Το «Ντορέ» βρισκόταν στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας, στο ισόγειο του κτιρίου το οποίο στέγαζε το ξενοδοχείο «Πανελλήνιον». Αρχικά ήταν καφεζαχαροπλαστείο και το 1919 τη λειτουργία του καταστήματος αυτού ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Πάλτσος, ένας δραστήριος επιχειρηματίας από τα Τρίκαλα[1]. Αυτός άλλαξε τελείως τη φυσιογνωμία του εσωτερικού του χώρου και το μετονόμασε σε «Ντορέ». Χάρη στην πολυτελή του εμφάνιση συγκέντρωνε όλη την καλή κοινωνία της Λάρισας. Επίσης αξιοποίησε μέρος της μεγάλης αυλής που υπήρχε στο πίσω μέρος του κτιρίου και με ελαφρά δόμηση κατασκεύασε σκηνή θεάτρου και βωβού κινηματογράφου. Η αίθουσα αυτή με τη σκηνή, αν και πρόχειρη, γνώρισε μεγάλες δόξες και απ’ αυτήν παρέλασαν όλα τα μεγάλα ονόματα του θεάτρου και της μουσικής των Αθηνών, τα οποία μεσουρανούσαν την περίοδο εκείνη του μεσοπολέμου. Οι χοροεσπερίδες γίνονταν στην κυρίως αίθουσα, ανεπτυγμένη μέχρι και τη σκηνή του θεάτρου. Τα καλοκαίρια το καφεζαχαροπλαστείο άπλωνε τα τραπεζάκια του στον δρόμο εμπρος από το κατάστημα και στον αναλογούντα σ’ αυτό χώρο της πλατείας.
Ο Κωνσταντίνος Πάλτσος εκτός από τα άλλα θεάματα και ακροάματα που προσέφερε στους θαμώνες του, τα καλοκαίρια μετακαλούσε και εκλεκτές ορχήστρες από τη Βιέννη. Στη γενεά του μεσοπολέμου έμειναν αξέχαστα το κοντσέρτα που έδινε κάθε βράδυ η ορχήστρα του Βιεννέζου μαέστρου Φρίτς. Την αποτελούσαν δύο βιολιά, ένα τσέλο, ένα φλάουτο, ένα κλαρίνο και το πιάνο. Ο Φρίτς ήταν ο σολίστας της ορχήστρας και αναγνωριζόταν ως θαυμάσιος δεξιοτέχνης του βιολιού. Τα προγράμματα που άλλαζαν κάθε βράδυ, περιλάμβαναν κλασικά έργα διάσημων μουσουργών, οπερέτες και άλλες πιο ελαφρότερες συνθέσεις. Η ορχήστρα ήταν ανεβασμένη σε ένα πάλκο έξω από το κατάστημα, άρχιζε το πρόγραμμά της τις βραδινές ώρες και τελείωνε αργά μετά τα μεσάνυχτα. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι την περίοδο εκείνη δεν ήταν λίγοι οι φιλόμουσοι στην πόλη μας, που αγαπούσαν με πάθος και παρακολουθούσαν την εκτέλεση των μουσικών αυτών έργων και το κυριότερο, παρακολουθούσαν με απόλυτη σιγή, πράγμα που σήμαινε κατανόηση. Ακόμη και οι θεατές που συνήθως ήταν περισσότεροι από εκείνους που κάθονταν στα τραπεζάκια της πλατείας και πλήρωναν υπερτιμημένο (μετά θεάματος) ποτό, έδειχναν την ίδια προσήλωση προς τους μουσικούς την ώρα που έπαιζαν. Έτσι οι Λαρισαίοι άρχισαν να εκλεπτύνουν βαθμιαία το μουσικό τους αίσθημα και να μαθαίνουν τα μυστικά της τέχνης του Απόλλωνα[2]. Και δεν αποτελούσε έκπληξη το γεγονός να ακούει κανείς στον δρόμο νεαρούς να σφυρίζουν άριες από όπερες ή να σιγοτραγουδούν κομμάτια από οπερέτες.
