που είχαν καταφύγει εκεί. Από το βράδυ της Κυριακής 28 Αυγούστου συστηματοποιήθηκαν οι σφαγές και οι λεηλασίες στην αρμένικη και ελληνική συνοικία. Τις επόμενες ημέρες και ως την Τετάρτη 31 Αυγούστου η τρομοκρατία εντάθηκε. Πυροβολισμοί ακούγονταν συνέχεια, ενώ πτώματα γέμιζαν τους δρόμους.
Ο ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Την Τετάρτη 31 Αυγούστου, πραγματοποιήθηκε και ο εμπρησμός της Σμύρνης. Οι πρώτες φλόγες αναπήδησαν τη νύχτα της 30ης Αυγούστου κυρίως από την αρμένικη συνοικία που συνόρευε με την ελληνική αγορά τις "Μεγάλες Ταβέρνες" και την ελληνική συνοικία του Αγ. Γεωργίου και της Αγ. Φωτεινής. Πολλοί ξένοι και Έλληνες αυτόπτες μάρτυρες περιγράφουν σκηνές φρίκης κατά τις ημέρες της πυρκαγιάς. Τούρκοι μετέφεραν δοχεία με βενζίνη και πετρέλαιο ή έριχναν εμπρηστικές βόμβες στις συνοικίες- στόχους, ενώ σύμφωνα με μαρτυρίες είχαν σχηματίσει ζώνη για να εμποδίζουν τα ανθρώπινα πλήθη να διαφεύγουν από τις πυρπολούμενες περιοχές. Όπως αναφέρουν ιστορικές πηγές, ο συστηματικός εμπρησμός της πόλεως έγινε με σκοπό να εξολοθρευτούν οι χριστιανοί της Μ. Ασίας και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ πια στην πατρίδα τους.
Μια εβδομάδα μετά την είσοδο των τουρκικών δυνάμεων στη Σμύρνη, το Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 1922 (ή 16.9.1338 του τουρκικού ημερολογίου) ο διοικητής του στρατού Νουρεντιν, εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία όλοι οι Έλληνες και Αρμένιοι δύναντο να μεταναστεύσουν μέχρι το τέλος του μήνα, ειδάλλως θα κρίνονταν ύποπτοι απειλής.
Μετά την έκδοση της προκήρυξης εντάθηκαν οι λεηλασίες, οι σφαγές και οι βιαιοπραγίες και των άλλων ξένων μειονοτήτων. Καθημερινές εξάλλου ήταν οι σφαγές και οι ληστείες προσφύγων που είχαν καταφύγει στο νεκροταφείο της ελληνικής κοινότητας. Καμία λέξη δεν μπορεί να περιγράψει την αγωνία του πλήθους που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ξεφύγει. Μέσα σε μια κόλαση, άλλοι με βάρκες και άλλοι κολυμπώντας, πήγαιναν στα πολεμικά πλοία της Γαλλίας, Αγγλίας και Ιταλίας ζητώντας άσυλο. Αλλά οι ναύτες τους πετούσαν στη θάλασσα όταν σκαρφάλωναν στα πλοία, ή τους κλωτσούσαν.
Στο μεταξύ και ενώ οι μέρες της προθεσμίας για την εκκένωση της Μ. Ασίας από τους πρόσφυγες τελείωναν, έπειτα από έντονες διπλωματικές ενέργειες των ξένων, στάλθηκαν ελληνικά πλοία από τη Μυτιλήνη, τα οποία παρέλαβαν το μεγάλο μέρος των προσφύγων που παρέμεναν ακόμη στη Σμύρνη. Ως τις 18 Σεπτεμβρίου 180.000 πρόσφυγες είχαν μεταφερθεί σε ελληνικό έδαφος. Το τελευταίο πλοίο έφυγε από τη Σμύρνη 6 ώρες πριν εκπνεύσει η προθεσμία. Οχτώ ημέρες μετά και έπειτα από παράταση που έδωσαν οι Τούρκοι ο συνολικός αριθμός των προσφύγων που έφυγαν από τη Μ. Ασία έφθανε περίπου στις 250.000.
