Ο Νικόλαος Μούσιος ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των φωτογράφων η οποία είχε ως γενάρχη της τον Ιωάννη Παντοστόπουλο (1863-1928). Η μητέρα του Ευαγγελία Δαφνοπούλου από τον πρώτο της γάμο απέκτησε τον Δημήτριο Αρετόπουλο (1902-1968) φωτογράφο και από τον δεύτερο γάμο της με τον Γεώργιο Μούσιο που έμενε στον Βόλο απέκτησε το 1911 τον άλλο γιο της Νικόλαο (1911-1951). Όμως το 1915 έμεινε χήρα, καθώς ο σύζυγός της πέθανε σε νεαρή ηλικία. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Βόλο και να εγκατασταθεί οικογενειακώς στη Λάρισα, κοντά στον αδελφό της Γεράσιμο Δαφνόπουλο. Ο Νικόλαος Μούσιος σε ηλικία 18 ετών ταξίδεψε στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας όπου ζούσε η αδελφή της μητέρας του φωτογράφος Ελένη Δαφνοπούλου με τον άνδρα της Νικόλαο Ιωαννίδη, οι οποίοι διατηρούσαν εκεί σύγχρονο φωτογραφείο. Έμεινε στην Κωνστάντζα 2,5 περίπου χρόνια και τελειοποίησε τις γνώσεις του γύρω από τη φωτογραφία που είχε αποκτήσει ήδη στο εργαστήριο του θείου του Γεράσιμου. Το 1935, μετά τον θάνατο του τελευταίου ανέλαβε μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του Δημήτριο Αρετόπουλο το φωτογραφείο. Το 1951 ο Νικόλαος Μούσιος πέθανε όπως και ο πατέρας του σε νεαρή ηλικία.
Η λήψη της φωτογραφίας έγινε από το ύψωμα δίπλα στη δεξιά όχθη του Πηνειού, τα “Πευκάκια”, το οποίο στέγαζε το καφενείο “Καλλιθέα”[2]. Στο ύψωμα αυτό βρισκόταν από τα χρόνια της τουρκοκρατίας το τζαμί του Χασάν μπέη. Το 1908 κατεδαφίστηκε και δημιουργήθηκε μια επίπεδη επιφάνεια, η οποία κοσμήθηκε με άφθονα πεύκα. Στο σημείο αυτό λειτουργούσε μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εξοχικό κέντρο με την ονομασία “Καλλιθέα”, οι περισσότεροι όμως το γνώριζαν σαν “Πευκάκια”. Το κέντρο αυτό, εκτός από τη δροσιά που πρόσφερε στους πελάτες τους παρουσίαζε και ένα σπουδαίο πλεονέκτημα. Είχε μια απέραντη θέα στη γέφυρα με το ποτάμι, στο Αλκαζάρ και σ΄ όλη τη θεσσαλική πεδιάδα μέχρι τον Όλυμπο. Κάτω χαμηλά στη φωτογραφία διακρίνονται οι πεζούλες που οριοθετούσαν την άκρη του υψώματος και δίπλα τα τραπεζάκια του κέντρου.
Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει από τη φωτογραφία είναι η ξύλινη γέφυρα του Πηνειού στη θέση της παλιάς λίθινης. Φωτογραφία με την ξύλινη γέφυρα του Πηνειού δημοσιεύσαμε και παλαιότερα[3], αλλά αυτή ήταν μετά την πρώτη ανατίναξη της γέφυρας το 1941 και η λήψη της είχε γίνει από τους Ιταλούς κατακτητές. Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει την πρόχειρη ξύλινη γέφυρα η οποία κατασκευάστηκε μετά τη δεύτερη ανατίναξή της το 1944 και διατηρήθηκε μέχρι το 1952, όταν επί δημαρχίας Καραθάνου δημιουργήθηκε η πρώτη γέφυρα με οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν) τσιμέντο και συγχρόνως έγιναν και διάφορες βελτιώσεις στην κοίτη του ποταμού και στις όχθες.
Όσοι διασχίζουν σήμερα την άνετη γέφυρα του Πηνειού με προορισμό το άλσος Αλκαζάρ ή τον Πέρα Μαχαλά (συνοικία Ιπποκράτης), δεν μπορούν να φανταστούν τις μετατροπές που έχει υποστεί αυτή σε μια διάρκεια εξήντα περίπου χρόνων (1941-2001). Μέχρι το 1941 υπήρχε για πολλά χρόνια η παλιά λίθινη γέφυρα. Τον Απρίλιο αυτού του έτους φίλια στρατεύματα (Άγγλοι-Νεοζηλανδοί) ανατίναξαν ένα μέρος της για να καθυστερήσουν την προώθηση προς την Αθήνα του γερμανικού στρατού. 3,5 χρόνια μετά, τον Οκτώβριο του 1944, κατά την οπισθοχώρησή τους οι Γερμανοί με μια ισχυρότατη έκρηξη κατέστρεψαν και πάλι ένα μεγάλο τμήμα της γέφυρας.