Την ίδια εποχή ανταγωνιστής του «Ντορέ» ήταν ο «Κήπος του Χαλήμαγα». Εκλεκτικός επιχειρηματίας ο Πέτρος Χαλήμαγας, νοίκιασε τον κήπο των παλαιών ανακτόρων που είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του Δήμου κατόπιν αγοράς από τον πρίγκιπα Νικόλαο, έκτισε ένα όμορφο περίπτερο και δημιούργησε ένα θαυμάσιο κοσμικό κέντρο που λειτουργούσε ως εστιατόριο πολυτελείας και αναψυκτήριο. Μετακαλούσε και αυτός ορχήστρες από τη Βιέννη, συνεχίζοντας, όπως και ο Πάλτσος, την παράδοση που είχε δημιουργήσει το 1906 ο Ιωάννης Ασλάνης στην περίφημη λέσχη του. Την εποχή που στο «Ντορέ» έπαιζε η ορχήστρα του Φρίτς, στον «Κήπο του Χαλήμαγα» αντίστοιχα ψυχαγωγούσε τον κόσμο η ορχήστρα του Φρέντ. Μοιραία ο ανταγωνισμός των δύο κέντρων για την τελειότερη εκτέλεση των προγραμμάτων τους ήταν αναπόφευκτος. Και οι δύο Αυστριακοί μαέστροι, προσπαθούσαν να κατακτήσουν την ευμένεια των Λαρισαίων φιλόμουσων για να αυξηθεί το γόητρό τους. Ο φανατισμός που προκαλούσαν είχε σαν αποτέλεσμα να χωριστούν οι θαμώνες των δύο κέντρων σε αντίστοιχες παρατάξεις. Ο ανταγωνισμός αυτός υποχρέωνε τα καταστήματα να μετακαλούν σπουδαία ονόματα μουσικών, γεγονός πολυδάπανο, το οποίο τους οδήγησε τελικά σε μηδαμινά κέρδη. Στυλοβάτες στην επιχείρηση του «Κήπου των Ανακτόρων» ήταν οι δύο ανεψιοί του Πέτρου Χαλήμαγα, ο Χρήστος και ο Μιχάλης Χαλήμαγας, οι οποίοι παρουσίαζαν στο κέντρο τους εκπληκτικά για την εποχή εκείνη πράγματα. Άψογα ντυμένοι οι σερβιτόροι, θαυμάσιο σερβίρισμα και κουζίνα γαλλική, πρόσφεραν μια πολιτισμένη ατμόσφαιρα. Στον «Κήπο» υπήρχε και πίστα χορού, όπου τα νεαρά ζευγάρια χόρευαν με τους ήχους των βαλς του Στράους και των αργεντινών ταγκό.
Όταν αργότερα ο Πάλτσος εγκατέστησε υπαίθριο κινηματογράφο, έκανε το ίδιο και ο Χαλήμαγας. Φυσικά ήταν βωβός και τα έργα που προβάλλονταν ήταν ως επί το πλείστον καουμπόικα. Εισιτήριο εισόδου για τον κινηματογράφο δεν υπήρχε, απλώς οι θεατές παράγγελναν ποτό το οποίο πλήρωναν υπερτιμημένο. Κατά την περίοδο που ο «Κήπος του Χαλήμαγα» λειτουργούσε ως κινηματογράφος, επειδή ήταν βωβός υπήρχε και ορχήστρα η οποία έπαιζε κατά τη διάρκεια της προβολής του έργου. Λειτουργούσε επίσης και το εστιατόριο που άπλωνε τα τραπέζια του εμπρός από το περίπτερο του αναψυκτηρίου. Για να προσελκύσει ο επιχειρηματίας μεγαλύτερη προσέλευση πελατών, στο διάλειμμα του έργου έκαναν την εμφάνισή τους και διάφορα νούμερα. Στον «Κήπο των Ανακτόρων» εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά στη Λάρισα και τα «Καλουτάκια» σε ηλικία 7-10 ετών και τα νούμερά τους προοιώνιζαν από τότε ευοίωνο το μέλλον τους. Οι γονείς με τα μικρά τους παιδιά κατέκλυζαν κάθε βράδυ τον «Κήπο» για να παρακολουθήσουν τα τραγούδια και τα κωμικά σκετς που εκτελούσαν.