Ο μαρτυρικός θάνατος του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, ο οποίος κακοποιήθηκε φρικτά από τον τουρκικό όχλο, αποτελεί το επιστέγασμα της φρικαλεότητας εναντίον των Χριστιανών. Ο Χρυσόστομος, είχε αρνηθεί να φύγει μαζί με τις άλλες ελληνικές αρχές ακόμη και μετά την είσοδο των τουρκικών δυνάμεων στην πόλη- ενώ ξένοι διπλωμάτες είχαν προθυμοποιηθεί να τον βοηθήσουν- παραμένοντας η μοναδική ελληνική αρχή στη Σμύρνη.
Η ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Σε πόσες χιλιάδες ανέρχονται τα θύματα της μικρασιατικής καταστροφής δεν είναι δυνατό να υπολογιστεί με ακρίβεια. Ο Μιχ. Θεοτοκάς, νομικός σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης, στη μελέτη του περί ανταλλαγής πληθυσμών, αντλώντας τους αριθμούς από τα στοιχεία που είχε στη διάθεση της η ελληνική αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης και από τα στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αναφέρει συγκεκριμένα ότι το 1914 ο αριθμός των Ελλήνων της Μ. Ασίας ήταν 1.700.000 περίπου και της Κωνσταντινούπολης και της περιοχής της 400.000. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με τους εκτοπισμούς και τα διαβόητα «αμελέ ταμπουρού», τάγματα εργασίας των Τούρκων, εξοντώθηκαν 300.000 Έλληνες Μικρασιάτες. Συνεπώς, στο τέλος του πολέμου στα 1920 το ελληνικό στοιχείο της οθωμανικής αυτοκρατορίας έφτανε το 1.800.000. Οι κεμαλικοι εξολόθρευσαν περίπου 100.000. Στα 1921 διώχθηκαν από την Κιλικία και τη Νικομήδεια περίπου 70.000 και από τον Αύγουστο ως τον Οκτώβριο του 1922, από τη Μ. Ασία και τη Θράκη περίπου 900.000. Με αυτά τα δεδομένα όταν άρχισε η Συνδιάσκεψη της Λωζάννης την 1η Νοεμβρίου 1922, έμεναν ακόμα στην Κωνσταντινούπολη και στα περίχωρα της περίπου 300.000 χιλιάδες Έλληνες και στη Μ. Ασία άλλες 400.000.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ
Σε γενικές γραμμές, οι επίσημες κυβερνήσεις των ξένων δυνάμεων δεν έκαναν τίποτα για να βοηθήσουν τον ελληνισμό της Μ. Ασίας, στις τραγικές εκείνες μέρες της καταστροφής. Αντίθετα όμως, πολλά άτομα μεμονωμένα, βοήθησαν συχνά να σωθούν πολλοί Μικρασιάτες, όπως ο Αμερικανός πρόξενο στη Σμύρνη G. Horton και ο Ιταλός πλοίαρχος του πλοίου "Μεγκ" που παρέλαβε πλήθος προσφύγων και τους μετέφερε στην Ελλάδα. Τέλος αξίζει ακόμη να αναφερθεί ότι και ορισμένοι, Τούρκοι πολίτες που κράτησαν αποστάσεις από τον εθνικιστικό φανατισμό, έσωσαν αρκετούς Έλληνες, πληρώνοντας σε μερικές περιπτώσεις το τόλμημά τους, και με την ίδια τους τη ζωή.
* Τα ιστορικά στοιχεία και η τεκμηρίωση προέρχονται από το βιβλίο "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", τόμος ΙΕ, της Εκδοτικής Αθηνών.
Επιμέλεια αφιερώματος: Χαρίκλεια Βλαχάκη