Η γέφυρα αυτή ήταν η μοναδική η οποία συνέδεε τη Λάρισα με την απέναντι συνοικία, τη Γιάννουλη και όλες τις πόλεις του προς βορράν οδικού άξονα της χώρας. Μέχρι την κατασκευή μόνιμης, επιλέχθηκε η λύση της πρόχειρης με ξύλινους δοκούς, εις τρόπον ώστε άνθρωποι και οχήματα να διαπεραιώνονται με ευκολία. Βέβαια σε δύσκολες στιγμές επιστρατεύονταν και ποταμόβαρκες, οι οποίες μετέφεραν ανθρώπους και εμπορεύματα από την μιαν όχθη στην άλλη. Μετά την απελευθέρωση κατασκευάστηκε η ξύλινη γέφυρα της φωτογραφίας. Πολλαπλοί επιμήκεις ξύλινοι δοκοί στερεώθηκαν επάνω στα βάθρα της παλαιάς γέφυρας[4] και επάνω τους επιστρώθηκε ανθεκτικό ξύλινο οδόστρωμα, ικανό να επιτρέπει τη διέλευση και βαρέων οχημάτων και μάλιστα σε διπλή σειρά. Στα πλάγια δημιουργήθηκαν στενά πεζοδρόμια. Ξύλινα στηθαία τοποθετήθηκαν στις άκρες για την προφύλαξη των πεζών. Η κοίτη του ποταμού είναι γεμάτη θάμνους, ενώ ο Πηνειός, έστω και ίχνη του, δεν διακρίνεται στη φωτογραφία. Είναι η εποχή που η μεγαλύτερη ποσότητα του νερού του Πηνειού διοχετευόταν στην ανακουφιστική κοίτη που είχε δημιουργηθεί προπολεμικά από την Boot. Η εικόνα αυτή δικαιολογεί και την προσπάθεια πολλών Λαρισαίων, “οι τα πρώτα φέροντες”, να καταβάλλουν την περίοδο εκείνη σοβαρές προσπάθειες ώστε να επανέλθει το νερό του Πηνειού στην παλιά κοίτη.
Στο αριστερό άκρο της φωτογραφίας μόλις διακρίνεται στρατιωτικό φυλάκιο στην άκρη της γέφυρας προς τον Πέρα Μαχαλά[5]. Στη συνέχεια εντοπίζουμε το μνημείο των πεσόντων αξιωματικών και στρατιωτών κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, το οποίο αποτελούσε και το Ηρώο της πόλης κατά την περίοδο εκείνη. Ακολουθεί το νεότευκτο τότε κέντρο Αλκαζάρ του Μήτσου Βρεττόπουλου, το οποίο είχε αρχίσει να λειτουργεί τον Σεπτέμβριο του 1947. Είναι αισθητή η έντονη βλάστηση στο άλσος του Αλκαζάρ σε όλη την έκτασή του και στο βάθος διακρίνεται η περιοχή Κιόσκι. Χρονολογικά η φωτογραφία τοποθετείται στο 1948.
[1]. Ο Νικ. Μούσιος ήταν ο μοναδικός από τους επιγόνους των οικογενειών Παντοστόπουλου - Δαφνόπουλου ο οποίος ήταν και φωτογράφος τοπίου. Οι φωτογραφίες του, μικρές σε μέγεθος, ήταν επικολλημένες σε δίπτυχη κάρτα η οποία συνοδευόταν από επίσης δίπτυχο χαρτί, τα οποία ενώνονταν στη ράχη με μια κορδελίτσα. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Φωτογράφοι της Λάρισας. Με την ευκαιρία μιας φωτογραφίας, εφ. “Ελευθερία”, Λάρισα, φύλλο της 9ης Νοεμβρίου 2012.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Το κέντρο “Καλλιθέα” στην περιοχή “Πευκάκια”, εφ. “Ελευθερία”, Λάρισα, φύλλο της 3ης Μαΐου 2017. Το λειτουργούσε ο επιχειρηματίας Θεόδωρος Κόικος.
[3]. Του ιδίου. Η καταστροφή της μεγάλης γέφυρας του Πηνειού, εφ. “Ελευθερία”, Λάρισα, φύλλο της 14ης Νοεμβρίου 2015.
[4]. Ήταν τόσο καλά στερεωμένη στον βυθό της κοίτης του ποταμού η παλαιά γέφυρα, ώστε και η νέα με μπετόν που την αντικατέστησε το 1950 στηρίχθηκε πάνω στα βάθρα της. Όλα τα υπολείμματα της παλαιάς γέφυρας είχαν κατεδαφιστεί, εκτός από τα βάθρα. Οι τεχνίτες που εργάστηκαν στην κατεδάφισή της διηγούνται ότι ήταν τόσο στερεή η συνδεσμολογία των λίθων με αρμούς ώστε ήταν ευκολότερη η σχάση της πέτρας, από τη διάνοιξη των αρμών.
[5]. Την περίοδο εκείνη, εποχή του εμφυλίου, η γέφυρα φυλασσόταν με στρατιωτικά φυλάκια, τοποθετημένα και στις δύο εισόδους της.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com