Αργότερα η χειμερινή αίθουσα του «Κήπου» λειτούργησε ως χοροδιδασκαλείο, όπου δεν πήγαιναν μόνον νεαροί αλλά και πολλές νεαρές κοπέλες για να μυηθούν στα μυστικά της Τερψιχόρης. Είχε φθάσει ήδη η εποχή όπου άρχιζε δειλά αλλά σταθερά η χειραφέτηση των νεαρών δεσποινίδων. Όταν το χοροδιδασκαλείο διέκοψε τη λειτουργία του, ολόκληρο το οικοδόμημα παραχωρήθηκε από τη Δημοτική αρχή για να στεγαστεί το Δημοτικό Ωδείο, το οποίο μέχρι τότε λειτουργούσε σε ιδιόκτητο κτίριο που ανήκε στον φωτογράφο Γεράσιμο Δαφνόπουλο, στη γωνία των σημερινών οδών Μ. Αλεξάνδρου-Πατρόκλου και Δευκαλίωνος. Ο Πέτρος Χαλήμαγας μετά την εγκατάλειψη του «Κήπου» άνοιξε εστιατόριο κάτω από το ξενοδοχείο «Στέμμα» στη βόρεια πλευρά της Κεντρικής πλατείας, δίπλα από το κτίριο της Λαϊκής Τράπεζας[3].
Ένα άλλο ρομαντικό μουσικό γεγονός της περιόδου εκείνης που έχει πλέον εκλείψει είναι και οι νυκτόβιες καντάδες του δρόμου. Πολλές φορές μέσα στη γαλήνη της νύχτας άκουγες μικρές ομάδες από χορωδούς να τραγουδούν με θαυμάσια αρμονία χορωδιακά μέρη από όπερες ή επτανησιακά τραγούδια, με συνοδεία οργάνων. Τότε πολλά παράθυρα άνοιγαν και ευαίσθητες καρδιές σκιρτούσαν. Τις κομπανίες αυτές αποτελούσαν ευγενείς και ονειροπόλοι καλλίφωνοι νέοι, όπως ήταν ο οδοντίατρος Χρ. Παντοστόπουλος, ο Κώστας Σαγρής, ο Πέτρος Μαρκίδης, ο Σωτήρης Σωτηρίου, ο Ιππόλυτος Κούνας και πολλοί άλλοι. Συνοδεύονταν και από όργανα. Ο Κώστας Δούβλης είχε το βιολί του, ο δικηγόρος Κώστας Κύρκος και ο Γιάννης Δαλθανάσης το φλάουτο και άλλοι κιθάρες. Οι Λαρισαίοι της εποχής εκείνης λάτρευαν την καντάδα. Μεταπολεμικά ξανακούστηκε και πάλι η καντάδα, όταν στην πόλη υπήρχαν τρεις χορωδίες, του Δημοτικού Ωδείου, του Μουσικού Συλλόγου και της Λαρισαϊκής Χορωδίας. Όμως σταδιακά ο κόσμος που άρχισε να την αποδέχεται ευχάριστα όλο και λιγόστευε. Είχαν επικρατήσει άλλες μουσικές προτιμήσεις....
[1]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Πάλτσος Κωνσταντίνος, ένας ονειροπόλος επιχειρηματίας, στο βιβλίο «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Α’ (2014)».
[2]. Στην ανάπτυξη του μουσικού αισθήματος των Λαρισαίων συνέβαλαν ακόμη και οι συναυλίες της Φιλαρμονικής και της μπάντας του Στρατού. Μία έως δύο φορές την εβδομάδα στην εξέδρα που υπήρχε μέχρι το 1930 περίπου στο κεντρικότερο σημείο της πλατείας, έπαιζαν διασκευασμένα πολλά κομμάτια κλασικής μουσικής με πυκνό ακροατήριο.
[3]. Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός). «Η Λάρισα που χάθηκε», εφ, «Λάρισα», φύλλο της 16ης Σεπτεμβρίου 1968.
ΤΟΥ ΝΙΚ. ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com